30-χρόνια-‘pulp-fiction’:-Πώς-η-ταινία-του-Κουέντιν-Ταραντίνο-άλλαξε-το-σινεμά
ΣΙΝΕΜΑ

30 χρόνια ‘Pulp Fiction’: Πώς η ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο άλλαξε το σινεμά

Το φιλμ – ορόσημο των ‘90s και ταυτόχρονα επιτομή του κινηματογραφικού μεταμοντερνισμού παραμένει ακαταμάχητα φρέσκο.

Δείτε την επετειακή προβολή του «Pulp Fiction»

Άραγε πόσες ταινίες υπάρχουν εκεί έξω που έχουν γίνει κομμάτι της συλλογικής ποπ κουλτούρας σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλοι έχουν την εντύπωση πως τις έχουν δει, ακόμα και εάν δεν ισχύει, μόνο και μόνο επειδή κάποια ατάκα, μια σκηνή, ένα τραγούδι έχει γίνει μέρος της καθημερινής μαζικής επικοινωνίας; Να είναι πενήντα; Να είναι εκατό; Σίγουρα, πάντως, ανάμεσά τους βρίσκεται τα τελευταία τριάντα χρόνια το “Pulp Fiction” του Κουέντιν Ταραντίνο.

Μία από τις ταινίες – ορόσημα της δεκαετίας του ‘90, ξεκίνησε την πορεία της από το φεστιβάλ των Καννών όπου άμα τη εμφανίσει της εκμηδένισε τον ανταγωνισμό χάρη στη φρεσκάδα της και κέρδισε, νομοτελειακά σχεδόν, το Χρυσό Φοίνικα (υπό την προεδρία του Κλιντ Ίστγουντ!). Η ορμή με την οποία το “Pulp Fiction” ερχόταν να αλλάξει τα δεδομένα μπορεί να γίνει ακόμα πιο κατανοητή εάν λάβουμε υπόψη πως μαζί με τον Ταραντίνο, μόλις στη δεύτερή του δουλειά, στην Κρουαζέτ διαγωνίζονταν, μεταξύ άλλων, ο Κριστόφ Κισλόφσκι (“Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία”), ο Νάνι Μορέτι (“Αγαπημένο μου Ημερολόγιο”), ο Αμπάς Κιαροστάμι (“Through the Olive Trees”) και ο Νικίτα Μιχάλκοφ (“Ψεύτης Ήλιος”). Όλοι τους αδιαμφισβήτητα σπουδαίοι σκηνοθέτες οι οποίοι, ωστόσο, έμοιάζε σα να προέρχονται από μια οικεία και ακαδημαϊκή παράδοση, την ώρα που το “Pulp Fiction” έδινε την αίσθηση πως παρακολουθούσες κάτι καινούριο.

