Από τότε που αρχίσαμε να οδηγούμε, ψάχνουμε. Μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε ότι ψάχνουμε, αλλά ουσιαστικά αυτό κάνουμε. Το πρόβλημα είναι ότι ποτέ δε βρίσκουμε αυτό που αναζητάμε. Λοιπόν, εγώ το βρήκα. Βρήκα τον δρόμο: τον NA-137. Αλλά και το αυτοκίνητο: την GMA T.50. Και αυτό ήταν. Αυτό θα έκανα με το τελευταίο μου ρεζερβουάρ.
Κείμενο Ollie Marriage – Απόδοση TopGear Crew – Φωτογραφίες Mark Riccioni
Δεν ξέρω αν πρέπει να αισθάνομαι ανακούφιση ή ενθουσιασμό που ο Gordon Murray και η ομάδα του δημιούργησαν πέρα από κάθε αμφισβήτηση το απόλυτο μηχάνημα οδήγησης που έχει συλλάβει ανθρώπινος νους. Στην τελική, δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο.
Και όμως, παρά τα όσα είχα ήδη ακούσει γι’ αυτό, δεν ήταν το αυτοκίνητο που περίμενα να είναι. Δεν ήταν καλύτερο ούτε χειρότερο, απλά ήταν διαφορετικό. Παρεμπιπτόντως, δεν κατέληξα σε αυτό το συμπέρασμα οδηγώντας το για λίγο. Η T.50 ήταν δική μου για τέσσερις ολόκληρες ημέρες και σχεδόν 1.500 χιλιόμετρα. Και συγκεκριμένα στα Πυρηναία, μεταξύ Βαρκελώνης και Μπιλμπάο.
Για κάτι τέτοιες διαδρομές σχεδιάστηκε η GMA T.50. Να σημειώσω κάτι: δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο hypercar ούτε για ένα hypercar γλάστρα. Για την ακρίβεια, δεν είμαι σίγουρος ότι πρόκειται καν για hypercar, με δεδομένο ότι έχει λιγότερη ισχύ από βασική McLaren Artura.
Ο Gordon λέει ότι όλα έγιναν “για να τιμήσουμε τη McLaren F1, αλλά και για να προσφέρουμε ένα ακόμα καλύτερο αυτοκίνητο σε σχέση με αυτήν”. Είναι μια ανάσα φρέσκου αέρα που όλοι χρειαζόμασταν. Πριν από μερικές εβδομάδες βρέθηκα με τα μέλη του Supercar Owners Circle στην Ισπανία και παρακολουθούσα διάφορες Bugatti, Ferrari, Koenigsegg και Pagani να προσπαθούν να κάνουν κάτι άλλο, εκτός από επίδειξη.
Είναι κινούμενα έργα τέχνης και καταφέρνουν να πουλάνε μούρη όντας συγχρόνως μια τέλεια βιτρίνα ματαιοδοξίας -όλα αυτά μαζί. Πολλά από τα αυτοκίνητα αυτά είναι συγκλονιστικά στην οδήγηση, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Στην πραγματικότητα, η χαρά της οδήγησης πέφτει θύμα της προσπάθειάς τους να εντυπωσιάσουν.
Υποθέτω ότι αυτό τα καθιστά περισσότερο πολυτάλαντα σε σχέση με την T.50, για την οποία ο πιο ακριβής χαρακτηρισμός είναι μάλλον “το υπεραυτοκίνητο του οδηγού”. Επειδή αυτό μόνο θέλεις να κάνεις μαζί της. Τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Και οτιδήποτε δεν εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό, απλά παίρνει την άγουσα για τα αποδυτήρια.
Ξέχνα την υποβοήθηση στο τιμονιού. Και το κιβώτιο διπλού συμπλέκτη. Δεν υπάρχουν οθόνες αφής ούτε προσαρμοζόμενα αμορτισέρ. Υπάρχει μόνο η λειτουργία Sport, που δε ρυθμίζει τίποτα άλλο εκτός από την απόκριση στο γκάζι. Επίσης, δεν υπάρχει τούρμπο ούτε πτέρυγες. Απλά πράγματα.
