Της -
Η ανάπτυξη υποχωρεί, ενώ τα υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτόκια και η έλλειψη διαρθρωτικής δημοσιονομικής σύσφιξης συνεπάγονται αύξηση των δεικτών δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ για ορισμένες χώρες με υψηλό χρέος της ζώνης του ευρώ, που πιθανόν να ενταχθούν στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το επόμενο έτος, τονίζει η Barclays. Αυτό αφήνει ελάχιστα έως καθόλου δημοσιονομικά περιθώρια και περιπλέκει οποιαδήποτε παρέμβαση της ΕΚΤ.
“Μόνο όταν φύγει η παλίρροια ανακαλύπτεις ποιος κολυμπά γυμνός”. Το διάσημο απόφθεγμα του Warren Buffett αποτυπώνει την κλίμακα των δημοσιονομικών προκλήσεων που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ τα επόμενα χρόνια, καθώς και τον άφθονο δημοσιονομικό χώρο ο οποίος είναι διαθέσιμος σε άλλα κράτη-μέλη, που θα μπορούσε να περιορίσει αρνητικά σοκ στην ανάπτυξη ή/και να χρηματοδοτήσει μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση και την ψηφιοποίηση.
Στα Προγράμματα Σταθερότητας που υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο του 2023, οι κυβερνήσεις σχεδίαζαν σταδιακές δημοσιονομικές προσαρμογές για να μειώσουν τα δημόσια ελλείμματα και τα χρέη που συσσωρεύτηκαν από το 2020.
Όμως, καθώς συντάσσονται οι προϋπολογισμοί του 2024, ορισμένα από αυτά τα σχέδια έχουν ήδη ακυρωθεί, τονίζει η Barclays. Οι κυκλικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί, γεγονός που συνεπάγεται χαμηλότερα φορολογικά έσοδα, υψηλότερες κυκλικές κρατικές δαπάνες (π.χ. μεταβιβάσεις και επιδόματα ανεργίας) και λιγότερη πολιτική όρεξη για “σφίξιμο της ζώνης” σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Οι πληρωμές τόκων αυξάνονται περισσότερο από το αναμενόμενο, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων σε όλες τις διάρκειες.
Επιπλέον, σε ορισμένες χώρες το κόστος των προηγούμενων μέτρων αποδεικνύεται υψηλότερο (βλ., για παράδειγμα, το κατασκευαστικό Superbonus 110%/90% στην Ιταλία, τα μέτρα ενεργειακής στήριξης στη Γαλλία και το μισθολογικό κόστος σε πολλές χώρες που αύξησαν τη δημόσια απασχόληση μετά την COVID-19).
Σε αυτό το πλαίσιο, ο δρόμος για την ανοικοδόμηση των δημοσιονομικών “μαξιλαριών” θα είναι δύσκολος, ιδιαίτερα για τις χώρες υψηλού χρέους/χαμηλής ανάπτυξης.
Γιατί ξεχωρίζει η Ελλάδα
Ωστόσο, όλες οι χώρες δεν είναι ίδιες, τονίζει η Barclays. Τα παρακάτω διαγράμματα δείχνουν τις εκτιμήσεις του 2024 των κυβερνήσεων για τα επίπεδα του ελλείμματος και τον δείκτη χρέους, που υποδηλώνουν έναν αξιοσημείωτο βαθμό ετερογένειας και το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη θα συνεχίσουν να διαφέρουν ως προς την ικανότητά τους να χρησιμοποιούν τις δημοσιονομικές πολιτικές ενεργά και αντικυκλικά.
Συνεπώς, η Ελλάδα και η Πορτογαλία, ακόμη και αν είναι χώρες υψηλού χρέους, έχουν κρατικά ελλείμματα που αναμένεται να είναι αρκετά χαμηλότερα από το 3% του ΑΕΠ, με περιορισμένες ανάγκες αναχρηματοδότησης, χάρη στη μακρά διάρκεια του δημόσιου χρέους, το οποίο εξακολουθεί να βρίσκεται στα “χέρια” του επίσημου τομέα.
Επίσης, η Ιρλανδία και η Κύπρος έχουν στόχο τα πλεονάσματα και οι δείκτες δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ είναι κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.
Παράλληλα, μεγαλύτερες χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και το Βέλγιο κατατάσσονται μεταξύ εκείνων με τα υψηλότερα κρατικά ελλείμματα και δημόσιο χρέος.
Στο βασικό σενάριο της Barclays, το οποίο και δεν βλέπει συμφωνία για νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ πριν από την άνοιξη του 2024 και άρα θα ισχύσουν οι παλαιοί, όλες οι χώρες που προβλέπουν λόγο δημόσιου ελλείμματος προς ΑΕΠ το 2024 υψηλότερο από 3% θα παραβιάζουν την κατώτατο όριο ελλείμματος και υπάγονται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Αυτή η ομάδα θα περιλαμβάνει την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, το Βέλγιο, τη Μάλτα, τη Σλοβακία και πιθανώς τη Σλοβενία.
Για τις χώρες που υπόκεινται στη ΔΥΕ, η Κομισιόν πιθανότατα θα επιβάλει μόνο μια ήπια δημοσιονομική προσαρμογή περίπου 0,5% του ΑΕΠ ετησίως, σύμφωνα με τις συστάσεις της προς τα Προγράμματα Σταθερότητας των χωρών. Το 2024, ένας τέτοιος στόχος θα πρέπει να είναι εφικτός εάν οι χώρες καταργήσουν σταδιακά τα μέτρα ενεργειακής στήριξης. Ωστόσο, αυτό με τη σειρά του θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στις τιμές της ενέργειας. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι χώρες θα έχουν ελάχιστο ή καθόλου δημοσιονομικό περιθώριο για να χαλαρώσουν τη δημοσιονομική πολιτική με αντικυκλικό τρόπο.
Σε επίπεδο ευρωζώνης η Barclays αναμένει ότι η δημοσιονομική στάση θα γίνει ολοένα και πιο περιοριστική το 2024. Ωστόσο, η επιβράδυνση της ανάπτυξης θα είναι μέτρια και εν μέρει θα αντισταθμιστεί από την αύξηση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις (π.χ. κεφάλαια από το NGEU), που παραδοσιακά απολαμβάνουν υψηλότερους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές.
Η ενεργοποίηση του προγράμματος κατά του κατακερματισμού της ΕΚΤ, του TPI, εάν χρειαστεί, θα μπορούσε να γίνει πολύ αμφιλεγόμενη για τις χώρες που υπάγονται στη ΔΥΕ και με το δημόσιο χρέος να κινείται σε ανοδική τροχιά, καθώς τα κριτήρια επιλεξιμότητας του TPI περιλαμβάνουν το ότι η χώρα “δεν πρέπει να βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος ή να μην έχει αξιολογηθεί ως ανίκανη να λάβει αποτελεσματικά μέτρα ως απάντηση σε σύσταση του Συμβουλίου της ΕΕ”.
Ως εκ τούτου, μια χώρα που έχει ανάγκη πιθανότατα θα πρέπει να εφαρμόσει διακριτικά μέτρα δημοσιονομικής αυστηρότητας για να διαβεβαιώσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους επενδυτές ότι το δημόσιο χρέος της είναι βιώσιμο. Η Barclays δεν θεωρεί πως το TPI θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με επιτυχία εάν δοκιμαστεί.