scope-για-Ελλάδα:-Διατήρησε-την-επενδυτική-βαθμίδα,-αναβάθμισε-το-outlook-–-Αναθεώρησε-πτωτικά-την-ανάπτυξη-–-Κίνδυνοι-και-προκλήσεις
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Scope για Ελλάδα: Διατήρησε την επενδυτική βαθμίδα, αναβάθμισε το outlook – Αναθεώρησε πτωτικά την ανάπτυξη – Κίνδυνοι και προκλήσεις

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 23:44

Ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας στο BBB- (επενδυτική βαθμίδα) αλλά αναβάθμισε σε θετικό από σταθερό το outlook. Υπενθυμίζεται ότι στις 4 Αυγούστου του 2023 η Scope Ratings είχε δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, αναβαθμίζοντας τότε το ελληνικό αξιόχρεο σε ΒΒΒ-, και αλλάζοντας το outlook σε σταθερό από θετικό.

Σύμφωνα με την έκθεση, η αναθεώρηση του outlook σε θετικό αντανακλά την προσδοκία της Scope για συνεχή μείωση του λόγου του χρέους της γενικής κυβέρνησης κατά τα επόμενα έτη. Η αναμενόμενη μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, η οποία αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που οδήγησαν την Scope στην ανακοίνωση της αναβάθμισης της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα τον περασμένο Αύγουστο, οφείλεται στην ευνοϊκή δυναμική του χρέους και στην περαιτέρω μείωση του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, συμπεριλαμβανομένων ισχυρότερων πρωτογενών πλεονασμάτων από ό,τι προβλεπόταν προηγουμένως. Επιπλέον, η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), παράλληλα με τις ιδιωτικοποιήσεις των συστημικών τραπεζών, στηρίζουν την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τέλος, η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, που διευκολύνονται από τα ευρωπαϊκά προγράμματα ανάκαμψης και πολυετούς χρηματοδότησης, ενισχύουν την ανθεκτικότητα και το αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας.

Βασικοί παράγοντες για την αξιολόγηση

Συνεχής μείωση του δημόσιου χρέους και επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων: Η πρώτη αιτία της αναθεώρησης του outlook σε θετικό αντανακλά τη μείωση του δημόσιου χρέους. Αυτό, σύμφωνα με τον οίκο, οφείλεται κυρίως στην ευνοϊκή δυναμική του δημόσιου χρέους που οφείλεται στις ενισχυμένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές ονομαστικής ανάπτυξης και στο συγκριτικά χαμηλό μέσο  κόστος επιτοκίου του ανεξόφλητου χρέους, παράλληλα με την ισχυρή δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία.

Το συνολικό χρέος της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας έχει μειωθεί από τα υψηλά επίπεδα του 207% του ΑΕΠ από το 2020 στο 161,9% μέχρι το τέλος του 2023, γεγονός που αντιπροσωπεύει μια σημαντική μείωση κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες και πολύ κάτω από τα προ του κορονοϊού επίπεδα του  180,6% στα τέλη του 2019. Η ισχυρή ανάκαμψη από το β΄ τρίμηνο του 2020, σε συνδυασμό με τον αυξημένο πρόσφατο πληθωρισμό, οδήγησαν στη σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους και φαίνεται αρκετά βιώσιμο ώστε να διατηρηθεί η συνεχής μείωση του χρέους, έστω και με σταδιακά μετριασμένο ρυθμό.

