ADVERTORIAL
Αν πρέπει να δει κανείς μια ταινία από τη σοδειά του 2024 στη μεγάλη οθόνη, αυτή είναι το Brutalist του Μπρέιντι Κόρμπετ. Στην τρίτη του σκηνοθετική δουλειά ο ανερχόμενος Αμερικανός δημιουργός επιχειρεί να αναμετρηθεί με κινηματογραφικούς κολοσσούς του παρελθόντος και να καταθέσει τη δική του κινηματογραφική εκδοχή του επονομαζόμενου «great American novel» στη μεγάλη οθόνη. Και τα καταφέρνει θαυμάσια, με την ιστορία του Λάζλο Τοθ, ενός Ούγγρου αρχιτέκτονα εβραϊκής καταγωγής που βρέθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επιβίωσε του Ολοκαυτώματος και επιχειρεί μια νέα αρχή στη Γη της Επαγγελίας.
Επικαλούμενος πλαγίως τον Κόπολα, που έστησε τη δολοφονία του Πόλι στον «Νονό» με την πίσω πλευρά του Αγάλματος της Ελευθερίας να φαίνεται στο βάθος, στην εισαγωγή ο φακός του Κόρμπετ περνά από την κάτω πλευρά αυτού του εμβληματικού αμερικανικού μνημείου και μάς δίνει να καταλάβουμε μέσω αυτής της συμβολικής εικόνας ότι ο ήρωας πρόκειται να γνωρίσει τι κρύβεται κάτω από την εντυπωσιακή επιφάνεια του αμερικανικού ονείρου. Θυμίζοντας τον τρόπο που ο Πολ Τόμας Άντερσον και άλλοι σπουδαίοι πριν από αυτόν χαρτογράφησαν τη μεταπολεμική Αμερική, οι αξίες της οποίας διαχύθηκαν στο σύνολο του Δυτικού Κόσμου, ο Κόρμπετ μας προσφέρει ένα αιχμηρό κινηματογραφικό έπος, γυρισμένο σε VistaVision και με intermission, κατά τη διάρκεια του οποίου ακούγεται μια υπέροχη σουίτα από το score του Ντάνιελ Μπλούμπεργκ – θα πρόκειται για κανονικό έγκλημα αν δεν πάρει το Όσκαρ Μουσικής φέτος.
Αυτές οι υπέροχα ρετρό δημιουργικές αποφάσεις, που παραπέμπουν στις καλύτερες μέρες του αμερικανικού κινηματογράφου, δεν θα είχαν τόση σημασία αν δεν συνοδεύονταν από το ανάλογο περιεχόμενο. Πρωτοπόρος αρχιτέκτονας πριν τον πόλεμο, ο Λάζλο Τοθ – ένας χαρακτήρας φανταστικός μεν, μα εμπνευσμένος από αληθινές εμπειρίες σημαντικών καλλιτεχνών του Μπρουταλισμού, όπως ο Λουί Καν και ο Μαρσέλ Μπρόιερ – προσπαθεί να χτίσει από την αρχή στην Αμερική τη ζωή και την καριέρα του, περιμένοντας τη σύζυγο του Ερζέμπε, που αναγκάστηκε να αποχωριστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μόνος σε μία ξένη χώρα, ο Λάζλο εγκαθίσταται στην Πενσιλβάνια, όπου ένας μεγιστάνας αναγνωρίζει (αλλά και φθονεί) το ταλέντο του και τού αναθέτει ένα τεράστιο έργο, τον σχεδιασμό και την κατασκευή ενός Ινστιτούτου. Αυτό που μοιάζει σαν χρυσή ευκαιρία για τον Λάζλο, έρχεται με ένα μεγάλο τίμημα, με τον Κόρμπετ να καταδεικνύει την εκμετάλλευση του εξαθλιωμένου ανθρώπινου κεφαλαίου της Ευρώπης από την αδίστακτη αμερικανική επιχειρηματικότητα.
«Για εμάς, η μεταπολεμική ψυχολογία και η αρχιτεκτονική συνδέονται, κάτι στο οποίο δίνουμε σάρκα και οστά σε αυτή την ταινία μέσα από την οικοδόμηση του Ινστιτούτου, μίας έκφρασης του τραύματος του Λάζλο Τοθ και του αντίκτυπου των δύο Παγκοσμίων Πολέμων», δήλωσε ο Κόρμπετ και θα κατανοήσετε πλήρως τον σύνδεσμο και πώς τον εννοεί ο σκηνοθέτης, όταν δείτε την ταινία.
