Του Κώστα Ράπτη
Ο υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας Τομπίας Μπίλστρεμ ανακοίνωσε την Τετάρτη την παραίτησή του, η οποία θα τεθεί σε ισχύ από την επόμενη εβδομάδα. Ο προερχόμενος από το Κόμμα των Μετριοπαθών πολιτικός υποστήριξε ότι εξέταζε το ενδεχόμενο της παραίτησης για αρκετό καιρό, καθώς θεωρεί ότι ολοκλήρωσε την αποστολή του, που ήταν η έξοδος της Σουηδίας από την πολιτική της ουδετερότητας μετά από 200 χρόνια. Ο Μπίλστρομ προέστη των συνομιλιών που οδήγησαν στην ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ.
Οι περισσότερο καχύποπτοι, ωστόσο, δεν μπορούν να μην συσχετίσουν το timing της αποχώρησης του επικεφαλής της σουηδικής διπλωματίας με τις σημαντικές απώλειες που φέρεται να κατέγραψε η Σουηδία κατά το ισχυρό πλήγμα με δύο πυραύλους Iskander-Μ το οποίο εξαπέλυσε η ρωσική πλευρά το πρωί της Τρίτης εναντίον του 179ου Κέντρου Εκπαίδευσης Διαβιβάσεων του ουκρανικού στρατού στην Πολτάβα.
Σύμφωνα με την πρώτη επίσημη ενημέρωση, οι νεκροί ανέρχονται σε 51, ωστόσο διάσπαρτες πληροφορίες κάνουν λόγο για τριψήφιο αριθμό νεκρών ποικίλων εθνικοτήτων, καθώς στο Κέντρο πραγματοποιούνταν εκπαίδευση Ουκρανών στρατιωτών σε οπλισμό δυτικής προέλευσης. Εξ ού και η σουηδική εμπλοκή, καθώς η Στοκχόλμη είχε από το καλοκαίρι αποφασίσει την αποστολή συστημάτων AWACS στην Ουκρανία.
Αλλά το γεγονός ότι όλα αυτά σημειώθηκαν στην Πολτάβα αναδεικνύει την ειρωνεία της Ιστορίας, εφόσον πρόκειται για την τοποθεσία όπου δόθηκε η σημαντικότερη στα χρονικά μάχη μεταξύ Ρώσων και Σουηδών. Αξίζει να σημειωθεί ότι προτού εγκαινιάσει την 200ετή περίοδο της ουδετερότητάς της η Σουηδία είχε εμπλακεί ούτε λίγο ούτε πολύ σε ένδεκα πολέμους με τη Ρωσία. Και φαίνεται πως επιβεβαιώνεται το ρηθέν ότι η Ιστορία, καίτοι δεν επαναλαμβάνεται, αρέσκεται να ομοιοκαταληκτεί.
Μεσαιωνικές συγγένειες
Η μοίρα το θέλει οι μεγαλύτερες συγκρούσεις να δίνονται μεταξύ συγγενών. Διότι βεβαίως οι Ρως που ίδρυσαν το κράτος τους από τη λίμνη Λάδογα μέχρι τον Δνείπερο, ήταν σουηδικής καταγωγής. Αποτελούσαν τους πρωτοπόρους της διείσδυσης Σκανδιναβών εμπόρων-πολεμιστών από τη Βαλτική μέσα από τις ποτάμιες οδούς προς τα ενδότερα και από εκεί από τις άλλες ποτάμιες οδούς προς τη Μαύρη Θάλασσα.
Κάπως έτσι βρέθηκαν να απειλούν και την Κωνσταντινούπολη, την οποία έθεσαν υπό πολιορκία ανεπιτυχώς δύο φορές, το 860 και το 907. Κατόπιν συμβιβάστηκαν με τις εμπορικές σχέσεις, προμηθεύοντας τους νότιους γείτονές τους με γουναρικά, μέλι και σκλάβους. Η εξαγορά των εχθρών σχεδόν πάντα δούλευε καλά στη βυζαντινή διπλωματία.
