8.2 C
London
Monday, February 3, 2025

Γιατί το ‘The Brutalist’ είναι το θεαματικό οσκαρικό φαβορί που πρέπει να δεις στο σινεμά

Date:

Related stories

Πίτερ Παν: Εφιάλτης στη Χώρα του Ποτέ πληροφορίες για την ταινία

Ο οδηγός διασκέδασης και ψυχαγωγίας της Αθήνας. Όλες οι...

Χαρδαλιάς: Στον Οικονομικό Εισαγγελέα για τα πεπραγμένα Περιφέρειας – ΕΣΔΝΑ την περίοδο 2020-2023

Το γραφείο του Οικονομικού Εισαγγελέα επισκέφθηκε το πρωί της Δευτέρας ο περιφερειάρχης Αττικής Νίκος Χαρδαλιάς, προκειμένου να καταθέσει τα δύο πορίσματα από τον διαχειριστικό έλεγχο που πραγματοποίησε το Σώμα Ορκωτών Λογιστών, για τα πεπραγμένα των διοικήσεων της Περιφέρειας Αττικής και του Ειδικού Διαβαθμιδικού Συνδέσμου Νομού Αττικής (ΕΔΣΝΑ), κατά τις περιόδους 2020-2023. Σε δηλώσεις του αμέσως…

Οικονόμου: Θα μηδενίσουμε τις όποιες συμπεριφορές αισχροκέρδειας στα αεροπορικά εισιτήρια από Σαντορίνη

Οικονόμου: Θα μηδενίσουμε τις όποιες συμπεριφορές αισχροκέρδειας στα αεροπορικά εισιτήρια από Σαντορίνη Υπήρξαν καταγγελίες πολιτών πως έγινε μεγάλη αύξηση στις τιμές Σε έλεγχο της καταγγελλόμενης αύξησης της τιμής των αεροπορικών εισιτηρίων από τη Σαντορίνη προχωρούν τα συναρμόδια υπουργεία σύμφωνα με τον υφυπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Βασίλη Οικονόμου. «Εάν υπάρχει αισχροκέρδεια και κάποιοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν…

Το βραβευμένο με 3 Χρυσές Σφαίρες και υποψήφιο για 10 Όσκαρ και 9 βραβεία BAFTA οπτικό έπος του Μπρέιντι Κορμπέ είναι το arthouse must της χρονιάς.

The Brutalist 5 «The Brutalist»

Μέχρι το 2024, το όνομα του Μπρέιντι Κορμπέ ήταν αναγνωρίσιμο κυρίως στο σκληροπυρηνικό σινεφίλ κοινό και όχι αδικαιολόγητα, για λόγους που θα αναλύσουμε παρακάτω. Φέτος, όμως, είναι θέμα χρόνου ο Αμερικανός να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό, καθώς με την τρίτη ταινία του, το εικονοκλαστικό “The Brutalist”, πρόκειται να ανακατέψει την τράπουλα των επερχόμενων 97ων βραβείων Όσκαρ, όπου διεκδικεί 10 χρυσά αγαλματίδια. Εξάλλου, απέδειξε ήδη πως έχει αυτήν τη δυναμική, καθώς διέπρεψε στις πρόσφατες 82ες Χρυσές Σφαίρες κερδίζοντας τα βραβεία καλύτερου δράματος, σκηνοθεσίας και α’ ανδρικού ρόλου.

