ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 23.48
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο “ΒΒΒ”, μια βαθμίδα πάνω από το investment grade, με τις προοπτικές να παραμένουν σταθερές.
Σύμφωνα με τον οίκο, από το 2023, η Ελλάδα έχει εμφανίσει ιδιαίτερα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέσου ύψους 3,4% του ΑΕΠ. Η S&P προβλέπει ότι θα εμφανίσει δεύτερη χρονιά με πλεόνασμα προϋπολογισμού φέτος, όντας από τις λίγες ανεπτυγμένες χώρες που μειώνουν το χρέος για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.
Παρά τις αυξημένες εξωγενείς ανισορροπίες, η συμμετοχή στην ευρωζώνη και η ευθυγράμμιση με τις δημοσιονομικές συνθήκες προσφέρουν προστασία έναντι του ρίσκου ενός σοκ στο ισοζύγιο πληρωμών.
Οι οικονομικές προοπτικές παραμένουν ισχυρές και ενισχύονται από επενδυτικά projects και ισχυρή ζήτηση στον τουριστικό κλάδο.
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης το σταθερό outlook εξισορροπεί τις σταθερές οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας με τα υψηλά επίπεδα εξωτερικού και δημόσιου χρέους και τονίζει πως θα μπορούσε να υποβαθμίσει την αξιολόγηση εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας παρουσίαζαν σημαντική επιδείνωση.
Αντιθέτως, θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις εάν οι εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας παρουσίαζαν ουσιαστική και βιώσιμη βελτίωση. Για παράδειγμα, αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν παρατηρείτο μείωση της εξάρτησης της οικονομίας από τις εισαγωγές. Επίσης, εάν ο οίκος παρατηρούσε σημαντική μείωση του εξωτερικού χρέους της χώρας, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι δημόσιο.
Οι δημοσιονομικοί δείκτες της Ελλάδας για το 2025 υποδηλώνουν ακόμη ένα έτος πολύ καλών δημοσιονομικών επιδόσεων. Η αύξηση των τρεχουσών δαπανών έχει περιοριστεί, ενώ η αύξηση των εσόδων είναι δυναμική, υποστηριζόμενη από τις προσπάθειες συμμόρφωσης, τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας και τις ροές επιχορηγήσεων που συνδέονται με τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Συνολικά, η κυβέρνηση φαίνεται να είναι σε καλό δρόμο για να ξεπεράσει και πάλι τους δημοσιονομικούς της στόχους για το 2025 και ο οίκος προβλέπει ότι, παρά την πιθανή περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα θα παραμείνουν ευνοϊκά τα επόμενα χρόνια. Εκτιμά ότι η Ελλάδα θα παρουσιάσει πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ φέτος και στη συνέχεια θα περάσει σε ήπιο έλλειμμα, κατά μέσο όρο 0,6% του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 2026-2028.
Παρόλο που το κλίμα αβεβαιότητας ενισχύεται παγκοσμίως, οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας παραμένουν σταθερές. Η βιομηχανική παραγωγή παρέμεινε στάσιμη κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2025, αποτυπώνοντας την ασθενέστερη ανάπτυξη σε βασικούς Ευρωπαίους εμπορικούς εταίρους και τη μείωση των εξαγωγών. Ωστόσο, τα έσοδα από τον τουρισμό για το έτος έως τον Ιούλιο αυξήθηκαν κατά 12,5% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2024.
Η εγχώρια πιστωτική επέκταση επίσης σημείωσε άνοδο, ιδίως όσον αφορά τη δανειοδότηση προς επιχειρήσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τις θετικές επιπτώσεις στα εισοδήματα από την αύξηση των τιμών των κατοικιών (καθώς και των εγχώριων μετοχών), στήριξε την ανάκαμψη των λιανικών πωλήσεων και της κατανάλωσης. H S&P “βλέπει” ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 2,1% φέτος, καθώς η μεγαλύτερη βεβαιότητα σχετικά με τη συμφωνία εμπορίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αναμένεται να τονώσει τη μεταποιητική δραστηριότητα αργότερα μέσα στο έτος. Η σταθερή και συνεχής μείωση της ανεργίας, σε συνδυασμό με την αύξηση των πραγματικών μισθών, θα στηρίξει επίσης την ιδιωτική κατανάλωση.
