Η πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του 75χρονου Γιώργου Καριώτη στη Ρόδο τον Ιούνιο του 2022 επανέρχεται στο προσκήνιο με δραματικές εξελίξεις. Ενώ ο γιος του θύματος, Ευάγγελος Κουλιανός, έχει ήδη καταδικαστεί σε ισόβια, οι αρχές προχώρησαν την Παρασκευή στη σύλληψη του 41χρονου ανιψιού του, που θεωρείται συνεργός του, ενώ ένορκη κατάθεση μιας 47χρονης γυναίκας είχε θέσει υπό αμφισβήτηση τα δεδομένα της υπόθεσης. Η «Δημοκρατική» αποκαλύπτει όσα κατέθεσε στους αστυνομικούς ο 41χρονος για τη σχέση του με τον Κουλιανό και όσα εκτυλίχθηκαν το βράδυ της δολοφονίας του Καριώτη.
Η σύλληψη του 41χρονου ήρθε ύστερα από εκτεταμένη αστυνομική έρευνα που διενεργήθηκε από την Υποδιεύθυνση Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Ρόδου, η οποία αξιοποίησε επιστημονικά δεδομένα και μαρτυρίες για τη συγκρότηση δικογραφίας. Εντοπίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 5ης Ιουνίου 2025, προσήχθη και συνελήφθη με ένταλμα.
Υπενθυμίζεται ότι για την ίδια υπόθεση είχε συλληφθεί τον Μάρτιο του 2023 και ο 42χρονος γιος του θύματος, Ευάγγελος Κουλιανός, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Κω, χωρίς να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Από την νέα έρευνα βρέθηκε DNA του 41χρονου στην πετσέτα και στον βρόχο που χρησιμοποιήθηκε για τη δολοφονία!
Ο 41χρονος συνελήφθη και για ληστεία
Το απόγευμα της 5ης Ιουνίου 2025, ένας 57χρονος άνδρας, άστεγος, κατήγγειλε περιστατικό βίαιης επίθεσης και ληστείας εις βάρος του. Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε, το πρωί της προηγούμενης ημέρας, δηλαδή στις 4 Ιουνίου, ενώ βρισκόταν στην οδό Γ. Λέοντος στην πόλη της Ρόδου, δέχθηκε επίθεση από τον 41χρονο, ο οποίος κατηγορείται και ως συνεργός του Κουλιανού.
Η επίθεση, όπως περιγράφεται, ξεκίνησε με χτυπήματα στο κεφάλι που δέχθηκε από τον δράστη με τα χέρια του. Στη συνέχεια, η βία κορυφώθηκε όταν ο 41χρονος τύλιξε κορδόνια παπουτσιών γύρω από τον λαιμό του θύματος σε μια απόπειρα στραγγαλισμού. Ακολούθως, του αφαίρεσε ένα κινητό τηλέφωνο, αξίας περίπου 100 ευρώ, και τράπηκε σε φυγή.
Σε βάρος του 41χρονου σχηματίστηκε δικογραφία για τα αδικήματα της ληστείας και της απόπειρας ανθρωποκτονίας για τα οποία θα απολογηθεί όπως και για την συνέργεια στη δολοφονία Καριώτη.
Η κατάθεση που οδήγησε σε νέες έρευνες
Στις 18 Δεκεμβρίου 2024, μια 47χρονη γυναίκα εμφανίστηκε αυθόρμητα στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου και κατέθεσε ενόρκως πως ο πραγματικός δράστης της δολοφονίας δεν είναι ο Κουλιανός, αλλά ένας άλλος 41χρονος άνδρας με τον οποίο διατηρούσε προσωπική σχέση. Πρόκειται για το άτομο που συνελήφθη.
Η κατάθεσή της αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό και επιφυλάξεις. Η 47χρονη, παρουσιάστηκε αυτοβούλως για να καταθέσει στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου γιατί αποφάσισε, όπως είπε, «θέλοντας να μην υπάρχει το άδικο», να αποκαλύψει ότι ο καταδικασθείς σε υποθέσεις ναρκωτικών και κλοπών, ημεδαπός ηλικίας 41 ετών, με τον οποίο είχε σχέση, έχει εμπλοκή στο ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα.
Υποστήριξε ότι τον Αύγουστο του 2024 της εκμυστηρεύτηκε ότι σκότωσε τον Καριώτη και εκείνη παρότι τρομοκρατήθηκε «πήγε με τα νερά» του για να μάθει κι άλλα…
Υποστήριξε ότι ο 41χρονος φίλος της μπήκε στην οικία του Καριώτη με μία τοξικοεξαρτημένη γυναίκα από την Θεσσαλονίκη, ότι αιφνιδίασε το θύμα, του είπε «με θυμάσαι;» και τον έπιασε από το λαιμό, του έβαλε μία πετσέτα στο στόμα και όταν άρχισε να τρέχει αίμα από τα μάτια του το σκούπισε με την πετσέτα. Διατείνεται μάλιστα ότι ο 41χρονος της είπε ότι δεν βρέθηκαν αποτυπώματα γιατί φορούσε μάλλινα γάντια.
