![Ποιος θα πληρώσει για την άμυνα της Γερμανίας;](https://static.dw.com/image/71448843_302.jpg?watermark=magnify)
Σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση, η Γερμανία θα μπορούσε να αμυνθεί μόλις για λίγες ημέρες, σύμφωνα με τους ειδικούς – η λιτότητα στην Μπούντεσβερ έχει αφήσει τα ίχνη της.
Ως εκ τούτου, δεν προξενεί καμία απορία το γεγονός ότι η ετοιμότητα της χώρας στην άμυνα αποτελεί ένα από τα κύρια ζητήματα του προεκλογικού αγώνα. Πόσα χρήματα χρειάζονται, προκειμένου να διατηρείται σε καλή κατάσταση ο γερμανικός στρατός; Και από πού θα βρεθούν αυτά τα χρήματα, δεδομένου ότι λείπουν κάμποσα δισεκατομμύρια στον γερμανικό προϋπολογισμό;
Το τελευταίο διάστημα η Μπούντεσβερ έχει πάρει κάπως τα πάνω της, με τον καγκελάριο Σολτς (SPD) να θεωρεί πως αυτό οφείλεται πρωτίστως στη δική του πολιτική – αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 έδωσε εξάλλου στον στρατό επιπλέον 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το SPD δεν προβαίνει σε περικοπές στην κοινωνική πολιτική
“Απ’ όταν βρέθηκε ένας Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Άμυνας και ένας Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, η κατάσταση για την Μπούντεσβερ έχει βελτιωθεί και πάλι”, επεσήμανε προσφάτως στην Μπούντεσταγκ ο Σολτς.
Το ειδικό ταμείο των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ ήταν, όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Σολτς, “ένα μεγάλο στοίχημα” – αλλά και μία τακτική που ο πολιτικός του SPD σκοπεύει να συνεχίσει, εφ’ όσον επανεκλεγεί στην καγκελαρία, μιας και υπόσχεται ακόμα περισσότερες επενδύσεις στις ένοπλες δυνάμεις. Αυτό βέβαια είναι κάτι που προτείνουν και τα υπόλοιπα κόμματα. Οι Σοσιαλδημοκράτες ωστόσο τονίζουν πως με αυτούς στην κυβέρνηση, οι επενδύσεις στον στρατό δεν θα γίνουν σε βάρος της κοινωνικής πρόνοιας.
Ο Σολτς υπόσχεται να μη θέσει ποτέ τους πολίτες ενώπιον του διλήμματος “να δώσουμε λεφτά για την Μπούντεσβερ ή να διασφαλίσουμε την καταβολή των συντάξεων”. Πώς θα βρεθούν τα χρήματα αυτά; Μέσα από μία μεταρρύθμιση του κατοχυρωμένου στο γερμανικό Σύνταγμα χρεόφρενου, που περιορίζει τις δυνατότητες της κυβέρνησης να δανειστεί χρήματα.
Το 2024, για την Μπούντεσβερ δαπανήθηκαν 52 δισεκατομμύρια ευρώ βάσει προϋπολογισμού, αλλά και 20 δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον από το ειδικό ταμείο. Επ’ αυτών προστέθηκαν και άλλα έξοδα, όπως για παράδειγμα η αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία, με τις στρατιωτικές δαπάνες να ανέρχονται συνολικά στα 90,6 δισεκατομμύρια ευρώ – και έτσι η Γερμανία πέτυχε και τον στόχο καταβολής τουλάχιστον του 2% επί του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, τον οποίο θέτει το ΝΑΤΟ.
Το ειδικό ταμείο θα έχει αδειάσει έως το 2027
Για χρόνια η Γερμανία δεν πετύχαινε τον συγκεκριμένο στόχο – και ο Σολτς παρουσιάζει ως επιτυχία της καγκελαρίας του το γεγονός ότι τώρα τα κατάφερε. Ωστόσο, αναμένεται δύσκολο για τη χώρα να μπορέσει να διατηρήσει τις δαπάνες της σε αντίστοιχα επίπεδα, όταν το ειδικό ταμείο των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ θα έχει πια αδειάσει.
Το ταμείο αναμένεται να αδειάσει το αργότερο στα τέλη του 2027, όταν και θα έχουν ξοδευτεί όλα τα χρήματα για την αγορά πολλών ακριβών οπλικών συστημάτων. Οι ανάγκες του γερμανικού στρατού όμως εξακολουθούν να είναι μεγάλες, ιδίως και λόγω του ότι η Μπούντεσβερ έχει δώσει πολλούς εξοπλισμούς στην Ουκρανία. Με τους εξοπλισμούς που έχουν παραγγελθεί τώρα, ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους (SPD) θέλει να καταστήσει τη Γερμανία ετοιμοπόλεμη – και με αυτόν τον τρόπο να αποτρέψει τη Ρωσία από το να επιτεθεί σε νατοϊκή επικράτεια.