Pulp Fiction 2

Η πρωτοτυπία, βέβαια, του φιλμ και κατά πόσο σαν έργο αποτελεί κάτι το αυθεντικό, συνιστούν ζητήματα προς συζήτηση που ακολουθούν το ίδιο, αλλά και συνολικά τη σκηνοθετική δουλειά του Ταραντίνο, μέχρι σήμερα. Ένας βασικός λόγος είναι πως ανάμεσα στα κύρια εργαλεία του Αμερικανού είναι τα κλεισίματα του ματιού στο παρελθόν είτε ως καθαυτό χρονική συγκυρία είτε ως υφολογικό δάνειο. Όπως επίσης η χρήση στοιχείων από αλλοτινές ταινίες ως ανακυκλωμένη πληροφορία. Στο “Pulp Fiction”, για παράδειγμα, ο ηχητικός καμβάς αποτελεί ένα κράμα soul, garage και surf rock των ‘60s, με το σάουντρακ να βασίζεται γερά σε διασκευές όπως το “Misirlou” (Ντικ Ντέιλ) και το “Son of a Preacher Man” (Ντάστι Σπρίνγκφιλντ). Επιπλέον, υπάρχουν σαφείς συνδέσεις με εμβληματικά φιλμ όπως το αγωνιώδες “Όταν Ξέσπασε η Βία” (Τζον Μπούρμαν, 1972), βλ. την τραυματική ενότητα κακοποίησης, αλλά και το ανατρεπτικό φιλμ νουάρ “Kiss Me Deadly” (Ρόμπερτ Όλντριτς, 1955) όπου αντίστοιχα χρησιμοποιείται μια βαλίτσα με… εκτυφλωτικό πλην άγνωστο περιεχόμενο σαν ένα μαγκάφιν. Όλα αυτά, δίνουν διάσταση ανεπιτήδευτου όσο και υπολογίσιμου κολάζ αισθητικών αναφορών που καθιστά την ταινία επιτομή του κινηματογραφικού μεταμοντερνισμού. Μια καλλιτεχνική κατηγορία που διαβάζεται εν μέρει ως “θάνατο της πρωτοτυπίας”, αφού τα πάντα σε ένα έργο αποτελούν υπό μία έννοια αντιγραφή μιας αντιγραφής, αλλά ταυτόχρονα, επιτρέπει ψυχραιμότερες αναγνώσεις αν θυμηθούμε πως δεν υπάρχει παρθενογένεση. Το ότι σήμερα σα λογική επικρατεί αψήφιστα στο κατακλυσμένο από σίκουελ Χόλιγουντ δε βοηθά ιδιαίτερα το τελευταίο επιχείρημα, αλλά δεν είναι της παρούσης.

Pulp Fiction 3

Εκείνο που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι το πώς, όντως, το “Pulp Fiction” άλλαξε τα δεδομένα στο παγκόσμιο σινεμά. Ο πρώτος προφανής τρόπος αφορά την ανατροπή των προσδοκιών με την υιοθεσία μιας μη γραμμικής αφήγησης. Εκεί που, δηλαδή, όλοι είχαμε συνηθίσει τα σενάρια στα οποία ακολουθείται η εξέλιξη ενός καθορισμένου ήρωα και των ψυχο-συναισθηματικών μεταβολών του, πλέον οι πρωταγωνιστές είναι πολλαπλοί και η διαδρομή τους δεν αναπτύσσεται με τη λογική “αρχής-μέσης-τέλους”. Εν προκειμένω, περίπου παράλληλα και σε γενικές γραμμές, συμβαίνουν οι εξής ιστορίες (σε περίπτωση που δεν τις γνωρίζετε ήδη): δύο κακοποιοί (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Τζον Τραβόλτα) προσπαθούν να επιστρέψουν ένα πολύτιμο αντικείμενο στο αφεντικό τους (Βινγκ Ρέιμς), ένας πυγμάχος (Μπρους Γουίλις) αποφασίζει να μη “στήσει” έναν αγώνα και ένα ζευγάρι ληστών (Τιμ Ροθ, Αμάντα Πλάμερ) επιχειρεί παρορμητικά να κλέψει ένα εστιατόριο. Το πώς αυτές οι φαινομενικά ασύνδετες περιπτώσεις καταλήγουν να αλληλοσυμπληρώνονται, συνιστά και όλη τη γοητεία της ταραντινικής αφήγησης. Αφενός διότι η λογική σειρά των γεγονότων κατασκευάζεται στο μυαλό κάθε θεατή και ποτέ ουσιαστικά επί της οθόνης, αφετέρου γιατί όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους συνειδητοποιείς ότι πρακτικά όλα ξεκινούν από την αρχή.

Έπειτα, σε επίπεδο είδους, το “Pulp Fiction” ανανέωσε βαθιά τη συνταγή του γκανγκστερικού σινεμά. Αν μέχρι τότε όλοι οι σκηνοθέτες ήθελαν να μοιάσουν στο “Νονό” (Φράνσις Φορντ Κόπολα, 1970) και τα “Καλά Παιδιά” (Μάρτιν Σκορσέζε, 1990), χρησιμοποιώντας τη βία του οργανωμένου εγκλήματος ως αφορμή για υπαρξιακή αναζήτηση και εμβάθυνση στις εξουσιαστικές δολοπλοκίες, μετά τον Ταραντίνο οι κινηματογραφικοί γκάνγκστερ ενστερνίστηκαν τη λαϊκότητά τους και έγιναν περισσότερο χαβαλέδες, διατηρώντας βέβαια το δολοφονικο coolness τους. Ο χαρακτήρας του Τραβόλτα είναι ένας ό,τι να ‘ναι χρήστης ναρκωτικών που κάνει τη ζωή του ακολουθώντας λίγο πολύ ό,τι δουλειά του κάτσει, ενώ εκείνος του Τζάκσον είναι πιο προσγειωμένος και αβίαστα φιλοσοφημένος, όπως αποδεικνύει ο μονόλογός του προτού εκτελέσει – εύκολα μια από τις πιο επικές σκηνές όλων των εποχών.

