Ο διακεκριμένος σκηνοθέτης του «Broadway» επιστρέφει με μια βιτριολική ταινία μέσα σε ταινία μέσα σε… ταινία, όπου διακωμωδούνται οι εμμονές της κινηματογραφικής πραγματικότητας.
Εάν πριν από λίγα χρόνια μας έμαθε κάτι το ενθουσιώδες ντεμπούτο του Χρήστου Μασσαλά με τίτλο “Broadway” (2022), είναι πως έχουμε απέναντί μας ένα σκηνοθέτη κινηματογραφικά εμβριθή που παθιάζεται τόσο με τη διαδικασία της δημιουργίας, όσο και με χαρακτήρες που ισορροπούν μεταξύ του τραγικού και του ρομαντικού. Έτσι, υπό αυτήν την έννοια, έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον πως από τη σαρωτική φούρια του “Broadway”, ο Μασσαλάς περνά τώρα σε κάτι χειροποίητα αφτιασίδωτο, αυτοσαρκαστικό και απενοχοποιημένα φαν όπως είναι το “Killerwood”. Ένα υβριδικό δράμα με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, mockumentary και θρίλερ, το οποίο περιστρέφεται γύρω από τις προσπάθειες ενός σκηνοθέτη, του Τίτου (Βαγγέλης Δαούσης), να γυρίσει το πρώτο ελληνικό slasher. Η απόπειρά του, όμως, πέφτει πάνω σε διαδοχικά εμπόδια όπως τη συγκέντρωση των απαιτούμενων πόρων, την πίστη των πρωταγωνιστών στο όραμά του, αλλά και την εμφάνιση ενός μυστηριώδους προσώπου που καταδιώκει ανεξήγητα τους συντελεστές. Με αφορμή την πρεμιέρα του “Killerwood” στους κινηματογράφους, από 29/5, συναντήσαμε τον Μασσαλά για να μάθουμε περισσότερα γύρω από τη δουλειά του, η οποία προστίθεται στο κλειστό κλαμπ των ελληνικών φιλμ που αποτελούν ταινία μέσα σε ταινία.
Αναρωτιέμαι, υπάρχει περίπτωση το “Killerwood” να είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειάς σου να γυρίσεις ένα horror, η οποία δεν ευδοκίμησε;
Η αλήθεια είναι πως ανέκαθεν είχα την επιθυμία να γυρίσω μια horror ταινία για έναν κατά συρροή δολοφόνο και εξακολουθώ να την έχω. Βέβαια και στο “Killerwood” την ιστορία ενός serial killer αφηγούμαι, απλώς όχι μέσα στα αναμενόμενα πλαίσια του horror, όπως έχουμε συνηθίσει. Προϋπόθεση για καθετί που θες να γυρίσεις είναι να συντονίζεσαι με το πνεύμα της εποχής σου, ούτως ώστε να έχεις περισσότερες πιθανότητες να γίνει κατανοητή η πρόθεσή σου. Εν προκειμένω, δηλαδή, εάν σου έλεγα ότι θέλω να γυρίσω ένα ελληνικό giallo, για παράδειγμα, θα προέκυπτε μια συγκεκριμένη προσδοκία για το πώς θα έδειχνε κάτι τέτοιο, χωρίς απαραίτητα να ανταποκρίνεται σε αυτό που έχω εγώ στο μυαλό μου και χωρίς ίσως να μπορεί να σταθεί ακριβώς, σήμερα. Είναι αναγκαία η λεγόμενη άρση της δυσπιστίας (“suspension of disbelief”), δηλαδή πως μια κινηματογραφική σύμβαση θα μπορέσει να γίνει πιστευτή με τους όρους της εποχής της. Υπό αυτήν την έννοια, το “Killerwood” μόνο αυτήν την αποδομημένη και meta μορφή θα μπορούσε να έχει, για μένα.
Επιδεικνύει, επίσης, μια άνεση στις εναλλαγές ύφους μεταξύ δράματος και κωμωδίας.
Αυτό προέκυψε εξαιτίας της επιλογής η αφήγηση να έχει τη μορφή του mockumentary. Από τη στιγμή που οι χαρακτήρες γνωρίζουν εξαρχής πως κινηματογραφούνται, τους βλέπουμε είτε να λογοκρίνουν τη συμπεριφορά τους είτε να υπερβάλλουν μπροστά στην κάμερα, θέλοντας να γίνουν μέρος του θεάματος. Επί τη ευκαιρία, να επισημαίνω εδώ πως δεν κάναμε αυτοσχεδιασμούς, όλες οι δράσεις και οι διάλογοι προϋπήρχαν στο σενάριο.
Εν τω μεταξύ πια η γλώσσα των mockumentaries είναι διαδεδομένη σε μεγάλο βαθμό στην ποπ κουλτούρα τα τελευταία χρόνια, οπότε σίγουρα αποτέλεσε πρόκληση να την εφαρμόσεις στο συγκεκριμένο πλαίσιο.
Πράγματι, γιατί το πιο διαδεδομένο αφήγημα σήμερα, σε ό,τι καταναλώνουμε, είναι αυτό των παρασκηνίων, της πίσω όψης της πραγματικότητας. Ας πούμε, ένα βίντεο με την αντίδραση κάποιου σε ένα γεγονός, μπορεί να έχει περισσότερη προβολή από το ίδιο το συμβάν. Ακόμα και τα ριάλιτι δίνουν μεγαλύτερο βάρος σε όσα συμβαίνουν πίσω από τις κάμερες μεταξύ των συμμετεχόντων, πάρα στις καθαυτό δοκιμασίες. Αυτή η λογική, λοιπόν, με ενέπνευσε στο πώς ήθελα να αποτυπώσω την παρασκηνιακή πραγματικότητα του ελληνικού σινεμά. Έπειτα, η φόρμα των mockumentaries είναι εξαιρετικά περίτεχνη, χρειάζεται πολύ προσεκτικός σχεδιασμός σε κάθε λεπτομέρεια για να μη “φαλτσάρει” το τελικό αποτέλεσμα.
