Αποκλειστική συνέντευξη: Η Popaganda συνάντησε τον ακούραστο ιταλό σκηνοθέτη στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Λονδίνου.
17.10.2025
(L to R) Andrew Garfield as Hank and Julia Roberts as Alma in AFTER THE HUNT, from Amazon MGM Studios.
Photo Credit: Courtesy of Amazon MGM Studios
© 2025 Amazon Content Services LLC. All Rights Reserved.
Ένα εντυπωσιακό νέο κεφάλαιο στην πορεία του Λούκα Γκουαντανίνο σηματοδοτεί η νέα του ταινία, Μετά το Κυνήγι, ως μια στροφή από τα αισθησιακά τοπία και τους καταδικασμένους έρωτες προς τους ηλεκτρισμένους διαδρόμους της ακαδημαϊκής ελίτ των Ivy League πανεπιστημίων. Όπως και στο Call Me by Your Name, το Suspiria και το Challengers, έτσι κι εδώ ο ιταλός δημιουργός έλκεται από μια ιστορία πάθους, εξουσίας και ηθικής ασάφειας.
Η ταινία είναι ένα ψυχολογικό δράμα που διαδραματίζεται στο Γέιλ το 2019 και παρακολουθεί την Άλμα Όλσον (Τζούλια Ρόμπερτς), μια διακεκριμένη καθηγήτρια φιλοσοφία, της οποίας η ήρεμη ζωή αρχίζει να διαλύεται όταν ο συνάδελφος και στενός της φίλος, Χανκ Γκίμπσον (Άντριου Γκάρφιλντ), κατηγορείται για σεξουαλική επίθεση από τη μεταπτυχιακή της φοιτήτρια και προστατευόμενη, Μάγκι Ρέσνικ (Άγιο Εντέμπιρι). Η ταινία ξεδιπλώνεται καθώς η Άλμα αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες (τόσο θεσμικές όσο και προσωπικές) της κατηγορίας. Καθώς τα ερωτήματα γύρω από την αλήθεια, την πίστη και τη συνενοχή πυκνώνουν, η αφήγηση εξετάζει πώς τα ιδανικά της αρετής και της δικαιοσύνης συγκρούονται με την ιδιοτέλεια, την εξουσία και την επιβίωση. Με φόντο το πανεπιστημιακό περιβάλλον, όπου η διανόηση συναντά τον ανταγωνισμό, το Μετά το Κυνήγι ερευνά τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στη μέντορα και τον μαθητή, ανάμεσα στην ηθική και την εικόνα, μέσα σε μια εποχή μετά το #MeToo.
Η Julia Roberts στο Μετά το Κυνήγι .
Photo: Yannis Drakoulidis © 2025 Amazon Content Services LLC. All Rights Reserved.
Μιλώντας στην Popaganda, στο BFI London Film Festival, λίγο πριν από την κυκλοφορία της ταινίας, ο Γκουαντανίνο ανέλυσε το πνευματικό και ηθικό τοπίο της ταινίας.
Η ταινία αφήνει πολλά ερωτήματα στον θεατή. Εσάς σας άφησε; Μπορεί ένας σκηνοθέτης να ολοκληρώσει μια ταινία και παρόλα αυτά να έχει ερωτήματα για την ίδια την ταινία του;
Μαθαίνω για τη δουλειά μου μέσα από αυτή. Ίσως θα έρθει κάποιος και θα μου πει «ξέρεις, αυτή η ταινία μ’ έκανε να σκεφτώ αυτό ή εκείνο», κάτι που εγώ μπορεί να μην είχα καν συνειδητοποιήσει. Και τότε καταλαβαίνω ότι η δική τους οπτική πάνω στην ταινία έπρεπε να υπάρξει, ότι αποκάλυψε κάτι που ίσως εγώ είχα ασυνείδητα μέσα μου. Οπότε, η σύντομη απάντηση είναι ναι, αλλά πάντα μέσα από το βλέμμα του άλλου.