The Brutalist 3

Αλλά για να εξηγήσουμε πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο, χρειάζεται μια αναδρομή στην ανορθόδοξη πορεία του Κορμπέ στο σινεμά. Η καριέρα του 36χρονου ξεκίνησε στις αρχές των ‘00s ως ηθοποιός, όταν πρωταγωνίστησε στο αμφιλεγόμενο “Δεκατριών” (Κάθριν Χάρντγουικ, 2003), την ταινία που οι millennials νοικιάζαμε στο βίντεο κλαμπ κρυφά από τους γονείς μας (ρίξτε μια ματιά στη σύνοψη και θα καταλάβετε γιατί). Ακολούθησε ένα σερί εμφανίσεων σε εκλεκτικές παραγωγές όπου συνεργάστηκε με δημιουργούς που επέδρασαν καθοριστικά στο μετέπειτα καλλιτεχνικό ύφος του. Πρώτος ο εμβληματικός Γκρεγκ Αράκι που τον επέλεξε για τη σπαρακτική “Ανοιχτή Πληγή” (2004), ακολούθησε την ίδια χρονιά το σήμερα cult “Thunderbirds” (Τζόναθαν Φρέικς), προτού παίξει έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στο αγγλόφωνο “Funny Games” (2007) του σπουδαίου Μίκαελ Χάνεκε. Σε αυτό το σημείο το αξιοζήλευτο σερί του Κορμπέ γνωρίζει νέες κορυφές. Διότι αμέσως μετά βρίσκεται στο “Martha Marcy May Marlene” (Σον Ντέρκιν, 2011), μία από τις καλύτερες ανεξάρτητες αμερικανικές παραγωγές του 21ου αιώνα, συμμετέχει στο πεσιμιστικό “Melancholia” του γνωστού και μη εξαιρετέου Λαρς Φον Τρίερ, γνωριμία που τον φέρνει για τα καλά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Στην Ευρώπη πια, το 2012 βλέπει από κοντά πώς δουλεύουν δύο από τους πλέον αταξινόμητους Γάλλους σκηνοθέτες των τελευταίων ετών, ο Ολιβιέ Ασαγιάς και η Μία Χάνσεν-Λαβ, πραγματοποιώντας περάσματα στα “Σύννεφα του Σιλς Μαρία” και “Eden” αντίστοιχα, ενώ λίγο αργότερα γνωρίζει και τον αιρετικό Μπερτράν Μπονελό (“Saint Laurent: Η Χρυσή Εποχή”, 2014). Στο ενδιάμεσο, “πρόλαβε” να παίξει στην ανατρεπτική “Ανωτέρα Βία” (2014), το αντισυμβατικό δράμα που αποδείχθηκε καθοριστικό για το μέλλον του δύο φορές βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα Ρούμπεν Έστλουντ, όπως επίσης στο “Όσο Είμαστε Νέοι” (2014) του τέσσερις φορές υποψήφιου για Όσκαρ Νόα Μπάουμπαχ (“Ιστορία Γάμου”, “Barbie”). Κάπου εκεί, ο Κορμπέ αποφάσισε πως “έφτασε ταβάνι” με την υποκριτική κι είχε έρθει η ώρα να περάσει πίσω από την κάμερα. Μια κίνηση αναμενομένη, εάν λάβουμε υπόψη τους ανθρώπους με τους οποίους συνυπήρξε, το υψηλό επίπεδο στο οποίο τους είδε να εργάζονται και άρα, τις ιδέες που του εμφύσησαν. Βοήθησε, επίσης, το ότι έπαψε να το απολαμβάνει, έχει δηλώσει χαρακτηριστικά πως ένιωθε “σαν απατεώνας” ως ηθοποιός, αλλά και πως τα χρήματα που αποκόμισε από τις εν λόγω ανεξάρτητες παραγωγές δεν ήταν αρκετά για να τα βγάζει πέρα. Συνδυαστικά με το γεγονός πως παράλληλα με την παρτενέρ του στο σινεμά και τη ζωή, επίσης σκηνοθέτρια, Μόνα Φάστβολντ άρχισε να γράφει τα πρώτα σενάριά του, ήταν θέμα χρόνου να πραγματοποιήσει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του. Και όταν το ολοκλήρωσε, το έκανε με κρότο.

