13:31
13/9
Το ΣΙΝΕΜΑ συναντά τον Άγγελο Φραντζή και την Κάτια Γκουλιώνη στα γυρίσματα του «Νόμου του Μέρφι»
Πέντε χρόνια μετά την πολυβραβευμένη «Ευτυχία», ο Άγγελος Φραντζής επιστρέφει με τον «Νόμο του Μέρφι» για να ανατρέψει με χιούμορ «τα πάντα όλα».
Συνέντευξη στον Πάνο Γκένα
Στο συναρπαστικό φιλμικό σύμπαν του Άγγελου Φραντζή κατοικούν νεανικές «Polaroid» και μυστηριώδη «Όνειρα του Σκύλου», ενστικτώδεις επιθυμίες «Μέσα στο Δάσος» και ένα υπαινικτικό «Σύμπτωμα», άλματα πίστης σε ένα «Ακίνητο Ποτάμι» και ένας ασυμβίβαστος, μελωδικός αγώνας στην αναζήτηση της «Ευτυχίας». Εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες, ο (πάντα) φιλόδοξος σκηνοθέτης καταθέτει φιλμικές υπαρξιακές αναζητήσεις με έναν ξεχωριστό τρόπο τη φορά και φέτος επιχειρεί την ανατροπή διερευνώντας τις προσφιλές του θεματικές (την ταυτότητα, το δίπολο του οικείου/ανοίκειου, το φύλο) με οδηγό το τελευταίο αναρχικό κι απελευθερωτικό μας καταφύγιο: το χιούμορ.
Στο «Νόμο του Μέρφι» ο Άγγελος Φραντζής μαζί με την Κάτια Γκουλιώνη (εξέχουσα δοτική και τολμηρή σε κάθε τους κινηματογραφική συνάντηση) χτίζουν και αποδομούν ένα ταξίδι αυτογνωσίας που έχει σινεφιλική βάση την αμερικανική σκρούμπολ κωμωδία των ‘30s – ‘40s και επίκαιρη αναφορά στο χάος (εσωτερικό κι εξωτερικό) του καθημερινού μας πολυ-σύμπαντος. Κι όλα αυτά με λυτρωτικό κι ανάλαφρο χιούμορ, κλειδί για κάθε επι της ουσίας απάντηση που αποζητά απεγνωσμένα την κατάργηση της σοβαροφάνειας.
Στην ταινία η Κάτια Γκουλιώνη υποδύεται τη Μαρία Αλίκη, μια αποτυχημένη ηθοποιό που αναζητά τους μεγάλους ρόλους, αλλά μετά από ένα ατύχημα υποχρεώνεται να χωρέσει σε ρόλους που μοιάζει να έχουν σχεδιάσει άλλοι για εκείνη. Ονειρεύεται, πέθανε ή λιποθύμησε; Ποια είναι πραγματικά η Μαρία Αλίκη και πώς μπορεί να βρει την έξοδο για να επιστρέψει στη ζωή;
Για τις απαντήσεις θα κάνουμε υπομονή μέχρι τις 21 Νοεμβρίου 2024, όταν ο «Νόμος του Μέρφι» θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες. Μέχρι τότε, όμως, ο Άγγελος Φραντζής και η Κάτια Γκουλιώνη μας προετοιμάζουν για μία ευτράπελη αναμέτρηση με τον εαυτό μας. Τους συναντήσαμε στα γυρίσματα της ταινίας, σε μια από τις ζεστές μέρες του περασμένου Ιούλη, για να διαπιστώσουμε πως η καλή διάθεση, η ικανοποίηση που προσφέρει η τέχνη και η πίστη σε κάτι όμορφο, φυσούν πάντα τον αέρα της πιο δροσερής ευθυμίας.
Μαζί με την Κάτια Γκουλιώνη, το εντυπωσιακό καστ συμπληρώνουν οι Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Νίκος Κουρής, Τόνια Σωτηροπούλου, Θάνος Τοκάκης, Χρήστος Στέργιογλου, Βικτώρια Μπιτούνη, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Λυδία Φωτοπούλου, Effi Rabsilber, Λευτέρης Πολυχρόνης, Ευάγγελος Βογιατζής. Το σενάριο υπογράφουν ο Άγγελος Φραντζής, η Κατερίνα Μπέη και ο Κωστής Σαμαράς, ενώ η μουσική φέρει την υπογραφή του Σταμάτη Κραουνάκη.
INFO
Η ταινία ο «Νόμος του Μέρφι» θα κυκλοφορήσει 21 Νοεμβρίου από την Tanweer.
Άγγελε επιστρέφεις με ένα πρότζεκτ που στα χαρτιά είναι δύσκολο τεχνικά.
Α.Φ.: Ναι, είναι ένα δύσκολο πρότζεκτ σε πάρα πολλά επίπεδα. Είναι πολύ σύνθετο.Τώρα βρισκόμαστε στο τέλος των γυρισμάτων κι έχω την αίσθηση πως πήγε πολύ καλά.
Δυσκολίες που προκάλεσες ο ίδιος στον εαυτό σου!
Α.Φ.: Εννοείται! Όταν γράφεις κάτι, δεν φαντάζεσαι ποτέ το πόσο σύνθετο είναι. Αυτό προκύπτει πάντα μετά, το βλέπεις σιγά-σιγά στην πράξη. Ξεκινήσαμε την προετοιμασία πολλούς μήνες πριν για να πάμε γύρισμα τώρα.
Κ.Γ.: Και το καλοκαίρι ήταν επιπλέον δύσκολο λόγω της ζέστης, αλλά το παλέψαμε. Τις προάλλες που είχαμε ένα γύρισμα σε διαμέρισμα, η ζέστη ήταν ασφυκτική.
