-|-
Αναποτελεσματική χαρακτηρίζει η Τράπεζα της Ελλάδας τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ ως μέτρο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού στην ελληνική οικονομία αλλά και σε όλες τις οικονομίες οι οποίες δοκίμασαν το μέτρο με πολύ μικρό ποσοστό επιτυχίας.
Συγκεκριμένα για την πλέον γνωστή περίπτωση της Ισπανίας η οποία υιοθέτησε την προσωρινή μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής και στην ενέργεια, ως μέρος μιας στρατηγικής για την ανάσχεση των πρόσφατων πληθωριστικών πιέσεων, η ΤτΕ μεταφέρει τα συμπεράσματα της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας και την ένωσης καταναλωτών της χώρας τα οποία εμφανίζονται αμφίσημα.
Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ισπανίας το μέτρο ήταν αποτελεσματικό σε επίπεδο τιμών σουπερμάρκετ, καθώς η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ μετακυλίσθηκε ικανοποιητικά στις τιμές καταναλωτή, μειώνοντας τον πληθωρισμό.
Από την άλλη πλευρά, η ένωση καταναλωτών της Ισπανίας (Facua – Consumidores en Accion) θεώρησε το μέτρο ανεπαρκές, καθώς με βάση έρευνα τιμοληψίας που διενήργησε, στο 44,7% των αγαθών για τα οποία εφαρμόστηκε υπήρξαν αυξήσεις τιμών σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023. Παρόλα αυτά το μέτρο εφαρμόστηκε με διαφορετικές μορφές στην Γερμανία, την Γαλλία, το Βέλγιο, την Ιταλία και την Πορτογαλία.
Στην περίπτωση της Ελλάδος, μετά το πέρας της πανδημίας, οι αρχές προχώρησαν σε στοχευμένες παρεμβάσεις, λαμβάνοντας μέτρα στήριξης προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες τιμές της ενέργειας, διατηρώντας όμως τους συντελεστές ΦΠΑ ως επί το πλείστον αμετάβλητους στα σημαντικά αυξημένα επίπεδα που είχαν θεσπιστεί κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής για να επιτευχθεί η απαιτούμενη δημοσιονομική εξισορρόπηση.
Η διεθνής εμπειρία
Με βάση την βιβλιογραφία και την εμπειρική παρατήρηση για το θέμα, η προσωρινή μείωση του συντελεστή ΦΠΑ έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του επιπέδου των τιμών. Δευτερογενώς όμως, αυτή η αρχική μείωση εν μέρει ακυρώνεται, καθώς η εφαρμογή του μέτρου ενισχύει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, μετατοπίζοντας την αντίστοιχη καμπύλη συνολικής ζήτησης δεξιότερα, με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής του προϊόντος μέσω της κατανάλωσης καθώς και του πληθωρισμού.
Η ΤτΕ σημειώνει ότι σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, η γενικευμένη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ, εφόσον αφορά και το κόστος των εισροών παραγωγής, αναμένεται να μειώσει το κόστος παραγωγής, βελτιώνοντας τις παραγωγικές δυνατότητες των οικονομικών κλάδων, με αποτέλεσμα αύξηση της παραγωγής και μείωση των τιμών (μετατοπίζοντας την καμπύλη προσφοράς δεξιότερα).
Αντίθετα, υπό συνθήκες ατελούς ανταγωνισμού (ολιγοπωλιακής ή μονοπωλιακής διάρθρωσης των αγορών), που επικρατούν και στην Ελλάδα, η πτώση του κόστους παραγωγής μαζί με τις μειώσεις των τιμών καταναλωτή (λόγω μείωσης του ΦΠΑ) ενδέχεται να εσωτερικευθούν στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και να συνοδευθούν από μειώσεις του επιπέδου παραγωγής. Σε μια τέτοια περίπτωση, περιορίζεται η μετακύλιση της μείωσης του συντελεστή ΦΠΑ στις τιμές λιανικής, ο πληθωρισμός διατηρείται και εν τέλει μειώνεται η αποτελεσματικότητα του μέτρου πολιτικής
Υποθετικό σενάριο
Τονίζεται επίσης ότι υπό συνθήκες ατελούς ανταγωνισμού (π.χ. μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές συνθήκες), οι παραγωγοί αναπτύσσουν στρατηγικές τιμολόγησης που οδηγούν σε ατελή μετακύλιση των όποιων φορολογικών ελαφρύνσεων και λοιπών μειώσεων του κόστους στις τελικές τιμές.
Ενδεικτικά, αναφέρεται σε ένα υποθετικό σενάριο μείωσης του βασικού συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 23% το β’ τρίμηνο του 2024 και στην συνέχεια σε δύο επιμέρους σενάρια εκ των οποίων το ένα προβλέπει την επαναφορά του συντελεστή στο 24% μετά από 8 τρίμηνα και το δεύτερο προβλέπει την παραμονή του συντελεστή στο 23% στο διηνεκές. Το αποτέλεσμα και στα δύο υπο-σενάρια είναι το ίδιο. Η μείωση του ΦΠΑ οδηγεί σε μείωση της τιμής η οποία είναι στατιστικά ασήμαντη. Αυτό σημαίνει ότι τελικά ο καταναλωτής δεν θα έβλεπε για το εξεταζόμενο διάστημα καμία αλλαγή στις τιμές με τις οποίες θα πλήρωνε αγαθά και υπηρεσίες με το χαμηλότερο κατά 1% συντελεστή ΦΠΑ.