Της -
Η αναβάθμιση άμεσα της Ελλάδας στο investment grade, όσο και αν αποτιμάται ευρέως, δεν μπορεί να θεωρηθεί και δεδομένη, σύμφωνα με τη βρετανική τράπεζα, η οποία και εξηγεί το σύνηθες σκεπτικό των οίκων γύρω από τέτοιες κινήσεις. Πάντως, η χώρα έχει όλες τις προϋποθέσεις να πετύχει αυτό το ορόσημο, χάρη στην ισχυρή βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της οικονομίας, όπως τονίζει.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Barclays, η αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα από την Scope Ratings την περασμένη Παρασκευή έφερε εκ νέου την προσοχή στο ενδεχόμενο η Ελλάδα να αποκτήσει το καθεστώς investment grade από τους μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης. Η DBRS θα αξιολογήσει την Ελλάδα στις 8 Σεπτεμβρίου (τρέχουσα αξιολόγηση: BB (high), σταθερές προοπτικές), ακολουθούμενη από τη Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου (Ba3, θετικές προοπτικές), την S&P στις 20 Οκτωβρίου (BB+, θετικές προοπτικές) και τη Fitch την 1η Δεκεμβρίου (BB+, σταθερές προοπτικές).
Κατά την Barclays, οι αξιολογήσεις από την S&P και τη Fitch θα είναι αναμφισβήτητα οι πιο αποφασιστικές για τις αγορές, δεδομένου ότι αυτοί οι οίκοι αξιολογούν επί του παρόντος την Ελλάδα μόλις μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική και τείνουν να λαμβάνονται υπόψη παράλληλα με τη Moody’s (που βαθμολογεί την Ελλάδα τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική) στους βασικούς δείκτες ομολόγων.
Οι επικείμενες αναβαθμίσεις από αυτούς τους οίκους, ωστόσο, δεν είναι ένα τελείως δεδομένο συμπέρασμα: οι θετικές προοπτικές που δίνει η S&P θα ισχύουν τον Οκτώβριο μόλις έξι μήνες -καθώς η σχετική αναβάθμιση από σταθερές σε θετικές προοπτικές έγινε τον Απρίλιο- και οι οίκοι αξιολόγησης συχνά προτιμούν να περιμένουν έναν χρόνο ή περισσότερο μετά την εκχώρηση θετικής προοπτικής, πριν ξεκινήσουν μια αναβάθμιση, ενώ οι προοπτικές που δίνει η Fitch είναι σταθερές.
Ωστόσο, η Barclays πιστεύει ότι η ενίσχυση των οικονομικών θεμελιωδών μεγεθών της Ελλάδας και το φιλικό προς την αγορά αποτέλεσμα στις πρόσφατες εκλογές θέτουν πολύ έντονα στο τραπέζι την πιθανότητα αναβαθμίσεων στις προσεχείς αξιολογήσεις.
Όπως είχε επισημάνει σε προηγούμενη ανάλυσή της, στις 21 Απριλίου, η S&P άλλαξε τις προοπτικές της Ελλάδας σε θετικές, επικαλούμενη το “ισχυρό ιστορικό της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων”, καθώς και την ταχύτερη από την αναμενόμενη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα για μια αναβάθμιση της αξιολόγησης, η S&P επισήμανε στην έκθεσή της ότι “θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις αξιολογήσεις της για την Ελλάδα μέσα στους επόμενους 12 μήνες, εάν διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία κατά την περίοδο πρόβλεψής μας έως το 2026”. Έτσι, κατά τη βρετανική τράπεζα, η S&P είναι πιθανό να δώσει το investment grade στην Ελλάδα είτε τον Οκτώβριο, είτε κατά την πρώτη αξιολόγησή της του 2024.
Εκτός από την S&P, η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας από τις Fitch/DBRS δεν είναι επίσης πολύ μακριά: και οι δύο οίκοι αξιολογούν την Ελλάδα μόλις μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, αν και με σταθερές προοπτικές. Η Barclays έχει εκτιμήσει πως είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν το προβάδισμα της S&P αλλάζοντας τις προοπτικές σε θετικές, ανοίγοντας τον δρόμο για αναβαθμίσεις στην περιοχή του investment grade στους επόμενους 12-24 μήνες, αν και μία άμεση αναβάθμιση χωρίς προηγούμενη αλλαγή στις προοπτικές δεν είναι αδύνατη, κάτι που ωστόσο δεν συνηθίζεται από τους οίκους.
Όσον αφορά τη Moody’s, η επίτευξη μιας αξιολόγησης investment grade πιθανότατα θα διαρκέσει περισσότερο: η Moody’s αξιολογεί αυτήν τη στιγμή την Ελλάδα τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική, αν και με θετική προοπτική (από τον Μάρτιο). Ενώ συνήθως θα χρειαζόταν ένας οίκος αξιολόγησης αρκετά χρόνια για να αυξήσει την αξιολόγηση ενός κράτους κατά τρεις βαθμίδες, μια πιθανότητα θα ήταν για τη Moody’s να εφαρμόσει μια αναβάθμιση πολλαπλών βαθμίδων σε μια μελλοντική αξιολόγηση, επιτρέποντας την ταχύτερη απόκτηση του καθεστώτος investment grade (ως προηγούμενο, τον Μάρτιο του 2019 η Moody’s αναβάθμισε την Ελλάδα κατά δύο βαθμίδες, από Β3 σε Β1). Πάντως, η Moody’s υστερεί σε σχέση με τους άλλους οίκους στις αναβαθμίσεις των χωρών της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ μετά την κρίση χρέους της περιοχής.
Η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας θα είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η Ελλάδα επιλέξιμη σε βασικούς δείκτες ομολόγων, όπως επισήμανε η Barclays. Για τους δείκτες του Bloomberg, η μέση αξιολόγηση των S&P, Fitch και Moody’s πρέπει να είναι investment grade (άρα χρειάζεται αξιολόγηση IG από τουλάχιστον δύο από τους τρεις). Παρομοίως, ο δείκτης FTSE’s Eurozone Government Broad IG απαιτεί τουλάχιστον δύο αξιολογήσεις επενδυτικής βαθμίδας από τις S&P/Fitch/Moody’s.
Αν και αυτό σημαίνει ότι η συμπερίληψη της Ελλάδας στους δείκτες θα μπορούσε να καθυστερήσει, η βρετανική τράπεζα θεωρεί ότι η αγορά μπορεί να τιμολογήσει αυτήν την προοπτική εκ των προτέρων, όπως έγινε και στην περίπτωση της Πορτογαλίας τον Σεπτέμβριο του 2017, όταν η S&P έδωσε το πολυπόθητο investment grade στη χώρα, οδηγώντας σε ράλι τα πορτογαλικά ομόλογα. Τρεις μήνες μετά, τον Δεκέμβριο του 2017, και η Fitch έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Πορτογαλία.