Η ταινία είναι πολύ υποκειμενική και γεμάτη νοήματα. Υπήρχαν όλα γραμμένα στο σενάριο ή δουλέψατε και διαφορετικά με τους ηθοποιούς;
Το σενάριο, από κάθε άποψη, ήταν εξαιρετικό. Παρόλα αυτά, πιστεύω πως όταν κάνεις μια ταινία, στην πραγματικότητα τη γράφεις τρεις φορές. Υπάρχει η φάση του σεναρίου. Μετά η είναι φάση των γυρισμάτων, που γίνεται μια δεύτερη γραφή, κυρίως μέσα από τη συνεργασία με τους ηθοποιούς αλλά και με όλους όσους συμβάλλουν στη δημιουργία της ταινίας. Και τέλος, υπάρχει μια τρίτη «γραφή» της ταινίας, που γίνεται στη φάση του μοντάζ, όταν είσαι μόνος με τον μοντέρ σου κι έχεις πλέον όλα τα στοιχεία για να δημιουργήσεις τη γλώσσα και το ύφος. Αυτές οι τρεις φάσεις είναι αδιαχώριστες μέσα στη διαδικασία του κινηματογράφου. Δεν πιστεύω ότι μια ταινία «τελειώνει» ή «ζει» μόνο πάνω στις σελίδες του σεναρίου.
Οπότε κάνατε πρόβες.
Ναι, κάναμε πολλές πρόβες. Πήγαμε στο Σαν Φρανσίσκο και περάσαμε σχεδόν δύο εβδομάδες εκεί, δουλεύοντας με τους περισσότερους από τους ηθοποιούς στους ρόλους τους, μαζί με τη Νόρα Γκάρετ, τη σεναριογράφο, και τον Άλαν Μάντελμπαουμ, τον σπουδαίο παραγωγό αυτής της ταινίας. Κάναμε και δοκιμαστικές προβολές για να δούμε πώς αντιλαμβανόμασταν την ταινία, τι χρειαζόταν να διορθώσουμε σε σχέση με τον φωτισμό, τα κοστούμια, ακόμα και τα μαλλιά. Όλη αυτή η διαδικασία ήταν ένα είδος μάθησης. Όταν τελειώσαμε αυτή τη φάση, ήρθα εδώ [σ.σ. στο Λονδίνο] και ξεκίνησα να προετοιμάζω την ταινία. Και δύο μήνες μετά, όταν ήρθαν όλοι, ήταν ήδη έτοιμοι. Αυθόρμητοι, αλλά με απόλυτη ετοιμότητα.
Ayo Edebiri και Julia Roberts στο Μετά το Κυνήγι.
Photo: Yannis Drakoulidis © 2025 Amazon Content Services LLC. All Rights Reserved.
Οι χαρακτήρες είναι, κατά κάποιον τρόπο, «κακοί» στα μάτια ο ένας του άλλου. Τι είδους καθοδήγηση τους δώσατε ώστε να αποδώσουν αυτήν την οπτική; Γιατί τίποτα δεν είναι αντικειμενικό.
Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό κάθε χαρακτήρας να αγαπά τον εαυτό του και ότι οι ηθοποιοί δεν πρέπει να κρίνουν τους ρόλους που υποδύονται. Πρέπει να τους υποστηρίζουν απόλυτα, να τους αγαπούν. Και τότε είναι που προκύπτει η σύγκρουση, τότε ξεκινά ο χορός ανάμεσα στη μάσκα και στην εσωτερική αλήθεια, που τελικά εκρήγνυται.
Υπήρξε κάποια σκηνή που ήταν ιδιαίτερα έντονη στα γυρίσματα;
Όχι, η διαδικασία των γυρισμάτων ήταν πραγματικά χαρούμενη. Ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι που βρισκόμασταν μαζί. Μάλιστα τελειώσαμε την ταινία δύο μέρες νωρίτερα από το προγραμματισμένο, γιατί όλοι ήταν πολύ προετοιμασμένοι και όλα λειτούργησαν άψογα. Υπήρξε μια μέρα που κόπηκε το ρεύμα στο στούντιο όπου γυρίζαμε και δεν μπορέσαμε να δουλέψουμε για περίπου οκτώ ώρες, κι αυτό ήταν το πιο περίπλοκο σημείο. Αλλά ακόμα κι εκείνη τη μέρα είχαμε χρόνο να μιλήσουμε, να γελάσουμε και να ξαναγίνουμε φίλοι. Πραγματικά.