Το 980, μάλιστα, ο Βλαδίμηρος του Κιέβου χάρισε στον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο έξι χιλιάδες Βαράγγους μαχητές, τους οποίους δεν έβρισκε να πληρώσει και είχαν αρχίσει να γίνονται ενοχλητικοί, παίρνοντας σε αντάλλαγμα για νύφη την αδελφή του αυτοκράτορα Άννα, η οποία εμπέδωσε τη στροφή τωνΡως στην Ορθοδοξία.
Το Τάγμα των Βαράγγων αποτέλεσε την επίλεκτη στρατιωτική μονάδα της Βασιλείας Ρωμαίων, μέχρι τον 14ο αιώνα. Πολέμησαν εναντίον των εξαδέλφων τους Νορμανδών στην Ιταλία, στελέχωναν την ανακτορική φρουρά και ήταν φημισμένοι για την αγριότητά τους. Η πάντα γλαφυρή Άννα Κομνηνή τους περιγράφει ως τσεκουροφόρους “βαρβάρους από την Θούλη¨. Στην Αγία Σοφία σώζεται το γκράφιτι ενός Βαράγγου μαχητή σε ρουνική γραφή.
Ο μετέπειτα βασιλιάς Χάραλντ ο τρίτος της Νορβηγίας είχε και αυτός θητεύσει στο Τάγμα. Η πρόσληψη σε αυτό ξεσήκωνε τόσον ενθουσιασμό, ώστε κάποια στιγμή στη Σουηδία θεσμοθετήθηκε η αποκλήρωση όσων μετανάστευαν στην “Ελλάδα”.
Την εντύπωση που προκαλούσε η Κωνσταντινούπολη σε αυτούς τους υπερβόρειους πληθυσμούς τη μαρτυρεί το όνομά της, όπως σώζεται στην ισλανδική και φαιροϊκή γλώσσα: Miklagarður, ήτοι Μεγάλη Πόλη.
Το όνομα των Ρως μάλλον προέρχεται από το παλαιο-νορδικό *roþs- το οποίο παραπέμπει στην κωπηλατική τους δεινότητα. Με αυτήν κατάφεραν να κινούνται σε όλο το μήκος του συστήματος Βαλτικής-Μαύρης Θάλασσας, και να ηγεμονεύσουν σε μια τεράστια περιοχή, όπου ίδρυσαν πόλεις σαν το Κίεβο και το Νόβγκοροντ.
Η γλωσσική αφομοίωσή της σκανδιναβικής άρχουσας τάξης από τους Σλάβους υπηκόους της πήρε δύο-τρεις αιώνες. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο “Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν” ξεχωρίζει τους ομιλούντες “σκλαβιστί” και “ρωσιστί”. Από το παλαιό αυτό γλωσσικό στρώμα έχουν μείνει στα σημερινά ρωσικά μόνο ονόματα όπως Ίγκορ (πρβ. Ίνγκβαρ) και Όλγα (πρβ. Χέλγκα).
Με το βλέμμα στη θάλασσα
Η κυριαρχία στην Βαλτική ήταν το παντοτινό επίδικο των ρωσο-σουηδικών πολέμων, οι οποίοι αρχικά έδωσαν το πλεονέκτημα στους Σκανδιναβούς, με αποκορύφωμα την Συνθήκη του Στόλμποβο (1617), που κατοχύρωνε τον αποκλεισμό των Ρώσων από τη θάλασσα και οδηγούσε τη Σουηδία στην μεγαλύτερη εδαφική της επέκταση – με παράπλευρη συνέπεια, ωστόσο, την νομιμοποίηση στον θρόνο της Μόσχας, μετά από τους εμφυλίους της “Εποχής των Ταραχών”, του Μιχαήλ Ρομανόφ, πρώτου της νέας (και τελευταίας) ρωσικής δυναστείας.