Η 47χρονη είπε ακόμα ότι αφαίρεσε ο 41χρονος με την γυναίκα από την Θεσσαλονίκη 30.000 ευρώ τα οποία δαπάνησαν σε ναρκωτικά κι ακόμη ότι ο 41χρονος δολοφόνησε τελικώς και τη γυναίκα αυτή γιατί φοβήθηκε μην μιλήσει.
Μάλιστα για τον δεύτερο φόνο, όπως είπε, πήρε μαζί του και κάποια άτομα Αλβανικής υπηκοότητας σε μία περιοχή στα σφαγεία, τη χτύπησε με ένα βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι και την πέταξαν στην θάλασσα, βάζοντας μία πέτρα στον λαιμό της για να μείνει στον πάτο και να την φάνε τα ψάρια.
Τι είχε προκύψει
Στο πλαίσιο της αστυνομικής έρευνας που διενεργήθηκε τότε διαπιστώθηκε αρχικά ότι το επίμαχο χρονικό διάστημα είχαν δηλωθεί πανελλαδικώς 9 εξαφανίσεις γυναικών (ημεδαπές και αλλοδαπές) που δεν έχουν βρεθεί. Καμία και από τις 9 εξαφανίσεις που έχουν δηλωθεί στην ΕΛΑΣ δεν έχει καταγραφεί στη Ρόδο.
Διαπιστώθηκε πέραν των άλλων ότι εις βάρος της 47χρονης και του 41χρονου έχει σχηματιστεί δικογραφία για κλοπή από κοινού από κατοικία που εργαζόταν η πρώτη ως οικιακή βοηθός.
Τι υποστήριξε ο 41χρονος
Κατά την εξέτασή του, ο 41χρονος παραδέχεται ευθέως πως είχε ήδη εμπλοκή με κλοπές και χρήση ναρκωτικών.
Όταν ρωτήθηκε πώς έμαθε η 47χρονη για τη συμμετοχή του στον θάνατο του Καριώτη, αποκρίθηκε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο και δεν είχε καταλάβει ότι εκείνη ήταν πίσω του και τον άκουσε.
Όταν ρωτήθηκε με ποιον μιλούσε, αρνήθηκε να πει: «Άστο αστυνόμε, δεν θέλω να πω. Τα υπόλοιπα τα είπε γιατί με έχει άχτι. Δεν είναι τίποτα άλλο, αλήθεια».
Στη συνέχεια, περιγράφει τη σχέση του με τον Γιώργο Καριώτη, λέγοντας ότι ήταν ξάδερφος του πατέρα του. Τα σπίτια τους στην Παλιά Πόλη ήταν δίπλα-δίπλα και μεγάλωσε μαζί με τα παιδιά του θύματος. Ο ίδιος συνήθιζε να πηγαίνει στο σπίτι, καθώς έκανε χρήση ναρκωτικών με ένα από τα παιδιά, μέχρι που ο πατέρας τους, ο Καριώτης, τον έδιωξε από το σπίτι πριν από τέσσερα χρόνια. Από τότε, όπως λέει, δεν ξαναπάτησε εκεί.
Υποστήριξε ότι με τον Κουλιανό διατηρούσαν συνεργασία στο εμπόριο ναρκωτικών. Μάλιστα, για κάποιο διάστημα διέμενε και στο σπίτι του, ενώ δούλευαν μαζί στην αποκομιδή σκουπιδιών στην Παστίδα. Όταν σταμάτησαν να τον πληρώνουν, έφυγε και πήγε να μείνει με την κοπέλα του στον Αρχάγγελο, αλλά η συνεργασία με τον Κουλιανό στο εμπόριο ναρκωτικών συνεχίστηκε.
Όπως υποστηρίζει, λίγες μέρες πριν την δολοφονία, ο Κουλιανός πήρε μέσω αυτού μια μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης, υποσχόμενος ότι θα την ξεπλήρωνε όταν την πουλήσει. Όμως η κοκαΐνη «χάθηκε» και η πίεση από την πλευρά των προμηθευτών έγινε ασφυκτική.
Ο κατηγορούμενος τον προειδοποίησε ότι έπρεπε να βρει τα λεφτά αλλιώς τα πράγματα θα γίνονταν επικίνδυνα. Τότε ο Κουλιανός, όπως ισχυρίζεται, του είπε ότι ο πατέρας του είχε κρυμμένα λεφτά από τζόγο και ήξερε πού τα είχε. Αποφάσισαν, λοιπόν, να κλέψουν το σπίτι του.