The Brutalist

Στα τριάντα του φτάνει στο φεστιβάλ Βενετίας με τη “Γέννηση Ενός Ηγέτη” (2015), φιλμ όπου αναδεικνύονται οι βασικές επιρροές του, αλλά κυρίως η φιλοδοξία να κάνει ένα σινεμά επικών διαστάσεων (κομβικό σε αυτό το σάουντρακ του noise πρωτοπόρου Σκοτ Γουόκερ), βαρυσήμαντων νοημάτων και τολμηρών αφηγήσεων. Με στιβαρότητα που θυμίζει τη “Λευκή Κορδέλα” του “δασκάλου” του Χάνεκε, στην ταινία ο Αμερικανός παρουσιάζει ένα πολύπτυχο ιστορικό δράμα το οποίο με φόντο το Παρίσι του 1918 και την προσωπική, βίαιη επανάσταση ενός αγοριού, επιδιώκει μια εμβάθυνση στις αιτίες που προκαλούν το φασισμό. Η “Γέννηση” δίχασε κοινό και κριτικούς, ωστόσο έφερε στον Κορμπέ τρία βραβεία στη Μόστρα και την ικανοποίηση πως μπορεί να λογαριάζεται ως ένας auteur που αξίζει την προσοχή. Το σκηνικό επαναλήφθηκε με το “Vox Lux” (2018), μια avant pop ελεγεία πάνω στο άλγος της έκθεσης που συνοδεύει την καριέρα μιας τραγουδίστριας, την οποία ενσαρκώνει η διάσημη Νάταλι Πόρτμαν. Το τελικό αποτέλεσμα έφερε μεν ακόμα περισσότερη ορατότητα στον σκηνοθέτη, κυρίως μέσω του πρωτοκλασάτου καστ αφού συμμετέχει και ο Τζουντ Λο, το άνισο σύνολο, όμως, δεν επέτρεψε πολλά περιθώρια για διθυράμβους. Μέχρι να έρθει η ώρα του “The Brutalist” φυσικά. Εδώ ο Κορμπέ τα έπαιξε όλα για όλα, κάνοντας πράξη τη φράση “go big or go home”. Αρχικά, επανέφερε μια κινηματογραφική τεχνολογία που είχε να χρησιμοποιηθεί από το 1963. Ο λόγος για την τεχνική του VistaVision η οποία, με πολύ απλά λόγια, στις προβολές δίνει την αίσθηση πως αυξάνεται το μέγεθος του κάδρου με αποτέλεσμα η μεγάλη οθόνη να αποκτά επιβλητικές διαστάσεις. Ως προς αυτό συνηγορεί και η επιλογή να γυριστεί η ταινία σε φιλμ 70mm, όπως οι παραγωγές του Κρίστοφερ Νόλαν (“Οπενχάιμερ”), προσδίδοντας έτσι μια απαράμιλλη αισθητική στην εικόνα που σε κάνει να ξεχνάς πως η ταινία φτάνει τις τρεισήμισι ώρες (υπάρχει και διάλειμμα ενός τετάρτου). Βέβαια, η αξία της ταινίας δεν περιορίζεται στο στιλ, κάτι που επαληθεύουν τα πέντε βραβεία που απέσπασε στη Μόστρα, εκ των οποίων ο Αργυρός Λέοντας για τη σκηνοθεσία. Σεναριακά, ο Αμερικανός επιστρέφει στη μεταπολεμική Ευρώπη, όχι του Α’ αλλά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συγκεκριμένα το 1947. Τότε, ο οραματιστής αρχιτέκτονας Λάζλο Τοτ (Έιντριεν Μπροντι) αποφασίζει να εγκαταλείψει την πατρίδα του, την Ουγγαρία, για να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ μαζί με τη σύζυγό του Έρζσεμπέτ (Φελίσιτι Τζόουνς). Εκεί, καθώς προσπαθούν να φτιάξουν τις ζωές τους από την αρχή γίνονται μάρτυρες της αναγέννησης της Αμερικής, μέχρις ότου η καθημερινότητά τους ανατρέπεται ανεπανόρθωτα μετά την άφιξη ενός μυστήριου όσο και πλούσιου πελάτη (Γκάι Πιρς).