Ο δείκτης χρέους αναμένεται να μειωθεί στο 151,9% μέχρι το τέλος του 2024, πριν μειωθεί περαιτέρω στο 130,7% έως το 2029. Αν πραγματοποιηθεί το σενάριο αυτό, αυτό θα αντιπροσωπεύει το χαμηλότερο ποσοστό χρέους από την έναρξη της ελληνικής κρίσης (α’ τρίμηνο του 2010) και κάτω από το ποσοστό χρέους της Ιταλίας με αξιολόγηση BBB+ έως το 2026. Οι προβλέψεις του οίκου για το χρέος της Ελλάδας έχουν ενισχυθεί λόγω της συνεχιζόμενης δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, καθώς η κυβέρνηση μπορεί να επιτύχει, αν όχι να υπερβεί, τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ το 2024. Επιπλέον, η Scope επικαιροποίησε τις μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις για το πρωτογενές ισοζύγιο και τώρα αναμένει ότι η κυβέρνηση θα πετύχει πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ το διάστημα 2025-27 για το υπόλοιπο της κυβέρνησης (Κυριάκου) Μητσοτάκη, σε μια αύξηση από την προηγούμενη συντηρητική εκτίμηση για πλεόνασμα μόνο 1%.

Όπως τονίζει ακόμη ο οίκος, η συνεχιζόμενη εστίαση των αρχών στη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας παρέχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επίτευξη και διατήρηση των υψηλών στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα ενόψει των επόμενων εκλογών, εκτός κάποιου απροόπτου. Αυτό ισχύει παρά την ενισχυμένη ανεξαρτησία στη χάραξη πολιτικής μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και την ενισχυμένη εποπτεία μετά τη διάσωση. Τα πρωτογενή πλεονάσματα ευθυγραμμίζονται με μέτρια δημοσιονομικά ελλείμματα, κατά μέσο όρο 0,8% του ΑΕΠ την περίοδο 2024-29.

Η Scope βλέπει ανάπτυξη κατά 2% φέτος, 1,8% το επόμενο έτος και 1,4% κατά μέσο όρο από το 2026 έως το 2029. Σημειώνεται ότι στην έκθεση του Ιανουαρίου – όταν είχε διατηρήσει αμετάβλητη την αξιολόγηση της Ελλάδας στο BBB- με σταθερό outlook – προέβλεπε ανάπτυξη 2,2% φέτος και 2,3% το 2025. Η εκτίμηση αυτή είναι ωστόσο συγκριτικά αισιόδοξη, τονίζει η Scope, καθώς επί του παρόντος δεν αντανακλά καμία ύφεση μεσοπρόθεσμα.

Οι αρνητικοί κίνδυνοι για το οικονομικό σενάριο περιλαμβάνουν: i) τυχόν απότομη οικονομική ύφεση, ii) απροσδόκητη επιστροφή σε χαμηλό πληθωρισμό, iii) νέα σοβαρή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και/ή iv) απροσδόκητη και σημαντική αποδυνάμωση της δημοσιονομικής θέσης. Για παράδειγμα, υπό το δυσμενές οικονομικό σενάριο δύο συνεχόμενων ετών ύφεσης κατά τη διάρκεια του 2024-25, το ελληνικό χρέος ενδέχεται να φθάσει το 172% του ΑΕΠ το 2025.

Ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος

Ο δεύτερος μοχλός της αναθεώρησης του outlook σε θετικό είναι η συνεχιζόμενη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενισχυμένη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των NPLs. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον κλάδο σε ενοποιημένη βάση μειώθηκαν σημαντικά από 49,2% τον Ιούνιο του 2017, στο 7% τον Μάρτιο του 2024. Αυτή η μείωση υποστηρίχθηκε από τις τιτλοποιήσεις με την εγγύησηείναι του σχεδίου “Ηρακλή” (HAPS) – το οποίο εισήχθη εκ νέου τον περασμένο Νοέμβριο και διαρκεί τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους. Η Scope αναμένει ότι ο δείκτης NPL θα συνεχίσει να μειώνεται καθώς οι τράπεζες παραμένουν δεσμευμένες σε μια περαιτέρω εξυγίανση των ισολογισμών τους. Ωστόσο, τα NPLs παραμένουν σε αυτό το στάδιο πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο (1,9% στο πρώτο τρίμηνο του 2024) και επιπλέον παραμένουν στο σύστημα ακόμη και αν δεν αναφέρονται από επίσημα στατιστικά στοιχεία.