Μίλησέ μου για την επιλογή των ηθοποιών. Στη διανομή των ηθοποιών βρίσκουμε παλιούς γνώριμους από το “Broadway”, αλλά και πολύ γνωστά ονόματα όπως η Τζόυς Ευείδη.
Ο τρόπος που προσεγγίζω το κάστινγκ θέλω να αντικατοπτρίζει και την πολυσυλλεκτικότητα των αναφορών μου. Η Έλσα Λεκάκου θα δίνει ένα πιο ενδοσκοπικό τόνο, ο Δαούσσης μια χροιά πιο κωμική κ.ο.κ. Όσο για την Τζόυς, είναι ένα πρόσωπο που μεγάλωσα βλέποντας στην τηλεόραση, οπότε ήθελα να έρθει η στιγμή που θα έγραφα ένα ρόλο πάνω της για να συνεργαστούμε. Και με αυτήν την ευκαιρία, ήθελα να ενσαρκώσει ένα χαρακτήρα ο οποίος δε θα συνδέεται άρρηκτα με την κωμωδία, με το ύφος της κωμωδίας που έχει υπηρετήσει με τόση επιτυχία όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί στο “Killerwood” ενσαρκώνει μεν μια παραγωγό σε σκηνές που τελικά μπορεί να φέρουν το γέλιο, αλλά το γέλιο δεν προκύπτει από ένα παίξιμο εξωστρεφώς κωμικό. Αντιθέτως, το παίξιμο εδώ είναι τελείως νατουραλιστικό. Με την ευκαρία να πω, κιόλας, πως ήταν μια εξαιρετική συνεργάτις.
Στη φιλμογραφία σου, η συνύπαρξη της Ευείδη με τον Χρήστο Πολίτη δε θεωρώ ότι είναι τυχαία. Εξάλλου, είμαστε η γενιά που μεγάλωσε με την τηλεόραση των ‘90s, άρα κάποιους ανθρώπους τους έχουμε αναπόφευκτα μες την καρδιά μας.
Ακριβώς, συν τοις άλλοις, έχουμε μάθει να μην κάνουμε διαχωρισμούς ανάμεσα στο ποιοτικό και το εμπορικό, το υψηλό και το ευτελές, διάκριση που βέβαια δεν περιοριζόταν μόνο στο σινεμά. Επομένως, αυτοί οι άνθρωποι μου είναι σημαντικό να υπάρχουν στις ταινίες μου, γιατί έμμεσα σηματοδοτούν αυτήν τη συμφιλίωση των τάσεων και των ειδών. Θα ήθελα να επισημάνω και μια ακόμα διαφορά σε σχέση με το παρόν και τη δεκαετία του ‘90. Σήμερα έχουμε μοιραστεί σε μικρόκοσμους οι οποίοι δεν επικοινωνούν απαραίτητα μεταξύ τους, ενώ ο καθένας σχηματίζει τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας. Ελλείψει μιας στοιχειώδους ομοιογένειας, λοιπόν, έχει δυσκολέψει τρομερά το να κάνεις πετυχημένη κωμωδία που να απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Ο καθένας βρίσκεται στη “φούσκα” του.
Κλείνοντας, δε θα μπορούσα να μη σε ρωτήσω για το πώς έφτιαξες την περσόνα του σκηνοθέτη. Γιατί, προσωπικά, μου θυμίζει έναν άνθρωπο ο οποίος ναι μεν είναι αποφασισμένος να πραγματοποιήσει το όραμά του, αλλά είναι και οριακά απεγνωσμένος να αποτελέσει μέρος μιας παρέας.
Ο χαρακτήρας του Τίτου ήθελα να έχει ως κατεξοχήν στοιχείο την απουσία ενσυναίσθησης και το να μην είναι καθόλου εγκρατής. Εκείνος, όμως, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του βρίσκεται συνέχεια σε μια κατάσταση στην οποία είναι περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που μπορεί να μην τον συμπαθούν, αλλά είναι υποχρεωμένοι να τον ανέχονται. Βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο που μοιάζει αξεπέραστο. Παρεμπιπτόντως, τα χαρακτηριστικά του είναι, σε μεγάλο βαθμό, αντίθετα από τα δικά μου. Φυσικά, υπάρχει το ρίσκο κάποιος να τον ταυτίσει μαζί μου, όμως, αυτό είναι ένα δραματουργικό ρίσκο που αξίζει να πάρεις, γιατί έτσι πετυχαίνεις τον αυτοσαρκασμό. Ειδικά σε αυτό το σημείο νομίζω ότι πάσχουμε στην Ελλάδα, δεν μπορούμε να μην πάρουμε στα σοβαρά τον εαυτό μας.
Περισσότερες πληροφορίες
Killerwood
Ο Τίτος είναι ένας νεαρός σκηνοθέτης που ετοιμάζει την καινούργια του ταινία. Ένα θρίλερ για μια σειρά ανεξιχνίαστων φόνων τους οποίους έχει πιθανότατα τελέσει ο ίδιος serial killer. Ή μήπως ανήκουν όλα στη σφαίρα της μυθοπλασίας;
Διαβάστε ακόμα
Τελευταία άρθρα Σινεμά