Εκείνο που μένει είναι ένα cockpit τριών θέσεων σε ένα πλαίσιο τύπου μπανιέρας από carbon, που τροφοδοτεί τους πίσω τροχούς με τη βοήθεια ενός V12 κινητήρα με φυσική αναπνοή. Όλα μαζί ζυγίζουν λιγότερο από έναν τόνο, συγκεκριμένα 997 κιλά. Οι περισσότεροι ανταγωνιστές είναι τουλάχιστον κατά 50% βαρύτεροι.
Το πετυχαίνει όλο αυτό το carbon που καταφέρνει να εξοικονομεί βάρος. Αυτό που καθιστά εξωτική την T.50 δεν είναι η αριστοτεχνία, αλλά η ίδια η μηχανική της.
Τη συναντώ σταθμευμένη στο κέντρο εξυπηρέτησης της GMA στη Βαρκελώνη. Πατάω παρατεταμένα το κουμπί ξεκλειδώματος στο υπερβολικά ογκώδες κλειδί και όλες οι πόρτες και τα καλύμματα του κινητήρα σηκώνονται ταυτόχρονα, σαν μια άρτια σκηνοθετημένη χορογραφία.
Φορτώνω όσα θα χρειαστώ για τις επόμενες ημέρες, μαζί με τις αποσκευές μου, και βρίσκω εύκολα θέση για το πορτοφόλι, το καπέλο, το αντηλιακό, το τηλέφωνο και ένα μπουκάλι νερό, συνδέοντας ταυτόχρονα όλα τα απαραίτητα στις θύρες USB. Δεν είναι καθόλου δύσκολο.
Τα μεγαλύτερα πράγματα μπαίνουν σε θήκες κάτω από τα καθίσματα των συνοδηγών, ενώ τα μικρότερα αντικείμενα κάτω από μαγνητικά καπάκια εκατέρωθεν του ταμπλό. Τα πάντα βρίσκονται στη σωστή απόσταση από τον οδηγό. Δεν υπάρχουν ποτηροθήκες,
Όπως χαρακτηριστικά μου λέει ο επικεφαλής μηχανικός Nik Hoyle, “δύο πράγματα απεχθάνεται ο Gordon πάνω απ’ όλα: τις πίσω αντιστρεπτικές δοκούς και τις ποτηροθήκες“.
Παίρνω θέση. Τα πεντάλ και το τιμόνι μπορούν να ρυθμιστούν με τη βοήθεια γαλλικών κλειδιών, το κάθισμα ρυθμίζεται μπρος-πίσω, ενώ διαθέτει αφρώδεις επενδύσεις που μπορούν να αφαιρεθούν προσαρμόζοντας το σχήμα και, κατ’ επέκταση, τη σκληρότητά του.
Ένα επιφώνημα απόλυτης ικανοποίησης βγαίνει από μέσα μου όταν κάθομαι σε αυτό για πρώτη φορά. Και αυτό, χάρη στην τέλεια θέση οδήγησης και τη σοφή επιλογή της GMA να υιοθετήσει ένα στρογγυλό τιμόνι. Είναι και τα διάτρητα πεντάλ, η απόλυτη απλότητα που εκπέμπει ο επιλογέας ταχυτήτων και η σωστή διάταξη και ευκρίνεια των οργάνων που σε συνδυασμό κάνουν τη διαφορά.
Περνάω τον δείκτη του χεριού μου ακριβώς κάτω από το πανάλαφρο, σχεδόν εύθραυστο κάλυμμα του μπουτόν της μίζας. Ένα σύντομο πάτημα αρκεί για να ζωντανέψει ο V12. Μόνο που αυτό δεν είναι ο κινητήρας, είναι η ενσωματωμένη μίζα/γεννήτρια, ένα σύστημα 48 V που αναλαμβάνει να περιστρέψει το στρόφαλο πριν από την ανάφλεξη, ώστε ο κινητήρας να χρειάζεται λιγότερο καύσιμο και να ξεκινά πιο καθαρά.
Αν θέλεις να ξεκινήσεις ομαλά, μην ακουμπήσεις το γκάζι. Απλά, άσε πρώτα τον συμπλέκτη και, μόλις αρχίσει να εμπλέκεται, τότε μόνο χρησιμοποίησε το δεξί πεντάλ. Νιώσε το βάρος και την ακρίβειά του κάτω από το πέλμα σου.