Ταυτόχρονα, η κερδοφορία έχει βελτιωθεί από τα τέλη του 2021 λόγω της μείωσης των προβλέψεων για ζημίες από δάνεια, τα αυξημένα μη επαναλαμβανόμενα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και μέσων αντιστάθμισης κινδύνου, καθώς και της αύξησης των εσόδων από τόκους που επωφελούνται από τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού. Τα κεφάλαια CET1 σε όλο το σύστημα ενισχύονται επίσης. Στο πρώτο τρίμηνο του 2024, διαμορφώθηκαν στο 16,2% επί των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού, έναντι 13% στα χαμηλά του 2021.

Από την άλλη, τα εγχώρια κρατικά ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες, τα υπόλοιπα μετοχικά μερίδια που κατέχει το κράτος στις τράπεζες (ΕΤΕ, Attica) και οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του “Ηρακλή” υπογραμμίζουν τον υψηλό δεσμό κράτους τραπεζών, αντανακλώντας μια συνεχιζόμενη πιστωτική ανησυχία.

Οι ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζών, παράλληλα με τη μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, μειώνουν την προβλήματα που κληρονομήθηκαν από την ελληνική κρίση και μειώνουν σε ένα βαθμό τους δεσμούς κράτους-τραπεζών – υποστηρίζοντας την αλλαγή των προοπτικών.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις

Ο τελευταίος μοχλός της αναθεώρησης του outlook είναι η ενισχυμένη μακροοικονομική σταθερότητα μετά τις κρίσεις των τελευταίων 15 ετών, οι συνεχείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις, που έχουν στηρίξει τις οικονομικές προοπτικές.

Σύμφωνα με τη Scope διατηρήθηκε η πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις μέσω του “Ελλάδα 2.0”, του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρόσφατα μια θετική προκαταρκτική αξιολόγηση σχετικά με το τέταρτο αίτημα καταβολής 2,3 δισ. ευρώ σε δάνεια στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης. Από την άλλη βέβαια, οι επενδύσεις στην ελληνική οικονομία παραμένουν χαμηλές – 14% του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2024 – κάτι που είναι ωστόσο ισχυρότερο από τα επίπεδα του 2019 που δε ξεπερνούν το 11%.

Οι συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις ενδέχεται να αυξήσουν με την πάροδο του χρόνου την αναπτυξιακή δυναμικής της οικονομίας που εκτιμάται επί του παρόντος στο 1% ετησίως. Ισχυρότερη ονομαστική οικονομική ανάπτυξη αναμένεται τα επόμενα χρόνια, εν μέρει λόγω του εναρμονισμένου πληθωρισμού στο 2,7% το 2024 και 2,8% το 2025, μετά από το 4,2% πέρυσι.

Η ανεργία επίσης μειώθηκε στο 10,6% του ενεργού εργατικού δυναμικού έως τον Μάιο του τρέχοντος έτους – από το υψηλό 20,2% του Ιουνίου του 2020 – στα χαμηλότερα επίπεδά της από το 2009, αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλότερα από τους μέσους όρους της ΕΕ του 6% το Μάιο του 2024. Η Scope βλέπει την ανεργία να μετριάζεται στο 10,6 % κατά μέσο όρο για φέτος, προτού υποχωρήσεις ελαφρώς στο 10,2% έως το 2025, υποστηριζόμενη από τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη.

Οι κίνδυνοι

Προκλήσεις της αξιολόγησης: υψηλό δημόσιο χρέος και σταδιακή αποδυνάμωση της πολύ ισχυρής δομής του δημόσιου χρέους-συνεχιζόμενες διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες.

