14:05
24/10
«Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης»: Ο Μπιλ Κόντον στον «ιστό» του ΣΙΝΕΜΑ
| |
Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μπιλ Κόντον μιλά αποκλειστικά στο ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr για τη νέα κινηματογραφική διασκευή του θρυλικού μιούζικαλ «Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης».
Από τον Πάνο Γκένα
Γραμμένο το 1976 από τον εκπατρισμένο Αργεντινό λογοτέχνη Μανουέλ Πουίγκ, το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» ενέπνευσε το 1985 το ομώνυμο φιλμ του Έκτορ Μπαμπένκο που θριάμβευσε στις Κάννες κι έδωσε στον αλησμόνητο Γουίλιαμ Χαρτ έναν ρόλο-ζωής. Μαζί και ένα Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου.
Λίγα χρόνια μετά, η ιστορία της αταίριαστης συμβίωσης ενός αντικαθεστωτικού και ενός ποινικού κρατούμενου εν μέσω στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή του 1970, «απέδρασε» στη θεατρική σκηνή με τις ευλογίες του θρυλικού διδύμου Τζον Κάντερ – Φρεντ Εμπ («Καμπαρέ», «Σικάγο») και την επιμέλεια του «βάρδου του αμερικανικού θεάτρου» Τέρενς ΜακΝάλι (συγγραφέα του δημοφιλέστατου «Master Class» για την Μαρία Κάλλας, μεταξύ άλλων). Σε αντιστοιχία με τα κινηματογραφικά βραβεία, τα θεατρικά Τόνι ακολούθησαν δαφνοστεφανώνοντας τη μιούζικαλ εκδοχή με 6 διακρίσεις, τρεις από τις οποίες για το σύνολο του καστ.
Φέτος, σε μία ταραγμένη πολιτικά εποχή κι ενώ τα μιούζικαλ αναβιώνουν κινηματογραφικά με βραβεύσεις και εισπρακτικά ρεκόρ (βλέπε «Wicked»), ο οσκαρούχος Μπιλ Κόντον με περγαμηνές στο είδος (σενάριο του «Σικάγο», σκηνοθεσία σε «Dreamgirls», «Η Πεντάμορφη και το Τέρας») καταθέτει τη δική του ανάγνωση στο «Φιλί», τοποθετεί στο κέντρο του «ιστού» την απαστράπτουσα Τζένιφερ Λόπεζ και πασπαλίζει με τη χολιγουντιανή χρυσόσκονη των κλασικών μιούζικαλ της MGM, το σκοτεινό κελί των Μολίνα (ο πρωτοεμφανιζόμενος Τονάτιου) και Βάλεντιν (Ντιέγκο Λούνα).
Διαβάστε αποκλειστικά στο ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr τη συνέντευξη του διακεκριμένου Μπιλ Κόντον (Όσκαρ Σεναρίου για το «Θεοί και Δαίμονες») και για να «πιαστείτε» στον ιστό της Τζένιφερ Λόπεζ αναζητήστε το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» στις αίθουσες.
Το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» έχει ήδη μία πολύ πλούσια ιστορία. Αρχικά το μυθιστόρημα, που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1985 με τον Γουίλιαμ Χαρτ να κερδίζει Όσκαρ και αργότερα η μιούζικαλ εκδοχή, που σάρωσε στα βραβεία Τόνι. Πώς προέκυψε η ιδέα της νέας διασκευής, ήταν κάτι που το σκεφτόσασταν για χρόνια;
Η σκέψη μου ήρθε πρώτη φορά όταν έγραφα το σενάριο του «Σικάγο». Με εντυπωσίασε ο χαρακτήρας του Μολίνα, που ζει μέσα από τις ταινίες, κάτι που το έκανε προφανή επιλογή για κινηματογραφική διασκευή. Επίσης το είδα ως το τρίτο μέρος μιας τριλογίας στους Κάντερ και Έμπ, μαζί με τα «Καμπαρέ» και «Σικάγο». Οι βασικοί ήρωες αυτών των μιούζικαλ – η Σάλι Μπόουλς, η Ρόξι Χαρτ και ο Μολίνα – προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν δύσκολο, σκληρό κόσμο, δραπετεύοντας στη φαντασία του θεάματος.