Γύρω στις 11 το βράδυ χωρίστηκαν. Ο Κουλιανός θα έμπαινε στο σπίτι, ενώ ο κατηγορούμενος τον περίμενε στους Μύλους για να ειδοποιήσει τους δικούς του όταν θα υπήρχαν τα χρήματα. Περίπου στις 3:30 με 4 τα ξημερώματα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα με τρεμάμενη φωνή. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο πατέρας του Κουλιανού ήταν πεσμένος ανάσκελα, με αίματα στο στόμα και στη μύτη. Ήταν ήδη νεκρός. Ο ίδιος σοκαρισμένος του είπε: «Μαλ… τι έκανες; Εσύ μου είπες θα τον κλέψεις, όχι θα τον σκοτώσεις.» Ο Κουλιανός του απάντησε: «Πρέπει να το κάνουμε να φανεί ότι τον ληστέψανε».
Ακολούθως, ο Κουλιανός, όπως ισχυρίζεται έφερε από την αποθήκη ένα σχοινί, του το έδωσε και του ζήτησε να το περάσει στον λαιμό του πατέρα του για να φανεί σαν πνιγμός. Ύστερα του είπε να πάρει το κορδόνι από το άρβυλο του θύματος και να του δέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη.
Μετά του έδειξε το κρεβάτι και του είπε να τον σκεπάσουν με την κουβέρτα και να του βάλουν πετσέτα στο πρόσωπο.
Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν τα έκανε όλα αυτά ο Κουλιανός, ο κατηγορούμενος απάντησε: «Είχε κατουρηθεί πάνω του από τον φόβο του. Ενώ εγώ είχα πιει κόκα και δεν καταλάβαινα τίποτα». Ο Κουλιανός ήξερε τις κρυψώνες του πατέρα του. Άνοιξε το μαξιλάρι, πήρε πορτοφόλι, ένα πουγκί που φορούσε ο πατέρας του στον λαιμό, και ο κατηγορούμενος πήρε τα χρήματα που ήταν πίσω από την τηλεόραση, μέσα σε μια σχολική κίτρινη τσάντα. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ποσό ήταν περίπου 34.000 ευρώ, όπως του είπε ο Κουλιανός.
Δεν του είπε ποτέ πώς πέθανε ο πατέρας του, αλλά ο ίδιος παρατήρησε ένα χτύπημα στο στέρνο.
Για να μην τους καταγράψουν οι κάμερες, μπήκαν στην Παλιά Πόλη από την Τάφρο, από ένα τούνελ που βγάζει κοντά στο σπίτι. Όπως ισχυρίστηκε, ήξεραν ποια μαγαζιά έχουν κάμερες και ποια όχι. Ο Κουλιανός, σύμφωνα με όσα είδε αργότερα στην εκπομπή της Νικολούλη, καταγράφηκε από κάμερες.
Μετά την πράξη, ειδοποίησε τις «άκρες» του για να παραλάβουν τα χρήματα. Έφτασαν με ένα μαύρο κλεμμένο Hyundai και πήραν τα λεφτά. Ο ίδιος λέει πως τα έδωσε όλα για να μην κρατήσει τίποτα πάνω του. Στη συνέχεια, κατέστρεψε τα κινητά και τις κάρτες SIM, έκοψε κάθε επαφή με τον Κουλιανό και την οικογένειά του και κρύφτηκε, καθώς η αστυνομία τον αναζητούσε ήδη για άλλες υποθέσεις. Λίγο αργότερα συνελήφθη για κλοπές.
Όταν ρωτήθηκε για τη σύνδεση που είχε, ανέφερε ότι χρησιμοποιούσε πακιστανική κάρτα, της οποίας δεν θυμάται τον αριθμό. Δεν γνωρίζει αν τον αναζήτησε ποτέ ο Κουλιανός για τα υπόλοιπα χρήματα, καθώς είχε εξαφανιστεί. Εκείνη την περίοδο, λέει, ο Βαγγέλης κράτησε μόνο κάτι λίρες που υπήρχαν στο πουγκί.
Ο Γιώργος Καριώτης, σύμφωνα με την περιγραφή του, φορούσε φόρμα και ανοιχτή πιτζάμα με λαιμόκοψη V. Το σχοινί που χρησιμοποίησαν ήταν λευκό με κόκκινα γράμματα, πιθανόν για ψάρεμα, και τα κορδόνια μαύρα. Στο σπίτι υπήρχαν σημάδια πάλης, ένα έπιπλο ήταν αναστατωμένο και οι ίδιοι φρόντισαν να προκαλέσουν περισσότερη αναστάτωση για να φαίνεται ότι είχε γίνει ληστεία.
