Του Κώστα Κατίκου
Νέος νόμος για τις συλλογικές συμβάσεις έρχεται το φθινόπωρο, με αλλαγές στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων και ενδεχομένως και στα κριτήρια που θα ισχύουν για την επέκταση των κλαδικών συμβάσεων.
Ο στόχος είναι να διευκολυνθεί η σύναψη συμφωνιών σε κλαδικό επίπεδο, καθώς στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων παρατηρείται στασιμότητα λόγω των περιορισμών που τέθηκαν με μνημονιακούς νόμους, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι εργαζόμενοι να μην καλύπτονται από μια ενιαία σύμβαση ανά κλάδο, αλλά από επιμέρους επιχειρησιακές συμβάσεις.
Το νέο πλαίσιο θα στοχεύει στο να εξασφαλιστούν καλύτεροι μισθοί για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, με αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογική σύμβαση. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η κοινοτική οδηγία 2022/2041 για επαρκείς μισθούς που υποχρεώνεται να εφαρμόσει η χώρα μας.
Η οδηγία θέτει στόχο να αυξηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στο 80%. Στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από σύμβαση είναι στο 30%.
Το νέο πλαίσιο θα περιλαμβάνει αλλαγές στη διαδικασία διαπραγμάτευσης, υπογραφής και επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε κλαδικό, ομοιοεπαγγελματικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, έχει ταχθεί υπέρ της θέσπισης κινήτρων που θα διευκολύνουν τους κοινωνικούς εταίρους στην εκπροσώπηση και τη διαπραγμάτευση, με στόχο την αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που θα καλύπτονται από συλλογική σύμβαση.
Προς την κατεύθυνση αυτή, εξετάζεται η άρση των περιορισμών που ισχύουν στην υπογραφή κλαδικών συμβάσεων, την επέκτασή τους και την κήρυξή τους ως υποχρεωτικών, αλλά και με ενίσχυση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στη διαμόρφωση του εκάστοτε κατώτατου μισθού.
Κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων είναι ο αριθμός των εργαζομένων που ψήφισε στις τελευταίες εκλογές για ανάδειξη διοίκησης.
Κριτήριο αντιπροσωπευτικότητας της εργοδοτικής οργάνωσης είναι ο αριθμός των εργαζομένων που συνδέονται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με μέλη της οργάνωσης.
Στις κλαδικές συμβάσεις, για παράδειγμα, για να υπογραφούν συμφωνίες με τα συνδικάτα, θα πρέπει οι εργοδότες που μετέχουν στις διαπραγματεύσεις να είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που συνάπτουν τη συμφωνία. Ενώ για να επεκταθεί μια κλαδική σύμβαση απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των εργοδοτών που καλύπτουν τουλάχιστον το 50% των εργαζομένων του κλάδου.
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες οι οποίοι είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικώς και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας. Αυτός ο όρος (να δεσμεύουν οι συμβάσεις ενός κλάδου μόνον τους εργοδότες που συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση και όχι όλον τον κλάδο) οδήγησε σε υποβάθμιση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας και στην ενδυνάμωση των συμβάσεων ανά επιχείρηση (επιχειρησιακές συμβάσεις).
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του capital.gr, στις βελτιώσεις που εξετάζει η κυρία Κεραμέως δεν θα υπάρξει ανατροπή συσχετισμών όσον αφορά τις επιχειρησιακές συμβάσεις, αλλά θα επιτραπεί η σύναψη κλαδικών συμβάσεων που θα καλύπτουν και εργοδότες που δεν προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις.
Αυτό που εξετάζεται είναι μια παρέμβαση στα κριτήρια της επεκτασιμότητας, ώστε μια κλαδική σύμβαση να κηρύσσεται υποχρεωτική με βάση το ποσοστό των εργαζομένων που θα μείνουν χωρίς σύμβαση. Αν δηλαδή μια κλαδική σύμβαση αφορά, για παράδειγμα, το 40% των εργαζομένων ενός κλάδου λόγω “αποχής” των εργοδοτών από τις διαπραγματεύσεις, θα μπορεί η σύμβαση να επεκτείνεται μέχρι να καλύψει και το υπόλοιπο 60% των εργαζομένων, με μείωση του κριτηρίου εκπροσώπησης από την πλευρά των εργοδοτών κάτω από το 50%, ώστε να διευκολύνεται η επέκταση της σύμβασης.
Το ισχύον πλαίσιο προβλέπει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και εργοδότες που δεν δεσμεύονται από συλλογική σύμβαση εργασίας μπορούν να προσχωρήσουν από κοινού σε συλλογική σύμβαση εργασίας που αφορά την κατηγορία τους. Συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων μπορεί να προσχωρήσει σε συλλογική σύμβαση εργασίας, από την οποία δεσμεύεται ήδη ο εργοδότης. Η προσχώρηση γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του Ν. 1876/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 του Ν. 4635/2019. Προσχώρηση σε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας δεν είναι δυνατό να γίνει από εργοδότη ή συνδικαλιστική οργάνωση άλλης επιχείρησης.
Για την κήρυξη μιας σύμβασης ως υποχρεωτικής (επέκταση) προβλέπεται ότι ο υπουργός Εργασίας, με απόφασή του, που εκδίδεται έπειτα από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου ή του επαγγέλματος μια συλλογική σύμβαση η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του πενήντα τοις εκατό (50%) των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.
Στις αλλαγές που συζητούνται, το 50% μπορεί να πέσει στο 40%, ώστε να διευκολύνεται η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων σε περισσότερους εργαζόμενους.
Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού στα χέρια της κυβέρνησης
Στο υπουργείο Εργασίας έχει συσταθεί επιτροπή ειδικών που θα υποβάλει νομοθετική πρόταση τον ερχόμενο Οκτώβριο για τον τρόπο που θα εφαρμοστούν οι αλλαγές στις συμβάσεις.
Οι παρεμβάσεις που εξετάζονται δεν θα μεταβάλουν το σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού, ο οποίος θα παραμείνει στη δικαιοδοσία της εκάστοτε κυβέρνησης.
Τα κράτη όπου το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι υψηλό τείνουν να έχουν μικρό ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων και υψηλούς κατώτατους μισθούς. Ως εκ τούτου, όπως αναφέρει η κοινοτική οδηγία, “κάθε κράτος-μέλος με ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις κάτω του 80% θα πρέπει να θεσπίσει μέτρα με σκοπό την ενίσχυση των εν λόγω συλλογικών διαπραγματεύσεων”.