Διάβασα για πρώτη φορά το μυθιστόρημα του Μανουέλ Πουίγκ όταν ήμουν 20 και το αγάπησα πολύ. Η πρωτοποριακή διασκευή του Έκτορ Μπαμπένκο ήρθε μια δεκαετία αργότερα και ήταν από τις πρώτες ταινίες που παρουσίαζαν έναν ομοφυλόφιλο άντρα ως κεντρικό χαρακτήρα. Το ξαναδιάβασα πριν από δέκα χρόνια και με εντυπωσίασε το πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν. Ειδικά ως προς την προσέγγιση της σεξουαλικότητας και του φύλου.
Ποια ήταν η αφετηρία της νέας διασκευής;
Συνάντησα τον συνθέτη Τζον Κάντερ που γνώριζα από το «Σικάγο» – ο στιχουργός Φρεντ Εμπ δυστυχώς δεν ζει πια – και τον Τέρενς ΜακΝάλι που είχε είχε γράψει το λιμπρέτο. Τους είπα πως επιθυμία μου είναι να μείνω πιστός στο μυθιστόρημα, το οποίο, στην ουσία είναι μια ιστορία αγάπης. Ο Τέρενς ήταν ανοιχτός στην ιδέα και μάλιστα μοιράστηκε την απογοήτευσή του όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 χρειάστηκε να παρουσιάσουν το ενδιαφέρον του Βαλεντίν για τον Μολίνα ως συναλλακτικό για να προσελκύσουν ευρύτερο κοινό στο Μπρόντγουεϊ.
Το επόμενο βήμα ήταν να βρούμε ποιος είχε τα δικαιώματα του μυθιστορήματος, κάτι που πήρε πολύ χρόνο. Τελικά, πριν από περίπου τρία χρόνια, ο Τομ Κίρνταϊ, ένας σπουδαίος παραγωγός του Μπρόντγουεϊ και σύντροφος του ΜακΝάλι, με κάλεσε και μου είπε ότι ο κινηματογραφικός παραγωγός Μπάρι Τζόζεφσον είχε εντοπίσει τα δικαιώματα.
Γιατί ήταν σημαντικό για ‘σάς να γίνει η ταινία ανεξάρτητα;
Ολόκληρη η ιδέα πίσω από τη νέα εκδοχή ήταν να γίνει χωρίς συμβιβασμούς, κάτι που είναι εφικτό μόνο με μικρότερο προϋπολογισμό.
Πόσο πιστός θέλατε να μείνετε στη θεατρική εκδοχή; Ποιες αλλαγές έπρεπε να γίνουν για να λειτουργήσει κινηματογραφικά;
Στο μυθιστόρημα, ο Μολίνα αφηγείται έξι διαφορετικές ταινίες. Στο μιούζικαλ, οι ιστορίες του επικεντρώνονται περισσότερο στην αγαπημένη του ηθοποιό. Εγώ αποφάσισα να δημιουργήσω μία και μοναδική ταινία για τον Μολίνα, ένα μιούζικαλ που ονομάζεται «Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης». Αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη επινόηση αυτής της εκδοχής: ένα μιούζικαλ της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ που σταδιακά αντικατοπτρίζει όσα συμβαίνουν ανάμεσα στους δύο ήρωες, ώσπου η φυλακή και το μιούζικαλ αρχίζουν να συγχέονται και σχεδόν γίνονται ένα.
Πόσο σας βοήθησε η εμπειρία σας στα κινηματογραφικά μιούζικαλ στη διαδικασία της διασκευής;
Είμαι πολύ κοντά στον Μολίνα, δηλαδή αγαπώ πολύ τα μιούζικαλ της περιόδου 1930 – 1950. Αυτές οι ταινίες μοιάζουν με ζωντανά όνειρα, η ιστορία τους ξετυλίγεται μέσα από χρώμα, κίνηση και μουσική. Φυσικά υπάρχει υπάρχει και υλικό που για κάποιους είναι «ανόητο», αλλά δεν μπορείς να μην εκτιμήσεις τα π.χ. τριάντα λεπτά που είναι αληθινά υπερβατικά. Αυτό προσπάθησα να αποδώσω εδώ.