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας BBB- της Ελλάδας εξακολουθούν να περιορίζονται από:

Πρώτον, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει πολύ αυξημένο – το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των 40 κρατών που αξιολογούνται δημόσια από την Scope, μετά από αυτό της Ιαπωνίας (αξιολόγηση Α/ Σταθερή προοπτική). Το υψηλό απόθεμα χρέους εκθέτει την Ελλάδα σε επανεκτιμήσεις της αγοράς όσον αφορά τον κίνδυνο που συνδέεται με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Επιπλέον, καθώς η Ελλάδα χρηματοδοτείται από τις αγορές, αποπληρώνει νωρίτερα τα δάνεια διάσωσης και η ΕΚΤ επιπλέον ξεκινά ποσοτική σύσφιξη, η δομή του ελληνικού χρέους αποδυναμώνεται σταδιακά. Οι πληρωμές τόκων φαίνεται να αυξάνονται σταδιακά – καθώς η Ελλάδα το αναχρηματοδοτεί μέσω εκδόσεων με υψηλότερο κόστος επιτοκίου στην αγορά. Η πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια χρέους (19,2 έτη)- η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατικών ομολόγων που αξιολογεί ο οίκος – ομαλοποιείται σταδιακά προς τα κάτω. Τέλος, δεδομένου ότι οι αξιολογήσεις των κρατών αποδίδονται σε χρέος που πρόκειται να αποπληρωθεί στον ιδιωτικό τομέα, το αυξανόμενο μερίδιο του χρέους που διακρατείται στον ισολογισμό του ιδιωτικού τομέα αποτελεί μέτρια πιστωτική ανησυχία.

Οι πολιτικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την πολιτική είναι μέτριοι για τα επόμενα χρόνια, αλλά ενδέχεται να αυξηθούν μετά τις εκλογές σε βάθος χρόνου. Επιπλέον, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες και οι δημογραφικές προκλήσεις, όπως η μετανάστευση, περιορίζουν μακροπρόθεσμα το δυναμικό οικονομικής ανάπτυξης και τα επίπεδα πλούτου. Η αυξημένη διαρθρωτική ανεργία και τα ακόμη μέτρια ποσοστά συμμετοχής αποτελούν πιστωτικό περιορισμό, ακόμη και αν η ανεργία μετριάζεται.

Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των 41.188 δολαρίων με βάση την αγοραστική δύναμη το 2024 παραμένει κάτω από τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (58.838 δολάρια). Στη συνέχεια, το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε σύγκριση με την τελική κατανάλωση αντανακλά έναν κοινωνικό περιορισμό, ακόμη και όταν η συγκριτική επικράτηση των θέσεων εργασίας χαμηλού εισοδήματος και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επιβαρύνει την παραγωγικότητα, τη φορολογική βάση και αυξάνει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό μεταξύ των ευάλωτων ομάδων. Τέλος, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας, εάν δεν αντιμετωπιστούν, δεδομένης της εξάρτησης της οικονομίας από τους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας.

Related posts

ΔΥΠΑ: 26.000 voucher κοινωνικού τουρισμού ενεργοποιήθηκαν το πρώτο 15νθήμερο Αυγούστου – “Πρωταθλήτρια” η Εύβοια

timesadmin

Αυξημένη η οικοδομική δραστηριότητα τον Σεπτέμβριο

timesadmin

ΙΣΑ: Ζητά από τον ΕΟΠΥΥ την άμεση ανάρτηση των σημειωμάτων claw back έτους 2023

James Rollner

Πιο ελκυστικά γίνονται τα σταθερά μπλε τιμολόγια ρεύματος- Οι 4 λόγοι

timesadmin

Επ. Ανταγωνισμού: Πρώτη αξιολόγηση των συνθηκών ανταγωνισμού στον κλάδο πετρελαιοειδών, στο πλαίσιο κανονιστικής παρέμβασης

timesadmin

Αυξήσεις δύο ταχυτήτων στις συντάξεις τα Χριστούγεννα

timesadmin