80 δισ. ευρώ ετησίως για την Μπούντεσβερ;
Το πώς θα χρηματοδοτείται η Μπούντεσβερ όταν θα έχει αδειάσει το ειδικό ταμείο παραμένει ακόμη αβέβαιο, ενόψει και των εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου. Εξαιτίας της κατάρρευσης της κυβέρνησης δεν έχει ψηφιστεί ο προϋπολογισμός για το 2025 – σε αυτόν προβλέπονταν 53,25 δισεκατομμύρια ευρώ για την Μπούντεσβερ, δηλαδή περί τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από το 2024, με τον Πιστόριους να ζητάει ακόμα περισσότερα χρήματα χωρίς επιτυχία. Προκειμένου να συνεχίσει να πετυχαίνει τον στόχο του 2%, η Γερμανία θα έπρεπε να διοχετεύει ετησίως γύρω στα 28-30 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα προς την Μπούντεσβερ – και σύμφωνα με τον υποψήφιο της CDU για την καγκελαρία, Φρίντριχ Μερτς, τόσα θα πρέπει να της δοθούν.
Ο Μερτς έχει υπογραμμίσει σε πρόσφατες δηλώσεις του πως στο εξής θα χρειάζονται “τουλάχιστον 80 δισεκατομμύρια τον χρόνο” για την Μπούντεσβερ. “Θα πρέπει να κλείσουμε αυτήν τη διαφορά το αργότερο το 2027. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια και να θέσουμε νέες προτεραιότητες στον προϋπολογισμό”.
Η CDU θέλει αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού
Ο Μερτς ωστόσο δεν προτίθεται να οδηγήσει τη χώρα στην ανάληψη νέων χρεών με στόχο την κάλυψη των απαραίτητων δισεκατομμυρίων. “Θα διατηρήσουμε το χρεόφρενο του Συντάγματος”, αναφέρεται στο προεκλογικό πρόγραμμα των CDU/CSU. Αντ’ αυτού, ο Μερτς θέλει να προβεί σε μία αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού προς όφελος της Μπούντεσβερ. Ο Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός υπογραμμίζει περαιτέρω πως η παράταξή του αντιλαμβάνεται τον νατοϊκό στόχο του 2% “ως κατώτατο, και όχι ως ανώτατο όριο”.
Αν και στη Γερμανία δεν υπάρχει σχεδόν κανένας που να συμφωνεί με τον Ντόναλντ Τραμπ πως τα μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να δίνουν όχι μόνο 2%, αλλά 5% του ΑΕΠ τους σε αμυντικές δαπάνες, στον συγκεκριμένο προεκλογικό αγώνα η Μπούντεσβερ και η άμυνα της χώρας διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο απ’ όσο συνήθως – με αποτέλεσμα οι πολιτικοί συχνά να καταφεύγουν σε υπερβολές για να πείσουν για τις προθέσεις τους.
Ο υπουργός Οικονομίας και υποψήφιος των Πρασίνων για την καγκελαρία, Ρόμπερτ Χάμπεκ, θεωρεί πως κατά τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να δαπανάται περίπου το 3,5% στην άμυνα – το οποίο οι Πράσινοι υπόσχονται να επιτύχουν μεταξύ άλλων και με την ανάληψη μεγαλύτερου χρέους.
Είναι η λύση ένα δεύτερο ειδικό ταμείο;
Στον δημόσιο διάλογο επανέρχεται διαρκώς η ιδέα της δημιουργίας ενός δεύτερου ειδικού ταμείου για την Μπούντεσβερ. Ο υπουργός Άμυνας ωστόσο δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους υποστηρικτές αυτής της λύσης, διότι “ένα ειδικό ταμείο δεν μπορεί να συμβαδίσει με το αυξανόμενο λειτουργικό κόστος των νέων προμηθειών” – δηλαδή με το κόστος καυσίμων, ανταλλακτικών, συντήρησης και προσωπικού, που είναι συνεπαγόμενο με την αγορά νέων οπλικών συστημάτων.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν αυτονόητο για τη Γερμανία πως θα δαπανηθούν περισσότερα χρήματα για την άμυνα – εξ ου και κατά μέσο όρο δινόταν το 3% του ΑΕΠ. Το 1963 οι αμυντικές δαπάνες ανέρχονταν στο 4,9% του ΑΕΠ – ένα ποσοστό που μοιάζει ανέφικτο με τα τωρινά δεδομένα.
Σήμερα το βέβαιο είναι πάντως πως οποιοσδήποτε και αν κερδίσει τις εκλογές, οι αμυντικές δαπάνες θα αποτελέσουν ένα από τα καθοριστικά ζητήματα για τον σχηματισμό του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού.
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
Πηγή: Deutsche Welle