Πόσα από τα τραγούδια της ταινίας προέρχονται από τη θεατρική εκδοχή και γιατί επιλέξατε τα συγκεκριμένα;
Το ενδιαφέρον είναι πως το «Φιλί» είναι ένα από τα καλύτερα έργα του Τζον Κάντερ, είναι σχεδόν σαν όπερα. Ήταν πολύ επώδυνο λοιπόν, όταν συνειδητοποιήσαμε πως πολλά δεν χωρούσαν στην πιο ρεαλιστική προσέγγιση των σκηνών της φυλακής. Χρησιμοποιήσαμε περίπου το 60% της παρτιτούρας του Μπρόντγουεϊ, εμπλουτισμένο με τραγούδια που είχαν γραφτεί τότε αλλά δεν είχαν παρουσιαστεί ποτέ.
Η Τζένιφερ Λόπεζ συμμετείχε από νωρίς στην παραγωγή. Ήταν η ηθοποιός που είχατε εξαρχής στο μυαλό σας για τον ρόλο;
Απολύτως. Ο ρόλος απαιτούσε μια πολύ δυνατή ηθοποιό που να είναι ταυτόχρονα και σπουδαία ερμηνεύτρια μιούζικαλ. Έπρεπε, επίσης, να ενσαρκώσει το ύφος μιας άλλης εποχής, να φέρνει στο νου τη Ρίτα Χέιγουορθ και τη Σιντ Τσαρίς. Εδώ πρέπει να κάνουμε μία παραδοχή, δεν υπάρχουν πια πολλές αληθινές «ντίβες» σήμερα. Ήξερα πως η Τζένιφερ ήθελε να κάνει ένα παραδοσιακό μιούζικαλ και όλοι γνωρίζουμε πόσο εκπληκτική χορεύτρια είναι – αλλά και τη φωνή! Πρόκειται για ένα πραγματικά δυνατό, αυθεντικό όργανο, και θα εκπλήξει όσους τη γνωρίζουν μόνο από την ποπ καριέρα της.
Και ο Ντιέγκο Λούνα; Πώς προέκυψε για τον ρόλο του Βαλεντίν;
Όπως και με τη Τζένιφερ, ο Ντιέγκο ήταν η πρώτη και μοναδική μας επιλογή. Θέλαμε έναν ηθοποιό που θα αφοσιωνόταν ολοκληρωτικά στην ιστορία αγάπης της ταινίας, κάποιον με ανοιχτή ψυχή. Στο σετ ήταν ευρηματικός και με χιούμορ, για έναν ρόλο που αλλιώς θα μπορούσε να βγει σκληρός. Είναι εξαιρετικός ηθοποιός, από τους καλύτερους με τους οποίους έχω δουλέψει, και έχει κάνει τόσο θέατρο, όσο και κινηματογράφο. Αυτά τα δυο πρόσθεσαν ειδικό βάρος σε αυτή την κατ’ ουσίαν «διπλή» ιστορία.
Κι ερχόμαστε στον πρωτοεμφανιζόμενο Τονάτιου, που υποδύεται τον κομβικό ρόλο του Μολίνα.
Ένα από τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας μας με την Artists Equity ήταν ότι δεν ασκήθηκε πίεση για να επιλέξουμε κάποιον ηθοποιό λόγω φήμης. Όταν είπα στον Μπεν Άφλεκ (σ.τ.σ. παραγωγός της ταινίας) ότι θέλαμε να κάνουμε μία ευρεία αναζήτηση για το κάστινγκ του συγκεκριμένου ρόλου, το υποστήριξε πλήρως. Κάναμε οντισιόν σε Αμερική, Ευρώπη, Νότια Αμερική και Μεξικό, εκατοντάδες ηθοποιούς. Ο Τονάτιου έστειλε μια βιντεοκασέτα από το Λος Άντζελες και ήταν εντυπωσιακός. Δουλέψαμε μαζί στη Νέα Υόρκη, πέρασε δοκιμαστικά χορού/μουσικής και όταν βρέθηκε με τον Ντιέγκο σε πρόβα, ήταν προφανές πως ήταν η ιδανική επιλογή. Βούτηξε στα βαθιά, πρόβες χορού με τη Τζένιφερ Λόπεζ, δραματουργική δουλειά με τον Ντιέγκο, και τα αντιμετώπισε όλα με χαρά και αυτοπεποίθηση.
