Το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας της Ελλάδας αποκαταστάθηκε από τη Scope Ratings, απόδειξη της προόδου της στην αποκατάσταση των δημόσιων οικονομικών της, 13 χρόνια αφότου έγινε το πρώτο μέλος της ευρωζώνης που έπεσε στην κατηγορία “junk”, σχολιάζει το Bloomberg για την αξιολόγηση της Scope Ratings.
Η απόφαση της Παρασκευής συμβάλλει στη χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής από την κρίση χρέους που ξέσπασε το 2010, για την οποία χρειάστηκαν τρία διεθνή προγράμματα διάσωσης και η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη τέθηκε υπό αμφισβήτηση.
Το αμερικανικό πρακτορείο συνεχίζει σημειώνοντας πως η αναβάθμιση της Scope ακολουθεί επίσης την ηχηρή επανεκλογή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος προεκλογικώς έδωσε δεσμεύσεις για μια υγιή οικονομία και τη συνέχιση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια.
Η αναβάθμιση ήταν ευρέως αναμενόμενη από τους επενδυτές, οι οποίοι αγόραζαν τα ομόλογα της χώρας σε χαμηλότερες αποδόσεις από εκείνες των ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας, όπως της Ιταλίας.
Οι αναλυτές αναμένουν ότι και άλλοι οίκοι αξιολόγησης θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της Scope τους επόμενους μήνες, με τον Μητσοτάκη να στοχεύει σε αναβαθμίσεις μέχρι το τέλος του έτους. Πριν από την ανακοίνωση της Παρασκευής, ο ιαπωνικός οίκος Rating and Investment Information Inc. ήταν ο πρώτος οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που αναβάθμισε την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα.
Με τον Μητσοτάκη να σχεδιάζει την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων διάσωσης και τη μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ κάτω από το 140% έως το 2027 από το υψηλό 206% το 2020, οι επενδυτές είχαν ήδη αρχίσει να επενδύουν στα ελληνικά ομόλογα.
Τα οφέλη από την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα είναι τεράστια και δεν έχουν ακόμη αποτιμηθεί πλήρως, σύμφωνα με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα. Μόνο ένα στα 10 αμοιβαία κεφάλαια μπορεί να επενδύσει σε μια χώρα που αξιολογείται χαμηλότερα από αυτή, δήλωσε τον περασμένο μήνα.
Άλλες υποσχέσεις του Μητσοτάκη για τη δεύτερη θητεία του περιλαμβάνουν τη μείωση της ανεργίας στο 8%, την ενίσχυση των εξαγωγών στο 60% του ΑΕΠ και την επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2%-2,5% του ΑΕΠ ετησίως.