Συνειδητοποιείς, καθώς ετοιμάζεσαι να βάλεις δευτέρα, ότι θα χρειαστείς λίγο χρόνο για όλα αυτά, καθώς τα πάντα ολοκληρώνονται με μηχανική ακρίβεια και ταχύτητα. Η αίσθηση της άμεσης σύνδεσης με την Τ.50 είναι μοναδική.
Η υποβοήθηση του τιμονιού υφίσταται μόνο στις χαμηλές ταχύτητες, αλλά πάνω από τα 16 χλμ./ώρα είσαι χωρίς βοήθεια και πρέπει να διαχειριστείς τα πάντα μόνος σου. Αλλά πραγματικά το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση είναι το πόσο εύχρηστη και διαχειρίσιμη είναι η Τ.50.
Δεν είμαι σίγουρος ότι θα τη χαρακτήριζα ως “ήρεμη” και “ήσυχη”. Περίμενα ότι θα είχε μια αύρα GT, επειδή είναι πανάλαφρη. Υπέθεσα ότι θα ήταν ντελικάτη, ότι θα κινούνταν σαν μία Alpine A110. Τελικά, όχι και τόσο.
Είναι πιο σφιχτή σε αίσθηση απ’ ό,τι περίμενα και υπάρχει ένταση στον τρόπο που κινείται, ενώ την ίδια στιγμή το βουητό στο δρόμο είναι συνεχές.
Μεταξύ 2.000-3.000 rpm υπάρχουν ομοιότητες με τον μεγαλύτερο V12 της Cosworth της Valkyrie – και οι δύο εκπέμπουν μια ανόθευτη μηχανική χροιά.
Στην περίπτωση της Valkyrie θα έλεγε κανείς ότι είναι υπερβολική, σε βαθμό μάλιστα που να χρειάζεσαι ωτασπίδες.
Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο ήρεμα. Το ηχοσύστημα των 700 W της Arcam καταφέρνει να τον υπερκαλύψει, ενώ κατά τη λειτουργία του καταφέρνει να συνομιλείς με κάποιον στην καμπίνα ή να μιλήσεις στο τηλέφωνο.
Καθώς πλησιάζω σε έναν σταθμό διοδίων, σκέφτομαι ότι τίποτα δε θα εμποδίσει την Τ.50 να καλύψει με άνεση ένα ταξίδι μεγάλων αποστάσεων. Είναι η πρώτη φορά που συνειδητοποιώ ότι κάθομαι στο κέντρο. Είναι τόσο φυσικό, καθώς η συμμετρία καταπραΰνει τον εγκέφαλο…
Τα πάντα, αν δεν είναι φλύαρα, προσφέρουν απτή ικανοποίηση. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Πλησιάζεις σε έναν κυκλικό κόμβο προσπαθώντας να μη χάσεις ταχύτητα στο κατέβασμα και ελέγχεις τις οδηγίες στο CarPlay θαυμάζοντας για άλλη μία φορά την τέλεια ενσωμάτωσή του.
Στη συνέχεια ελέγχεις τους καθρέφτες και παρατηρείς ότι οι οθόνες της κάμερας είναι ακριβώς εκεί που πρέπει να είναι. Εκτιμώντας πόσο απλή είναι η διαδικασία, όταν το τιμόνι είναι απαλλαγμένο από καθετί το περιττό, συνειδητοποιείς πόσο εύκολο είναι να τοποθετήσεις το αυτοκίνητο στον χώρο όταν κάθεσαι στο κέντρο.
Το τιμόνι βαραίνει και πραγματικά το απολαμβάνεις, ακόμα και σε μέτριες ταχύτητες. Καθώς στρίβεις με την Τ.50, αντιλαμβάνεσαι μεμιάς γιατί αποφάσισες να φορέσεις αγωνιστικά παπούτσια για να την οδηγήσεις.
Άλλα αυτοκίνητα ποντάρουν στον κινητήρα, άλλα στο πλαίσιο. Η T.50 αποτελεί μια σπουδή και για τα δύο. Και επειδή σου προσφέρει τόση ικανοποίηση, δεν την αντιμετωπίζεις ως μηχανή, αλλά ως κάτι πιο ανθρώπινο. Θέλεις να κάνεις το καλύτερο γι’ αυτήν, αντί να προσπαθείς να πάρεις το καλύτερο από αυτήν. Και αυτό είναι μια διαδικασία μέσα από την οποία εξελίσσεσαι κι εσύ κι αυτή.