Η ρεβάνς ήρθε περίπου εκατό χρόνια μετά, με τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο (1700–1721) που ενέπλεξε σε ποικίλες εναλλασσόμενες συμμαχίες πολλές δυνάμεις της εποχής, συρρικνώνοντας για πάντα τη Μεγάλη Σουηδία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 7 Ιουλίου του 1709 στην Πολτάβα της σημερινής Ουκρανίας, όπου αναμετρήθηκαν 24.000 στρατιώτες της σουηδικής πλευρές και 70.000 της ρωσικής, ενώ η Συνθήκη του Νύσταντ εξασφάλισε τη ρωσική κυριαρχία στην Ινγκρία, μέρος της Καρελίας, την Εσθονία και τη Λιβονία. Άλλωστε, πριν τελειώσει ο πόλεμος, ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε στον μυχό του φινλανδικού κόλπου την Αγία Πετρούπολη, καταδεικνύοντας τις προς Δυσμάς φιλοδοξίες του.
Στον πόλεμο αυτό ενεπλάκησαν και οι Οθωμανοί. Η φυσική τους τάση ήταν να ενισχύουν Σουηδούς και Πολωνούς, για να εξισορροπούν την αμεσότερη σε αυτούς ρωσική απειλή.
Όταν λοιπόν ο Κάρολος ο έβδομος της Σουηδίας ηττήθηκε στις ουκρανικές πεδιάδες, κατέφυγε με μερικές εκατοντάδες Σουηδούς στρατιώτες και πολύ περισσότερους Κοζάκους στο Μπεντέρ της ακόμη τότε οθωμανικής Βεσσαραβίας (σήμερα η πόλη βρίσκεται στην αποσχισθείσα μη αναγνωρισμένη Δημοκρατία της Υπερδνειστερίας) και ίδρυσε για πέντε χρόνια μία σουηδική αποικία, ζώντας από επίδομα προερχόμενα από το πάγιο αποθεματικό του προϋπολογισμού της Υψηλής Πύλης. Αυτό του άφησε στα τούρκικα το παρωνύμιο Demirbaş Şarl, ήτοι “Κάρολος των παγίων”.
Ο Κάρολος των παγίων πίστευε ότι δεν δικαιούταν να υπογράψει ειρήνη, αν δεν κέρδιζε πρώτα στο πεδίο των μαχών.
Ο Μέγας Πέτρος θέλησε να καταδιώξει τον Κάρολο και εξαπέλυσε την Εκστρατεία του Προύθου, ωστόσο οι Οθωμανοί, που υπερασπίστηκαν τον φιλοξενούμενό τους τους, επικράτησαν.
Όμως, επειδή οι ξενόφερτοι είχαν καταχρεώσει τους εμπόρους της πόλης, ξέσπασαν ταραχές και επενέβησαν οι Γενίτσαροι, στέλνοντας τον Κάρολο αιχμάλωτο στο Διδυμότειχο. Το περιστατικό έχει μείνει στην ιστορία ως το “Κalabalık του Μπεντέρ” – και η λέξη kalabaliken πέρασε στα νορβηγικά και σουηδικά.
Την εποχή εκείνη ως Μέγας Δραγουμάνος και κατόπιν Οσποδάρος της Βλαχίας σταδιοδρομούσε ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος.
Ο τελευταίος πόλεμος Ρωσίας-Σουηδίας ήταν αυτός του 1808-9, γνωστός και ως “Φινλανδικός Πόλεμος”, από τον οποίο η Σουηδία έχασε το ένα τρίτο της επικράτειάς της, καθώς η Φινλανδία συγκροτήθηκε σε Μεγάλο Δουκάτο, με στοιχεία αυτονομίας, υπό το ρωσικό αυτοκρατορικό στέμμα. Μία άλλη συνέπεια του πολέμου ήταν ότι τον σουηδικό θρόνο ανέλαβε ο στρατηγός του Ναπολέοντα Ζαν Μπερναντότ, η δυναστεία του οποίου συνεχίζεται μέχρι σήμερα.