Το πρόγραμμα NextGenerationEU (NGEU) εισέρχεται στην τελική του φάση, αλλά δεν φαίνεται πιθανή μια ξαφνική κατάρρευση των επενδύσεων. Οι προθεσμίες υποβολής για τα έργα που σχετίζονται με το NGEU και χρηματοδοτούνται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν οριστεί για το δεύτερο εξάμηνο του 2026. Ωστόσο, υπάρχουν περισσότερες σταδιακές προθεσμίες για τη δαπάνη των κονδυλίων, ιδίως για τα έργα που χρηματοδοτούνται από δάνεια. Αυτό θα πρέπει να υποστηρίξει μια πιο σταδιακή αποδέσμευση κεφαλαίων από το NGEU, ενώ ο νέος μακροπρόθεσμος προϋπολογισμός της ΕΕ για την περίοδο 2028-2034 είναι πιθανό να παρέχει σημαντική νέα στήριξη στους μελλοντικούς επενδυτικούς στόχους της Ελλάδας. Τέλος, δεδομένου ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να διαθέσει περαιτέρω έκτακτα έσοδα σε επενδυτικά έργα, ο οίκος εκτιμά ότι η εγχώρια χρηματοδότηση των επενδύσεων θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια.
Η ελληνική οικονομία είναι πιο ευάλωτη σε εξωγενή σοκ από τις ομόλογές της στην ΕΕ. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας επιδεινώθηκε σημαντικά το 2020 και παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων από τον τουρισμό το 2025, σε συνδυασμό με τη μείωση των πληρωμών τόκων και των τιμών του πετρελαίου, οδήγησε σε μια μικρή μείωση του ισοζυγίου. Επιπλέον, οι καθαρές εξαγωγές συνέβαλαν θετικά στην αύξηση του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2025, ενισχυμένες από τη σταθερή αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών το δεύτερο τρίμηνο. Αν και οι εισαγωγικές ανάγκες είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλές φέτος και το επόμενο έτος, καθώς τα έργα του NGEU θα επιταχυνθούν, η S&P προβλέπει ότι η Ελλάδα θα μειώσει σταδιακά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της.
Ανάπτυξη 2,2% για το 2025-26
Ο οίκος προβλέπει ότι η μέση ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα διαμορφωθεί στο 2,2% κατά την περίοδο 2025-2026, λαμβάνοντας ώθηση από τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ στη συνέχεια η οικονομική επέκταση θα αρχίσει να επιβραδύνεται.
Όπως τονίζει, σημαντικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις έχουν καταστήσει την οικονομική τροχιά πιο βιώσιμη, αλλά εμπόδια σε τομείς όπως η δικαιοσύνη συνεχίζουν να αποτελούν πρόκληση. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι οι δημογραφικές προκλήσεις επηρεάζουν αρνητικά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
“Οι συνεχώς μεταβαλλόμενοι δασμοί των ΗΠΑ, η ασθενής ζήτηση από τη Γαλλία και τη Γερμανία και οι πιέσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού επηρεάζουν αρνητικά τη βιομηχανική δραστηριότητα φέτος” αναφέρεται, με τον οίκο να σημειώνει ότι οι ασθενέστερες επιδόσεις του ελληνικού μεταποιητικού τομέα αποδίδονται στην αβεβαιότητα, ιδίως σε ό,τι αφορά τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ.
“Από αυτή την άποψη, η εμπορική συμφωνία που συμφωνήθηκε μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ είναι επομένως σημαντική για τη μείωση της αβεβαιότητας, παρ’όλο που συνεπάγεται υψηλότερο μέσο δασμολογικό συντελεστή από ό,τι πριν τη συμφωνία. Πιστεύουμε ότι η συμφωνία θα πρέπει να οδηγήσει σε ανάκαμψη της μεταποιητικής δραστηριότητας αργότερα το 2025” αναφέρει ακόμα.
Την ίδια ώρα, προσθέτει, τα έσοδα από τον τουρισμό συνέχισαν να αποδίδουν πολύ καλά, σημειώνοντας αύξηση 12,5% σε ονομαστικούς όρους κατά το πρώτο επτάμηνο.
Ακόμα, όπως τονίζεται στην έκθεση, οι τάσεις της αγοράς εργασίας ήταν θετικές. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για την ανεργία, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μειώθηκε στο 8,1% τον Αύγουστο του 2025, φθάνοντας κάτω από το μισό των επιπέδων που σημειώθηκαν το 2019. “Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα έχει ανέβει στην κατάταξη των μελών της Ευρωζώνης” παρατηρεί ο οίκος.
Επιπλέον, τα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας έχουν επίσης αυξηθεί, μετά την αυξημένη συμμετοχή γυναικών και ηλικιωμένων, ενώ όπως σημειώνει η S&P, οι μεταρρυθμίσεις σε σχέση με την απασχόληση των συνταξιούχων είχαν αξιοσημείωτο αντίκτυπο. “Σε συνδυασμό με την αύξηση των πραγματικών μισθών, αναμένουμε ότι οι τάσεις της αγοράς εργασίας θα υποστηρίξουν την περαιτέρω ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών και τη συνολική οικονομική επέκταση τα επόμενα χρόνια” τονίζει.