Ανεβαίνουμε και περνάμε από το El Pas de la Casa για μιάμιση μέρα παιχνιδιού στο Coll de Cabús και το Port d’Envalira, στα 2.408 μ., που είναι και το ψηλότερο πέρασμα στα Πυρηναία.
Μια μικρή πληροφορία για εσένα εδώ: Λόγω βαρύτητας, τα πράγματα ζυγίζουν λιγότερο σε μεγάλο υψόμετρο. Εδώ πάνω η T.50 ζυγίζει μόλις 996,966 κιλά. Σωστά, έχω εξοικονομήσει 34 γραμμάρια. Παρακαλώ, Gordon.
Ο κινητήρας δεν επηρεάζεται από την έλλειψη οξυγόνου. Αυτός ο V12 της Cosworth είναι το απόλυτο θαύμα και ο καλύτερος κινητήρας σε αυτοκίνητο δρόμου που έχω συναντήσει ποτέ. Όχι γι’ αυτό που κάνει στις 12.000 rpm –αυτό είναι η λεζάντα στην οποία στέκονται όλοι–, αλλά γι’ αυτό που κάνει σε οποιοδήποτε άλλο εύρος περιστροφής.
Ο θόρυβος ψηλά θυμίζει το ουρλιαχτό των κινητήρων της F1 της δεκαετίας του 1990. Σου έρχονται τόσο πολλές πληροφορίες, που δυσκολεύεσαι να τις επεξεργαστείς. Τα πάντα –ο δρόμος, η κίνηση, η ορατότητα, η επιφάνεια– πρέπει να ευθυγραμμιστούν όταν ανεβάζεις τις στροφές του κινητήρα τόσο ψηλά.
Βρίσκω τις ευκαιρίες να το κάνω αυτό ελάχιστες φορές κάθε μέρα. Και αυτές οι φορές γίνονται καλύτερες όταν τα αστέρια ευθυγραμμίζονται.
Kυνηγώντας το ηλιοβασίλεμα
Κατευθυνόμαστε νότια και δυτικά από την Ανδόρα, κυνηγώντας το ηλιοβασίλεμα κατά μήκος του N-260. Ψάξ’ το. Πολλοί ποδηλάτες λένε ότι πρόκειται για τον καλύτερο δρόμο του κόσμου.
Σε πολλά σημεία του είναι στενός και αυτό είναι κάτι που φοβίζει τα περισσότερα supercars. Όχι όμως εκείνα με πλάτος που δεν ξεπερνάει τα 1.850 χιλιοστά. Όπως η Τ.50.
Για μία φορά ακόμα αυτό που με εντυπωσιάζει στην T.50 είναι το πόσο ευκολοδήγητη είναι, το πόσο σε ικανοποιεί με όσα κάνει. Κυρίως στις ανοιχτές στροφές. Στις φουρκέτες, αντίθετα, το τιμόνι βαραίνει πολύ.
Οι ώμοι και οι τρικέφαλοί μου την “άκουσαν” για τα καλά μετά από μία μέρα. Άσε που άρχισε να με πονάει η πλάτη μου από το κάθισμα. Το προσκέφαλο, που είναι αρκετά κάθετο, αποτελεί ένα στοιχείο ταυτότητας στο εσωτερικό, αλλά εμένα με κούρασε.
Όλα αυτά μπαίνουν στο περιθώριο χρησιμοποιώντας τα πανίσχυρα φρένα της Brembo, που εμπνέουν αυτοπεποίθηση. Όσο πιο πολύ πιέζεις τόσο το καλύτερο. Θέλεις να την οδηγείς με τις κατάλληλες εντολές, ακόμα και χρησιμοποιώντας την τεχνική “μύτη-τακούνι”, που είναι σίγουρα το καλύτερο όταν έχεις να φρενάρεις δυνατά.
Οι αλλαγές ταχυτήτων είναι εξαιρετικά ακριβείς, με μικρές διαδρομές στον επιλογέα και απόλυτα ελεγχόμενες, ενώ πάντοτε πρέπει να πραγματοποιούνται γρήγορα ώστε σε κάθε αλλαγή να μην πέφτουν οι στροφές του κινητήρα.
