του Κώστα Κατίκου
Ρήτρα δημοσιονομικού ελλείμματος κρύβει ο νέος μηχανισμός για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, που θα μπορεί να ακυρώνει τις αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα αν προκαλείται υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων από την αναπροσαρμογή των μισθών του Δημοσίου.
Αν, δηλαδή, η αύξηση που θα προκύπτει από τον νέο μηχανισμό επιβαρύνει τη μισθολογική δαπάνη στο Δημόσιο πέραν των δημοσιονομικών αντοχών του Προϋπολογισμού, θα την “πληρώνει” και ο ιδιωτικός τομέας, καθώς δεν θα δίδεται καθόλου αύξηση στον κατώτατο μισθό!
Η πρόβλεψη για ρήτρα δημοσιονομικών αντοχών, που θα καθορίζουν το αν θα πρέπει ή δεν θα πρέπει να αυξάνεται ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα αν η μισθολογική δαπάνη που προκαλείται από το Δημόσιο επιβαρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, έχει προκαλέσει την αντίδραση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, η οποία στην έκθεσή της δείχνει “κίτρινες κάρτες” για αρκετές από τις ρυθμίσεις του νέου νόμου.
Ο νέος μηχανισμός αυξήσεων στον κατώτατο μισθό αποτελεί πλέον νόμο του κράτους και θα εφαρμοστεί από το 2028. Μέχρι το 2027 θα αυξάνεται με τη διαδικασία που ισχύει σήμερα, δηλαδή με τελική απόφαση της κυβέρνησης κατόπιν προτάσεων από επιστημονικούς φορείς και κοινωνικούς εταίρους. Ο στόχος είναι να φτάσει στα 950 ευρώ και από εκεί και πέρα να αναλάβει τη διαμόρφωσή του ο νέος μηχανισμός που νομοθέτησε το υπουργείο Εργασίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς.
Στον νέο μηχανισμό εντάσσονται και οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και αυτή η πρόβλεψη μπήκε στον νόμο χωρίς να προκύπτει ευθέως από την ευρωπαϊκή οδηγία, όπως αναφέρεται στην έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής. Η ένταξη των δημοσίων υπαλλήλων στον μηχανισμό αυξήσεων του κατώτατου μισθού είναι αυτή που έφερε και τη ρήτρα δημοσιονομικού ελλείμματος ως έναν από τους λόγους που θα παγώνουν οι αυξήσεις όχι μόνον στο Δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι “υπό την ερμηνευτική εκδοχή ότι δεν προκύπτει από την Οδηγία υποχρέωση εξίσωσης του κατώτατου μισθού των εργαζομένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας αποτελούν πρόσφορο κριτήριο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, δοθέντος ότι, κατά την Οδηγία, ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται και επικαιροποιείται “τουλάχιστον” βάσει των ακόλουθων στοιχείων: “α) αγοραστική δύναμη των νόμιμων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης, β) γενικό επίπεδο των μισθών και κατανομή τους, γ) ρυθμός αύξησης των μισθών και δ) εθνικά επίπεδα και εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα” (άρθρο 5 παρ. 2 Οδηγίας)”.
Αυτό που λέει η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής είναι ότι δεν προκύπτει από την οδηγία ούτε η υποχρέωση εξίσωσης του κατώτατου μισθού των εργαζομένων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, και πολύ περισσότερο δεν αναφέρεται ότι οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας θα αποτελούν κριτήριο για τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα.
Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα ακυρώνονται για 7 λόγους που θα εξετάζονται από 5μελή επιστημονική επιτροπή, η οποία θα μπορεί να εισηγείται ακόμα και την κατά παρέκκλιση μείωση του κατώτατου μισθού. Ωστόσο, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν θα υπάρχει μείωση, αλλά ο μισθός δεν θα αυξάνεται.
Τα κριτήρια-κόφτες των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό είναι: α) η οικονομία να βρίσκεται σε σημαντική ύφεση, ή β) να υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού (Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή γ) να υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, ή δ) να υπάρχει σημαντική αύξηση του ποσοστού της ανεργίας, ή ε) η αναπροσαρμογή να μη δικαιολογείται από τα επίπεδα και τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της ή την απόκλιση του κατώτατου μισθού από το εξήντα τοις εκατό (60%) του ακαθάριστου διάμεσου μισθού, ή στ) η αναπροσαρμογή να υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, ή ζ) να μη δικαιολογείται από έκτακτες περιστάσεις.
Τι θα λαμβάνεται υπόψη για τις αυξήσεις
Η διαδικασία καθορισμού του νομοθετημένου κατώτατου μισθού για τα έτη 2028 και εφεξής θα είναι, καταρχήν, αυτόματη και θα προκύπτει βάσει συντελεστή, με σταθερές παραμέτρους και, ειδικότερα, από το άθροισμα:
Α) Του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ής Ιουνίου του τρέχοντος έτους για το χαμηλότερο ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών και
Β) Του ημίσεος του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Αν ο ανωτέρω συντελεστής οδηγεί σε μείωση του νομοθετημένου κατώτατου μισθού, δεν γίνεται αναπροσαρμογή.
Η Επιστημονική Επιτροπή, ωστόσο, θα μπορεί να ζητά το πάγωμα των αυξήσεων ή ακόμα και μειώσεις με βάση τις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας και άλλα κριτήρια, χωρίς όμως να επιτρέπεται εκ του νόμου η εφαρμογή μειώσεων στον κατώτατο μισθό.
Ένα άλλο ερώτημα είναι αν η Επιτροπή θα μπορεί να προτείνει κάποια ενδιάμεση αύξηση, της οποίας το ποσοστό θα βρίσκεται μεταξύ του μηδενικού και εκείνου που προκύπτει από την εφαρμογή του συντελεστή.
Ποιοι εργαζόμενοι μένουν εκτός
Στην έκθεσή της η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής διατυπώνει προβληματισμούς για περιπτώσεις εργαζομένων που έχουν μεν μισθωτή σχέση, αλλά εντούτοις μένουν εκτός του νέου μηχανισμού αυξήσεων στον κατώτατο μισθό.
Αναφέρονται, για παράδειγμα, κατηγορίες “εργαζομένων” όπως “το οικιακό προσωπικό, οι κατά παραγγελία εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι διαλείπουσας απασχόλησης, οι εργαζόμενοι βάσει δελτίου (“μπλοκάκι”), οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες, οι ασκούμενοι, οι μαθητευόμενοι και άλλοι εργαζόμενοι με άτυπες μορφές απασχόλησης.