The Brutalist 4

Η επιλογή των ηθοποιών του “The Brutalist” χρήζει ξεχωριστής αναφοράς. Ο πρωταγωνιστής Μπρόντι, με την εξαίρεση του Όσκαρ του (“Ο Πιανίστας”), μοιράζεται με τον Κορμπέ το δέος που νιώθει απέναντι σε σκηνοθέτες με όραμα, θυμίζουμε τις συμμετοχές του στα “Λεπτή Κόκκινη Γραμμή” (Τέρενς Μάλικ, 1998) και “Ξενοδοχείο Grand Budapest” (Γουές Άντερσον, 2014) μεταξύ άλλων. Επίσης, ο ηθοποιός κατάγεται από την Ουγγαρία, έτσι, ένιωσε μια παραπάνω σύνδεση με το χαρακτήρα του. Από την άλλη, η Τζόουνς ανήκει στις πιο ταλαντούχες ερμηνεύτριες της γενιάς της έχοντας διεκδικήσει μια φορά Όσκαρ με τη “Θεωρία των Πάντων” (Τζέιμς Μαρς, 2014). Τώρα, για τον Πιρς, κανονικά, θα άξιζε ξεχωριστό κείμενο. Ο Αυστραλός που οι περισσότεροι γνώρισαν χάρη στο αγωνιώδες “Memento” (Κρίστοφερ Νόλαν, 2000), αλλά είχε ήδη αποδείξει την αξία του νωρίτερα (“Οι Περιπέτειες της Πρισίλα, Βασίλισσας της Ερήμου”, “Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό”), στην τριανταετή και πλέον καριέρα του μετρά δεκάδες ερμηνείες που στιγμάτισαν το σινεμά, αλλά με έναν παράδοξο τρόπο σταθερά υποτιμάται. Είναι ενδεικτικό πως όλα αυτά τα χρόνια η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τον αγνοεί, χωρίς να τον έχει τιμήσει ούτε έστω με μία οσκαρική υποψηφιότητα, φάουλ που οφείλει να διορθώσει φέτος.

The Brutalist 2

Το τελευταίο σχόλιο, εν τω μεταξύ, δεν είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί. Όπως αναφέραμε και στην αρχή, το “The Brutalist” είναι υποψήφιο για 10 βραβεία Όσκαρ, πρόσφατα προτάθηκε για 9 βραβεία BAFTA, ενώ έχει ήδη αποσπάσει 3 από τις 7 Χρυσές Σφαίρες που διεκδίκησε, οι οποίες προστέθηκαν στα 9 βραβεία Critics Choice της Ένωσης Αμερικανών Κριτικών Κινηματογράφου, ενώ ξεχωριστά οι επιδραστικοί κριτικοί της Νέας Υόρκης το ανέδειξαν ως καλύτερη ταινία της χρονιάς. Με αυτόν τον τρόπο, η ταινία έχει αναπτύξει μια υπολογίσιμη δυναμική που τη φέρνει σε θέση φαβορί για τα 97α βραβεία Όσκαρ. Εκεί όπου μέχρι στιγμής οι προβλέψεις “βλέπουν” Κορμπέ και Μπρόντι επικρατέστερους σε σκηνοθεσία και α’ ανδρικό ρόλο, όπως επίσης τη διεύθυνση φωτογραφίας (Λολ Κρόουλι) και την πρωτότυπη μουσική (Ντάνιελ Μπλούμπεργκ). Όχι κι άσχημα για μια απαιτητική ανεξάρτητη παραγωγή που βρήκε τον τρόπο να ψυχαγωγήσει τους απανταχού κινηματογραφόφιλους, παραμένοντας πιστή στις σινεφίλ καταβολές της.

Το “The Brutalist” κυκλοφορεί 6 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους από την Tanweer.

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Σινεμά

Οι ταινίες που έρχονται στις αίθουσες την Πέμπτη 6/2

Latest stories