Ποια ήταν η οπτική προσέγγιση στα μουσικοχορευτικά νούμερα;
Όταν ο Φρεντ Αστέρ ήρθε στο Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’30, επέμεινε να κινηματογραφούνται οι σκηνές του σε ευρύ πλάνο, με ελάχιστα κοψίματα, ώστε το κοινό να καταλαβαίνει πως κάθε του κίνηση ήταν αληθινή. Εμείς ακολουθήσαμε αυτή την «προσέγγιση Αστέρ». Σε ένα σημείο η Τζένιφερ χορεύει με πέντε παρτενέρ χωρίς ούτε ένα cut! Η μόνη εξαίρεση ήταν το «Where You Are», ένα νούμερο που υπάρχει μόνο στη φαντασία του Μολίνα. Αυτή η σκηνή έχει επιρροές από τον σύγχρονο κινηματογραφικό ρυθμό του Μπομπ Φος στο «Καμπαρέ», όπου το μοντάζ είναι μέρος της χορογραφίας.
Όσο για το σχεδιασμό, τα πάντα είχαν ως βασικό κέντρο το χρώμα, όπως δηλαδή στα μιούζικαλ των Μινέλι, Μαμούλιαν ή Κιούκορ, όπου η εσωτερική ζωή των χαρακτήρων εκφράζεται μέσα από τις χρωματικές αντιθέσεις.
Πόσες πρόβες χρειάστηκαν για να στηθούν οι χορογραφίες και να τις μάθουν οι ηθοποιοί;
Δουλέψαμε εντατικά τέσσερις με πέντε μήνες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Στα μιούζικαλ, η χορογραφία είναι στην πραγματικότητα το τελευταίο στάδιο της συγγραφής, γιατί η ιστορία οφείλει να συνεχίζεται μέσα από το τραγούδι. Μαζί με τους χορογράφους Σέρχιο Τρουχίγιο και Μπράντον Μπίμπερ περάσαμε εβδομάδες εξερευνώντας ιδέες καθώς αναλύαμε τα μιούζικαλ της εποχής. Ο Σέρχιο έχει άλλωστε βαθιά σύνδεση με το υλικό, συμμετείχε στην αρχική παραγωγή και είχε χορέψει δίπλα στη Τσίτα Ριβέρα. Ήταν ήδη όλο μέσα του.
Μιλήστε μου λίγο για τις ηχογραφήσεις των τραγουδιών. Πόσο βοήθησαν στην προετοιμασία της ερμηνείας τους στο γύρισμα;
Το κάναμε με τον παραδοσιακό τρόπο της MGM, οι ηθοποιοί τραγουδούσαν επί τόπου πάνω στα προηχογραφημένα τους κομμάτια. Οι ηχογραφήσεις έγιναν τις δύο τελευταίες εβδομάδες πριν από τα γυρίσματα, με τον Τζον Κάντερ παρόντα σε κάθε συνεδρία. Μπορούσε να μας μεταφέρει έτσι τις προθέσεις του, είχε δει περισσότερες παραγωγές του έργου από οποιονδήποτε άλλον. Ήταν καπως σαν γιορτή, ιδίως για τον Τζον και την Τζένιφερ.
Και πως νιώσατε βλέποντάς τα να ζωντανεύουν μπροστά από την κάμερα;
Η ταινία γυρίστηκε σε δύο φάσεις. Τον πρώτο μήνα γυρίσαμε τα μουσικά νούμερα σε στούντιο στο Νιου Τζέρσι. Συνήθως, σε ένα μιούζικαλ, γυρίζεις ένα ή δύο νούμερα την εβδομάδα και ενδιάμεσα τις δραματικές σκηνές. Εδώ τα κάναμε όλα συνεχόμενα, τρία ή και τέσσερα την εβδομάδα! Αυτό ήταν εφικτό μόνο χάρη στη Τζένιφερ Λόπεζ. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος άνθρωπος που θα μπορούσε να το πετύχει. Συνδυασμός απίστευτου ταλέντου, εμπειρίας ζωής και μιας εργατικότητας που μας άφησε όλους άφωνους. Είναι κάτι που θα θυμάμαι για πάντα.