Ούτε εκείνος ούτε ο Κουλιανός φορούσαν γάντια. «Που να ξέρω ότι ο (…) θα σκοτώσει τον πατέρα του», δήλωσε. Μετά την αποχώρησή του, θυμάται ότι πήγε και έκανε χρήση κοκαΐνης, αλλά δεν θυμάται πού.
Τι υποστήριξε ο Κουλιανός
Ο Κουλιανός ισχυρίζεται ότι δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την δολοφονία του πατέρα του. Είχε υποστηρίξει μάλιστα ότι δολοφόνος μπορεί να ήταν ένας συγγενής του, εξαρτημένος, ενώ σε κάποια φάση των ερευνών είχαν υπάρξει υπόνοιες και για τον 41χρονο που κατονόμασε ως δολοφόνο η 47χρονη.
Όπως έγραψε η «Δημοκρατική», ο Κουλιανός κατηγορείται ότι αιφνιδίασε τον πατέρα του εκ των όπισθεν, φράζοντάς του την μύτη και το στόμα με μία πετσέτα, τον έριξε εν συνεχεία μπρούμυτα στο πάτωμα της οικίας του και αφού ανέβηκε πάνω του, πιέζοντας τον κορμό του στο έδαφος με το βάρος του σώματός του για να τον ακινητοποιήσει, χτύπησε με δύναμη επανειλημμένα το πρόσωπό του στο πάτωμα, επιφέροντάς του κακώσεις σε αυτό και κάμπτοντας την αντίστασή του, του έδεσε πισθάγκωνα τα χέρια και περιέσφιξε σχοινί γύρω από το λαιμό του τραβώντας και πιέζοντάς το από πίσω, έως ότου επέφερε διά στραγγαλισμού τον ασφυκτικό του θάνατο.
Προέκυψε ότι η τσάντα του βρέθηκε πάνω στον καταψύκτη και δίπλα της μία πετσέτα ποτισμένη με το αίμα του θύματος.
Ένα πουκάμισο με ίχνη αίματος του θύματος βρέθηκε μπροστά από τον καταψύκτη, ενώ ο γιακάς του πουκαμίσου είχε σχιστεί και βρισκόταν σφηνωμένος στο σημείο που έκλεινε ο καταψύκτης στην πάνω επιφάνεια του οποίου βρέθηκαν επίσης ερυθρά ίχνη.
Κρίθηκε παραπέρα ότι την παρουσία του κατηγορουμένου, ως τελευταίου ατόμου που επισκέφθηκε την οικία του θανόντος, επιβεβαιώνουν εκτός από μάρτυρα και κεραίες κινητής τηλεφωνίας και οι εξής επιπλέον ενδείξεις:
– Δύο τμήματα δακτυλικών αποτυπωμάτων που βρέθηκαν στην επιφάνεια γυάλινου ποτηριού με την ένδειξη “HAVANA CLUB”, που βρισκόταν πάνω σε ξύλινο τραπεζάκι εντός της οικίας του θανόντος που ανήκουν στον δεξιό δείκτη και τον δεξιό μεσαίο του κατηγορουμένου,
– Αποτύπωμα του αριστερού παράμεσου του κατηγορουμένου στο ποδαρικό του κρεβατιού δίπλα στο οποίο ανευρέθη νεκρό το θύμα, ήτοι σε σημείο που δεν δικαιολογείται από μία συνήθη επίσκεψη του κατηγορουμένου στην οικία του πατρός του και που ο ίδιος αναξιόπιστα αιτιολόγησε άλλοτε σε παλιότερη προσπάθειά του να καθαρίσει, άλλοτε να μετακινήσει το κρεβάτι.
Επιπλέον, κανείς από τους μάρτυρες δεν κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος βοηθούσε τον πατέρα του στην καθαριότητα, ενώ ο τόπος του εγκλήματος βρέθηκε ακάθαρτος.
Πηγή: dimokratiki.gr
Ειδήσεις σήμερα:
Ταραχές στο Λος Άντζελες: Ο Τραμπ στέλνει 2.000 μέλη της Εθνοφρουράς μετά τις βίαιες διαδηλώσεις για συλλήψεις παράνομων μεταναστών
Η στιγμή της δολοφονικής επίθεσης σε υποψήφιο πρόεδρο της Κολομβίας: Τον πυροβόλησαν δύο φορές στο κεφάλι, συνελήφθη 15χρονος
Χένρι Χόλτερμαν: Ο Ολλανδός Μίδας βρήκε φλέβα χρυσού 1 δισ. ευρώ στην Ελλάδα