Η αλλαγή από τρίτη σε τέταρτη είναι σκέτη απόλαυση. Μπορεί να μη γίνεται το ίδιο αβίαστα όπως σε ένα Civic Type R, αλλά σίγουρα με πιο βαριά, συνδεδεμένη και μηχανική αίσθηση. Λίγη προπόνηση χρειάζεται και η όλη διαδικασία θα είναι τέλεια στη συνέχεια.
Όλα αρχίζουν να έρχονται πίσω σ’ εσένα. Δε συγχωρεί τις ανοησίες, δε φουσκώνει το εγώ σου. Απαιτεί ακρίβεια. Αλλά τώρα αποκαλύπτεται η μαγεία της ανάρτησης. Νιώθεις τα πάντα, όλες τις δυνάμεις που ασκούνται και κάθε ανωμαλία του δρόμου.
Αλλά τίποτα δε διαταράσσει την ισορροπία της T.50. Η αυτοκυριαρχία της είναι πλήρης. Δε θα την ήθελα πιο μαλακή, καθώς διαθέτει το τέλειο set-up: συμβατό για οδήγηση στον αυτοκινητόδρομο, αλλά και αρκετά αιχμηρό για χρήση σε πίστα. Ποιος χρειάζεται προσαρμοζόμενα αμορτισέρ; Είναι νύχτα όταν φτάνουμε στην Παμπλόνα.
Οι προβολείς έχουν αποδειχθεί ότι είναι ένα ακόμα ευεργέτημα – δεν υπάρχουν κόλπα με LED matrix, μόνο μία ισχυρή κύρια δέσμη υψηλής ακρίβειας, που ενεργοποιείται από τον αριστερό μοχλό.
Αυτή θα είναι μια ανάμνηση ζωής για εμένα, τόσο στον ύπνο όσο και στον ξύπνιο μου. Για να είμαι δίκαιος, το ταξίδι εδώ είναι θεαματικό, ενώ μένουν 80 χλμ., και σε αυτό το στάδιο έχω συντονιστεί πλήρως με την T.50. Δεν είναι για όλους.
Είναι πιο απαιτητική στην οδήγηση απ’ ό,τι περίμενα, επειδή είναι ακατέργαστη, αγνή και αφιλτράριστη. Αυτή η τελευταία είναι η λέξη στην οποία επανέρχομαι συνεχώς. Γιατί αυτό είναι που κάνει την T.50 να ξεχωρίζει από κάθε άλλο hypercar.
Όλα φιλτράρουν την εμπειρία, στέλνουν σήματα μέσω ηλεκτρικών επεξεργαστών, μειώνοντας τη σύνδεσή σου με τη μηχανή, ενώ αυξάνουν τις δυνατότητές της. Είναι έξυπνα, σου επιτρέπουν να ταξιδεύεις πιο γρήγορα, αλλά αποδυναμώνουν την εμπειρία. Κοίταζα συνέχεια το ταχύμετρο και σοκαριζόμουν που δεν πήγαινα πιο γρήγορα.
Η T.50 είναι το πιο αργό γρήγορο αυτοκίνητο που έχω οδηγήσει ποτέ – και ταυτόχρονα το πιο γρήγορο σε αίσθηση. Η αξιοποίηση των απολύτως απαραίτητων στοιχείων μηχανικής στα καλύτερά της. Δεν έχει να κάνει μόνο με το μειωμένο βάρος, αλλά και με την αφαίρεση όλων εκείνων τω στοιχείων που εμποδίζουν να απολαύσει κανείς την οδήγηση.
Το αποτέλεσμα σε αγγίζει βαθιά, διαισθητικά και ανταμείβει κάθε κέντρο του εγκεφάλου σου όσο σε κανένα άλλο αυτοκίνητο δρόμου από αυτά που έχω οδηγήσει. Λες και τα χέρια σου αποτελούν τη φυσική προέκταση των χειριστηρίων της. Απόλυτη εμβύθιση.
Κι όμως, ξέρω ότι δεν έμαθα τα πάντα. Και αυτός είναι ο λόγος που θα την είχα για την τελευταία μου βόλτα, για να ξέρω ότι υπάρχουν κι άλλα να ανακαλύψω.