Το επίτευγμα είναι ότι παρά το μέγεθος και το εκτόπισμα του τελικού αποτελέσματος, η παραγωγή, γυρισμένη κυρίως στην Ουγγαρία, κόστισε ένα λιλιπούτειο μέρος από τα ποσά που ξοδεύονται για τις τρέχουσες στουντιακές υπερπαραγωγές. Πέρα από την καλλιγραφία και τη δραματουργική σημασία των σκηνικών της ταινίας, το αφήγημα αυτό σίγουρα θα βοηθήσει τις τύχες της ταινίας στην κατηγορία του Όσκαρ Σχεδιασμού Παραγωγής.
Φυσικά, το όραμα του Κόρμπετ θα έμενε λειψό, αν δεν προσλάμβανε τους κατάλληλους ηθοποιούς. Ο Έντριεϊν Μπρόντι έρχεται για να συμπληρώσει εξωκινηματογραφικά τον ρόλο του, καθώς στον Πιανίστα είχε υποδυθεί έναν καλλιτέχνη εβραϊκής καταγωγής που πασχίζει να επιβιώσει από τη ναζιστική λαίλαπα – οπότε ο Λάζλο είναι, κατά κάποιον τρόπο, η φυσική συνέχειά του. «Έχτισα έναν χαρακτήρα βασισμένο στο θεμέλιο της αλήθειας, για να μπορέσω να ενσαρκώσω τον Λάζλο Τοθ. Άντλησα από τις δύο βαθιές επιρροές στη ζωή μου, από το γεγονός ότι μεγάλωσα ως γιος ενός Ούγγρου πρόσφυγα και από τον ρόλο μου στον Πιανίστα. Παρόλο που είναι δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, οι μήνες που πέρασα ερευνώντας το παρελθόν του Βλάντισλαβ Σπίλμαν με στοιχειώνουν ακόμα και με βοήθησαν να κατανοήσω τις οδυνηρές εμπειρίες και την απώλεια που καθόρισαν το ταξίδι του Λάζλο ως πρόσφυγα στην Αμερική», δήλωσε ο Μπρόντι. Τόσο αυτός, όσο και η συμπρωταγωνίστριά του Φελίσιτι Τζόουνς, που έχει μια μεγάλη σκηνή σύγκρουσης με τον αμερικανό επιχειρηματία στην ταινία, έπρεπε να μάθουν να μιλάνε ουγγρικά, μία διαβόητα δύσκολη γλώσσα, και να ενσωματώσουν τις ουγγρικές προφορές τους στον αγγλόφωνο διάλογο.
Τον Αμερικανό επιχειρηματία Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν υποδύεται ο Γκάι Πιρς, που βρίσκει μετά από καιρό έναν ρόλο αξιώσεων. «Μέρος της εξουσίας του είναι να είναι γοητευτικός και να κερδίζει τους άλλους» εξηγεί ο Πιρς για τον χαρακτήρα του. «Αντιμετωπίζει δυσκολίες, αλλά έχει μεγάλη καρδιά, είναι κάποιος που προθυμοποιείται να στηρίξει επαγγελματικά έναν μετανάστη που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, όπως ο Λάζλο, στον οποίο αναγνωρίζει την αρχιτεκτονική του ευφυΐα. Έχει γούστο και αν ασκεί εξουσία σε όλους γύρω του, όλα είναι εντάξει. Όλο του το προσωπείο είναι δομημένο πάνω σε αυτό».
Ο Μπρόντι κατέκτησε ήδη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του και θεωρείται οσκαρικό φαβορί στην κατηγορία του Α’ Ανδρικού Ρόλου. Αντίστοιχα και ο σκηνοθέτης του κατέκτησε Χρυσή Σφαίρα Σκηνοθεσίας και προβάλλει ως φαβορί στη σχετική οσκαρική κατηγορία, ενώ η ταινία έκανε την έκπληξη στην απονομή των Χρυσών Σφαιρών, φεύγοντας και με το βραβείο Καλύτερου Δράματος. Επίσης, στις 9 υποψηφιότητες της ταινίας για BAFTA, ήρθαν να προστεθούν 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας, της Σκηνοθεσίας, του Πρωτότυπου Σεναρίου, του Α’ και Β’ Ανδρικού Ρόλου και του Β’ Γυναικείου, της Φωτογραφίας, του Μοντάζ, της Σκηνογραφίας και της Πρωτότυπης Μουσικής – σε όλες τις σημαντικές κατηγορίες δηλαδή.
Πέρα από τα πολλά βραβεία που το Brutalist πρόκειται να κατακτήσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες όμως, μεγαλύτερη σημασία έχει ότι αποτελεί ένα επιβλητικό κινηματογραφικό όραμα, το οποίο θα επισκεπτόμαστε στο μέλλον. Και θα το ξαναγράψουμε, έχει πλαστεί για να βιωθεί στη μεγάλη οθόνη. Είναι από εκείνες τις ταινίες που μετά από πολλά χρόνια λες «την είχα δει στο σινεμά» και βλέπεις τα πρόσωπα των υπολοίπων να φωτίζουν από θαυμασμό και ζήλια.