Τα επενδυτικά έργα που συνδέονται με το πρόγραμμα RRF (Ταμείο Ανάκαμψης) θα ενισχύσουν επίσης την οικονομική δραστηριότητα κατά την περίοδο 2025-2026, τονίζει ο οίκος. “Προβλέπουμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι κατά μέσο όρο 2,2% κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υποστηριζόμενη από την αύξηση των επενδύσεων καθώς πλησιάζουν οι προθεσμίες υλοποίησης του RRF. Παρ’όλο που οι δικαιούχοι πρέπει να δαπανήσουν τα κονδύλια του RRF έως το 2026, τα έργα που πρόκειται να χρηματοδοτηθούν μέσω δανείων, με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, έχουν προθεσμία έως το 2028 για να υλοποιηθούν. Αυτό, σε συνδυασμό με την προσδοκία μας ότι η Ελλάδα θα δίνει ολοένα και μεγαλύτερη προτεραιότητα στις εγχώρια χρηματοδοτούμενες δημόσιες επενδύσεις, μετριάζει τις ανησυχίες μας για μία ξαφνική και απότομη πτώση της επενδυτικής δραστηριότητας” σημειώνει.
Την ίδια ώρα, ο οίκος κάνει λόγο για διαρθρωτικά εμπόδια. “Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν θεσπίσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν μεταμορφώσει την οικονομική και δημοσιονομική δυναμική της χώρας, θέτοντας τις σε μια ουσιαστικά πιο βιώσιμη βάση. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια για την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της” αναφέρει, κάνοντας ειδική μνεία στον τομέα της Δικαιοσύνης, όπου οι μεταρρυθμίσεις φαίνεται να έχουν σχετικά περιορισμένο αντίκτυπο μέχρι στιγμής. “Επιπλέον, η διαδικασία κτηματογράφησης δεν έχει ολοκληρωθεί και σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει χαμηλή βαθμολογία σε ό,τι αφορά την αντίληψη της διαφθοράς” αναφέρει ακόμα.
Οι εξωτερικές ανισορροπίες επιβαρύνουν το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας
Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να διατηρήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία o οίκος αναμένει να κυμανθούν κατά μέσο όρο στο 2,9% κατά την περίοδο 2026-2028.
Ο καθαρός δανεισμός ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει υψηλός και εκτιμάται ότι θα κλείσει το 2025 στο 131%, αν και οι κίνδυνοι του χρέους μετριάζονται από την πολύ μακρά σταθμισμένη μέση διάρκεια και την εκτεταμένη αντιστάθμιση επιτοκίου.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι επί του παρόντος υψηλό λόγω των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και “βαρύ” σε εισαγωγές, αν και αυτό αναμένεται να μειωθεί από το 2027.
Το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε σύντομα να αρχίσει να μειώνεται. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο σχετικά χαμηλών ελλειμμάτων στην Ελλάδα μετά την κρίση χρέους (2015-2019), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2020 και παρέμεινε υψηλό έκτοτε, με μέσο όρο 7,6% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2020-2024. Αυτό αντανακλά εν μέρει την ανάκαμψη της δραστηριότητας και του κλίματος, αλλά θα μπορούσε επίσης να οφείλεται στην υπερβολική εξάρτηση από εισαγόμενα αγαθά, συμπεριλαμβανομένων των υδρογονανθράκων. Ωστόσο, τα μηνιαία στοιχεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για το τρέχον έτος δείχνουν πρώιμα σημάδια ότι η εξωτερική ανισορροπία της χώρας ενδέχεται να αρχίσει να μειώνεται, ιδίως από το δεύτερο τρίμηνο, κατά το οποίο σημειώθηκε πολύ ισχυρή απόδοση στον τομέα του τουρισμού, μείωση των πληρωμών τόκων και μείωση των εισαγωγών πετρελαίου. Αυτό αντισταθμίζεται εν μέρει από το γεγονός ότι οι εισαγωγές εκτός πετρελαίου συνέχισαν να παρουσιάζουν σταθερή αύξηση, πιθανώς λόγω των επενδυτικών έργων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Επόμενες αξιολογήσεις
Επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση είναι από τη Fitch στις 14 Νοεμβρίου, που, όπως και η Moody’s, διατηρεί τη χώρα στο ΒΒΒ- με θετική προοπτική. Με μια βαθμίδα πάνω από το investment grade αξιολογούν το ελληνικό αξιόχρεο τόσο η DBRS όσο και η Scope.