Pulp Fiction 4

Η έφεση στη σπαρταριστή ατάκα, το άνετο φέρσιμο και η μεθυστική αυτοπεποίθηση που αναδύουν οι ήρωες του Ταραντίνο, συνοψίζονται στο γράψιμο της Μία Γουάλας (Ούμα Θέρμαν) η οποία, παρά το γεγονός πως δεν έχει ισότιμο κινηματογραφικό χρόνο με τους υπόλοιπους, καταφέρνει να κλέβει την παράσταση. Μάλιστα, με έναν παράδοξο τρόπο συνοψίζει τη μεταμοντέρνα προσέγγιση του Αμερικάνου, καθώς στιλιστικά παραπέμπει στη θρυλική Γαλλίδα ηθοποιό Άννα Καρίνα, φαίνεται να αγνοεί οτιδήποτε σύγχρονο, έχει ταλέντο στο τουίστ, αλλά ζει σε μια πολυτελή έπαυλη εξοπλισμένη με σχετικά προηγμένη τεχνολογία. Τα κινητά, παρεμπιπτόντως, αναφέρονται συχνά στο σενάριο, θυμίζοντάς μας πόσο αντικείμενα φετίχ αποτελούσαν στα ‘90s.

Τώρα, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να αναφερθούμε και σε μερικές πτυχές του “Pulp Fiction” οι οποίες, ομολογουμένως άθελά του, δε γέρασαν καλά. Μετά την πρεμιέρα της στις Κάννες, όταν κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του ‘94 στις αίθουσες, η ταινία σάρωσε ξεπερνώντας τα 200 εκατομμύρια σε έσοδα και έγινε παγκόσμιο φαινόμενο. Επιστέγασμα της επιτυχίας της το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου που μοιράστηκαν οι Ταραντίνο και Ρότζερ Έιβαρι μερικούς μήνες μετά. Βέβαια, σημαντικό μερίδιο ευθύνης σε αυτό το σουξέ έχει ο σήμερα φυλακισμένος παραγωγός Χάρβεϊ Γουάινστιν, χωρίς την εταιρία του οποίου Miramax πιθανότατα να μην είχαμε το “Pulp Fiction”. Τέλος, το φιλμ γαλούχησε μια ολόκληρη γενιά σινεφίλ που το αντιμετώπισαν ως ιερό τοτέμ, μαζί με έτερους τίτλους όπως το “Fight Club”, θεμελιώνοντας τον όρο του εξεζητημένου και συχνά ανυπόφορου “film bro”. Παρόλα αυτά, το “Pulp Fiction” στέκεται αγέρωχο στο πέρασμα του χρόνου και μπορείτε να το απολαύσετε ανά πάσα στιγμή μέσω Netflix.

Τελευταία άρθρα Σινεμά

Μια υπερηχητική ταινία τρόμου έρχεται στο 65ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Related posts

Χωρίς Όρια: Θερινό σινεμά από το ΠΙΟΠ στην Αθήνα

timesadmin

Ευχή (μεταγλωττισμένη)

timesadmin

Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα μοιράζεται τις ταινίες που ενέπνευσαν το ‘Megalopolis’

timesadmin

Η ιστορία του σκύλου από το Anatomy of a Fall που έγινε σταρ

timesadmin

Home Cinema: 5 ταινίες που αξίζει να δεις αυτό το ΣΚ στην TV

timesadmin

Αστυγραφίες στην Οθόνη: Ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα που δεν θες να χάσεις

timesadmin