Πώς συγκρίνεται αυτή η εμπειρία με τα γυρίσματα των ρεαλιστικών σκηνών στη φυλακή;
Αφού τελειώσαμε με τα μουσικά μέρη, μεταφερθήκαμε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης για τις σκηνές της φυλακής. Ξεκινήσαμε με πρόβες, σαν να ετοιμάζαμε θεατρική παράσταση, και ύστερα τις γυρίσαμε με χρονολογική σειρά. Εκεί άνθισε πραγματικά η σχέση του Ντιέγκο και του Τονάτιου – όχι μόνο μέσα από τους ρόλους τους, αλλά και από τη φυσική ένταση του έργου. Αυτή η αίσθηση εξάντλησης και συντροφικότητας έδωσε στις σκηνές μια αληθινή ένταση, κάτι που για μένα συνοψίζει τον αγώνα και την ικανοποίηση του ανεξάρτητου κινηματογράφου.
Αφού μιλάμε για ανεξάρτητο κινηματογράφο, πόσο σημαντικό ήταν που η ταινία πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο Σάντανς;
Η πρώτη μου επίσκεψη στο Σάντανς ήταν με το «Θεοί και Δαίμονες» το 1998 και το παρασκήνιο του «Φιλιού της Γυναίκας Αράχνης» έχει απίστευτες ομοιότητες. Ένα σενάριο γραμμένο χωρίς παρεμβάσεις στούντιο, ηθοποιοί παθιασμένοι με ένα όραμα και μια εταιρεία παραγωγής – η Artists Equity – που, όπως η United Artists τη δεκαετία του ’30, δημιουργήθηκε για να στηρίζει αυτό το δημιουργικό όραμα. Είμαστε όλοι απίστευτα ευγνώμονες που παρουσιάσαμε την ταινία σε ένα μέρος που επί σχεδόν πενήντα χρόνια γιορτάζει τη μοναδικότητα. Χωρίς το Σάντανς, δεν θα υπήρχαν ούτε το «Θεοί και Δαίμονες», ούτε το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης».
Το timing της ταινίας πάντως φαίνεται κάπως ταιριαστό, δεδομένου ότι το κινηματογραφικό μιούζικαλ γνωρίζει ξανά άνθηση.
Νομίζω ότι τα μιούζικαλ «ανασταίνονται» από τότε που πρωτοκηρύχθηκαν νεκρά το 1931. Έχουν αναστηθεί πιο πολλές φορές κι από τον Δράκουλα! Ένας από τους λόγους που το είδος θα επιστρέφει πάντα είναι ότι, όπως τα θρίλερ ή ο τρόμος, ενισχύεται από τη συλλογική εμπειρία του κοινού. Τα τελευταία χρόνια ψάχνουμε λόγους να επιστρέψουμε στις αίθουσες και τα μιούζικαλ – όταν το πετυχαίνουν – προσφέρουν αυτή την επιπλέον δόση χαράς.
Με δεδομένα το πλούσιο ιστορικό σας με ανεξάρτητες ταινίες, οσκαρικά μιούζικαλ και μεγάλες παραγωγές, τι θεωρείτε πως καταφέρατε καλλιτεχνικά με το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης»;
Όταν έκανα την έρευνά μου για τον Κίνσεϊ (σ.τ.σ. ο Κόντον είναι ο σκηνοθέτης της ταινίας «Kinsey: Ας Μιλήσουμε για το σεξ» με τον Λίαμ Νίσον), είχα εντυπωσιαστεί από το γεγονός πως ο κόσμος δεν είχε αποδεχθεί ακόμα ή πληρως το ότι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι τόσο μοναδική όσο και το αποτύπωμα του καθενός. Υπάρχουν τόσες σεξουαλικότητες όσοι και άνθρωποι.
Η κοινή, σκληρή εμπειρία της φυλακής, που στην ταινία μας επιτρέπει στους δύο ήρωες να απογυμνώσουν όλα τα κοινωνικά φίλτρα – τάξη, ιδεολογία, σεξουαλικότητα, φύλο – και να δουν ο ένας τον άλλον ως καθαρά ανθρώπινα όντα, είναι μία επαναστατική ιδέα και είμαι περήφανος που ο κόσμος ανταποκρίνεται σε αυτήν.
INFO
Το «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες από την Tanweer.

