του Κώστα Ράπτη
Μια ευκαιρία στη διαπραγμάτευση; Τα τελευταία 24ωρα πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι ο διεθνής παράγοντας αναζητά διπλωματική λύση στη θερμή αναμέτρηση Ισραήλ και Ιράν, την οποία μια αμερικανική άμεση εμπλοκή απειλεί να καταστήσει ανεξέλεγκτη.
Όμως κανένα μήνυμα δεν μπορεί να είναι αρκούντως ενθαρρυντικό. Αν μη τι άλλο, διότι η τελευταία αυτή αιματηρή περιπέτεια ξεκίνησε ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η διαπραγμάτευση μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν. Ωστόσο, το προγραμματισμένο για την περασμένη Κυριακή ραντεβού των δύο αντιπροσωπειών δεν εμπόδισε το Ισραήλ να επιτεθεί δύο μέρες νωρίτερα σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους του Ιράν, στο όνομα “άμεσης απειλής”, ήτοι των πυρηνικών όπλων που εδώ και τρεις δεκαετίες ο Βενιαμίν Νετανιάχου προειδοποιεί ότι θα αποκτήσει οσονούπω η Ισλαμική Δημοκρατία.
Σε αποστολή διαπραγμάτευσης βρισκόταν, άλλωστε, και ο Ιρανός στρατηγός (και αρχιτέκτονας του λεγόμενου “άξονα της αντίστασης”) Κασέμ Σολεϊμανί, όταν τον Ιανουάριο του 2020 δολοφονήθηκε με εντολή του Ντόναλντ Τραμπ στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης. Η τέχνη της παραπλάνησης έχει φθάσει στις μέρες μας σε τέτοια ύψη, που η διπλωματία δεν δείχνει να έχει ιδιαίτερη τύχη.
Την ώρα, ωστόσο, που ο αμερικανικός Τύπος παρουσιάζει ως πλήρως καταστρωμένα τα επιχειρησιακά σχέδια μιας στρατιωτικής κίνησης των ΗΠΑ κατά του Ιράν, και μάλιστα εντός του Σαββατοκύριακου, ο ένοικος του Λευκού Οίκου επιμένει να στέλνει αντιφατικά μηνύματα και να χλευάζει δημοσίως όσους δημοσιογράφους προεξοφλούν το τι έχει κατά νου.
Σε κάθε περίπτωση, οι “δύο ημέρες” έγιναν “δύο εβδομάδες”. Από τα διαδικτυακά τελεσίγραφα για πλήρη παράδοση του Ιράν και την καλλιέργεια της φιλολογίας για πιθανή εξόντωση του Ιρανού ηγέτη, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ο Ντόναλντ Τραμπ πέρασε την Πέμπτη σε δηλώσεις ότι θα λάβει τις αποφάσεις του “κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων εβδομάδων”. Έκανε μάλιστα λόγο για “ουσιαστική πιθανότητα διαπραγματεύσεων” με το Ιράν “στο εγγύς μέλλον”.
Αν υπάρχει “ευκαιρία για τη διπλωματία”, ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος την αξιοποιεί “πάντα”, αλλά, σε κάθε περίπτωση, “δεν φοβάται” να διατάξει στρατιωτική δράση, διαβεβαίωσε και η εκπρόσωπός του, Κάρολαϊν Λέβιτ, επιμένοντας ότι η ιρανική απειλή είναι πάντοτε παρούσα, αφού αρκεί η σχετική απόφαση του αγιατολάχ Χαμενεΐ ώστε το Ιράν να φθάσει εντός δεκαπενθημέρου στην κατοχή πυρηνικού όπλου.
Αδιευκρίνιστο παρέμενε μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές αν η νέα αυτή προσέγγιση θα άντεχε στη… δοκιμασία του Σαββατοκύριακου ή θα διαψευδόταν με κάποιον αιματηρό αιφνιδιασμό. Ωστόσο, πέρα από τους συνήθεις ελιγμούς του Τραμπ, το πνεύμα αυτοσυγκράτησης φαίνεται πλέον να διακρίνει ολοένα και περισσότερους διεθνείς παίκτες.
“Υπάρχει τώρα παράθυρο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες για να καταλήξουμε σε διπλωματική λύση”, ανέφερε αφού συναντήθηκε με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μάρκο Ρούμπιο, και ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Ντέιβιντ Λάμι, ο οποίος την Παρασκευή μετέβη στη Γενεύη για να συναντήσει, μαζί με τον Γάλλο ομόλογό του, Ζαν-Νοέλ Μπαρό, τον Γερμανό Γιόχαν Βάντεφουλ και την Ύπατη Εκπρόσωπο της Ε.Ε., Κάγια Κάλας, τον επικεφαλής της διπλωματίας του Ιράν, Αμπάς Αραγτσί.
Κατά τη διάρκεια συνδιάλεξης των Μπαρό και Ρούμπιο, ο δεύτερος υπογράμμισε πως “οι ΗΠΑ είναι έτοιμες για απευθείας επαφή με τους Ιρανούς ανά πάσα στιγμή”, ανέφερε πηγή του Γαλλικού Πρακτορείου. Οι όλοι και πιο συχνές διαπιστώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων ότι το ιρανικό ζήτημα δεν μπορεί να έχει στρατιωτική επίλυση αποτελούν έμμεση παραδοχή του ότι η ισραηλινή πολεμική πρωτοβουλία ξεδιπλώνεται σε ένα στρατηγικό κενό, χωρίς προσδιορισμένη “έξοδο”.
Εκτός δυτικού στρατοπέδου, η Αλγερία, το Πακιστάν και η Ρωσία καταδίκασαν την ισραηλινή επίθεση ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου, στήριξαν το δικαίωμα του Ιράν στην αυτοάμυνα και αμφισβήτησαν ότι η διπλωματία έχει εξαντληθεί, παραπέμποντας στις συνομιλίες Ιράν-ΗΠΑ του τελευταίου διμήνου.
Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι η αντοχή του ιρανικού καθεστώτος στα πλήγματα που δέχεται από το Ισραήλ μετά τη 13η Ιουνίου, καθώς και η ικανότητά του να ανταποδίδει βάλλοντας, με όποια επιτυχία, επί ισραηλινού εδάφους, γεννούν δεύτερες σκέψεις σε όλες τις εμπλεκόμενες πρωτεύουσες.
Πόσω μάλλον που η Ισλαμική Δημοκρατία δεν έχει ενεργοποιήσει (προκειμένου ακριβώς να μην επισπεύσει την αμερικανική εμπλοκή που επιθυμεί να αποτρέψει) το πραγματικό “πυρηνικό όπλο” της, ήτοι τη στοχοποίηση δυνάμεων των ΗΠΑ που σταθμεύουν στις αραβικές μοναρχίες, καθώς και το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ, από όπου διέρχεται το 20% του θαλασσίως διακινούμενου ανά τον κόσμο πετρελαίου. Αλλά και οι φιλοϊρανικές οργανώσεις του πάλαι ποτέ “άξονα της αντιστάσεως”, λ.χ. οι Χούθι της Υεμένης, η λιβανική Χεζμπολάχ και οι ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές, έχουν μείνει χαρακτηριστικά αδρανείς, προφανώς και από πολιτική απόφαση και όχι μόνο από επιχειρησιακή αδυναμία.
Την ώρα που η πλευρά του Ισραήλ ζητά δημοσίως από τις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν τις μεγάλες διατρητικές βόμβες που μόνο αυτές διαθέτουν για να πληγεί ο ιρανικός υπόγειος πυρηνικός σταθμός του Φορντό, ο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, Ραφαέλ Γκρόσι, τονίζει ότι οι πυρηνικές εγκαταστάσεις δεν πρέπει ποτέ να γίνονται στόχος, προειδοποιώντας για “σοβαρές επιπτώσεις στην πυρηνική ασφάλεια, την προστασία και τη διεθνή ειρήνη”.
Αλλά για να έχει μια τύχη η διπλωματία θα πρέπει να λυθεί ο εξής γόρδιος δεσμός: η Τεχεράνη δηλώνει έτοιμη να διαπραγματευθεί, όχι όμως όσο συνεχίζονται τα εις βάρος της ισραηλινά πλήγματα. Επιπλέον, ασαφές παραμένει ποια από τις δύο πλευρές θα ήταν πρόθυμη να υποχωρήσει στο ζήτημα-κλειδί: τη διεκδίκηση του Ιράν να διατηρήσει το κυριαρχικό δικαίωμα στον εμπλουτισμό ουρανίου υπό προϋποθέσεις (όπως εξασφάλιζε η συμφωνία JCPOA του 2015), απέναντι στην απαίτηση του Ισραήλ και των φίλων του στην Ουάσινγκτον για πλήρη κατάργηση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Οι υπόγειες διεργασίες στις οποίες συμμετέχει η Τεχεράνη
Την Τετάρτη ο Χαμενεΐ είχε τονίσει πως η χώρα του δεν θα παραδοθεί “ποτέ”, ενώ προειδοποίησε πως, εάν η Ουάσινγκτον εμπλακεί στον πόλεμο, θα υποστεί “ανεπανόρθωτες ζημιές”.
Παρασκηνιακώς, πάντως, η Ισλαμική Δημοκρατία κινείται περισσότερο ευέλικτα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον Αραγτσί και τον προεδρικό απεσταλμένο των ΗΠΑ, Στιβ Ουίτκοφ, παραμένει ανοιχτός, ούτε ότι ο Ιρανός πρόεδρος, Μασούντ Πεζεσκιάν, απέστειλε επιστολή (αδιευκρίνιστου περιεχομένου) στον Εμίρη του Κατάρ, όπου και σταθμεύουν 10.000 Αμερικανοί στρατιώτες (με δεκάδες αμερικανικά μαχητικά να αποχωρούν ήδη για λόγους ασφαλείας). Η απροθυμία των αραβικών μοναρχιών να παραχωρήσουν τον εθνικό χώρο τους για επιθέσεις κατά του Ιράν, διακινδυνεύοντας να υποστούν τα σχετικά ιρανικά αντίποινα, αποτελεί μια παράμετρο που θα πρέπει να προσμετρηθεί. Όπως και το εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Ντόναλντ Τραμπ, με την “εξέγερση του λαού του MAGA”, ήτοι των παλαιότερων συντηρητικών υποστηρικτών του, που αντιδρούν στην ιδέα νέων πολεμικών περιπετειών.