Στο σκηνοθετικό σημείωμα που συνοδεύει το Δελτίο Τύπου της ταινίας γράφεις για τις στιγμές «επαναδιαπραγμάτευσης της ζωής». Είναι μία ιδέα που προέκυψε την τελευταία 4ετία που άλλαξαν όλα και η ταινία είναι ο αποτοκος του ποιος είναι ο Αγγελος τώρα;
Α.Φ.: Κοίτα, κάθε ταινία μου έχει αφετηρία κάτι δικό μου, κάτι που συνοδεύει τη ζωή μου τη δεδομένη περίοδο. Το πως νιώθω για τον εαυτό μου δηλαδή εκείνη την περίοδο. Η συγκεκριμένη αντανακλά μια εσωτερική μετακίνηση πολύ προσωπικη. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται μέσα από την κεντρική ηρωίδα που βιώνει όλες αυτές τις δυσκολίες, όλα τα προβλήματα στα οποία καλείται να ανταπεξέλθει και για να το καταφέρει πρέπει να αλλάξει κάτι, να μεταμορφωθεί, να βρει κάτι για εκείνη. Αυτό το κάτι μπορεί να είναι μικρό, δεν έχει σημασία. Ένα μικρό κέντρο, αλλά πολύ σημαντικό.
Μέσα στον κατακερματισμό της ζωής αντιλαμβάνομαι πως η κεντρική ηρωίδα «απλώνεται» χωροχρονικά στο ιδιωτικό της σύμπαν. Εσύ Κάτια πως το έζησες στα γυρίσματα; Πού συνάντησες την Μαρία-Αλίκη;
Κ.Γ.: Έλα ντε! Όλοι μας έχουμε μία τεράστια ανάγκη να υπηρετούμε μία συγκεκριμένη ταυτότητα, είτε την δημιουργούμε εμείς, είτε μας την δημιουργουν, και πρέπει να είμαστε τρομερά πιστοί σε αυτό…
Ειτε μας υποβάλλεται, είτε μας επιβάλλεται δηλαδή.
Κ.Γ.: Ακριβώς, και πρέπει να είμαστε εντελώς συνεπείς σε αυτή την ταυτοποίηση. Το θαύμα αυτού του σεναρίου, αυτής της ταινίας, είναι ότι η ταυτοποίηση εδώ δεν υπάρχει με τον τρόπο που γνωρίζουμε. Η Μαρία-Αλίκη πρέπει σε ελάχιστες ώρες να βρει τον εαυτό της και μέσα από τη μη ταυτοποίηση περνά τελικά στον αποχαρακτηρισμό. Προσπαθούμε να είμαστε συνεπείς και να ακολουθούμε μία γραμμή, αλλά όταν η κατασκευή της ταυτοποίησης καταρρέει οδηγεί σε κάτι τρομερά απελευθερωτικό με τεράστια… αποτυχία. Αυτό είναι! Η ταινία είναι κωμωδία, κι αν σκεφτεί κανείς τα διαφορετικά είδη και στιλ κωμωδίας, θα αντιληφθεί πως είναι ένα είδος τρομερά αναρχικό.
Και τρομερά αναγκαίο!
Κ.Γ.: Επίσης. Στα παλαιότερα χρόνια, στα ‘30s, ‘40s, στις σκρούμπολ κωμωδίες ή στις μετέπειτα πιο κοινωνικές, η κωμωδία έβγαινε από την αναταραχή. Οι ρίζες της είναι η αποδέσμευση του ελέγχου, το να φύγεις από τον έλεγχο που ορίζεται κοινωνικά ή υπαρξιακά. Υπάρχουν πολλοί stand up κωμικοί των 80s που μου αρέσουν πολύ, κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα υπηρξαν κι ακτιβιστές, που πάλευαν να ξεφύγουν από την ταυτοποίηση με τον πιο αστείο τρόπο. Και σκέψου πως μιλάμε για εποχές πολύ συντηρητικές, χρονιές Ρίγκαν. Αν το δουμε ιστορικά, η κωμωδία είναι ο αναρχικός θρίαμβος της αποτυχιας με έναν τρόπο.
Η διακωμώδηση ως μέσο επιβίωσης, λοιπόν. Άγγελε σκεφτόμουν πως έχεις εξετάσει στη φιλμογραφία σου θέματα υπαρξιακής αγωνίας μέσα από το δράμα, την πίστη ή την αλληγορία. Εδώ το κλειδί είναι το χιούμορ;
Α.Φ.: Νομίζω ναι. Στο «Νόμο του Μέρφι» υπάρχουν θεματικές που με έχουν απασχολήσει στο παρελθόν, απλα εδώ γίνονται με άλλο μηχανισμό. Με ενδιέφερε πολύ αυτό. Είμαι φανατικός της σκρούμπολ κωμωδίας του ‘30 και ήθελα πάντα να κάνω μία κωμωδία. Λατρεύω τον Χοκς, τον Κάπρα πιο πολύ απ’ όλους γιατί συνδύαζε κάτι περισσότερο από την εξυπναδα και την βιρτουοζιτε, τον Λιούμπιτς, τον Κιούκορ, τον Μπίλι Γουάιλντερ. Δουλέψαμε πολύ με την Κάτια πάνω σ’ αυτό.
Κ.Γ.: Βασική αναφορά μας ήταν ο Κάρι Γκραντ. Τον βλέπεις για παράδειγμα σε ένα σαλόνι, σε έναν κλειστό χώρο, και ο άνθρωπος γράφει χιλιόμετρα. Στέκεται σε ένα σημείο και τα μάτια του τρέχουν. Ο σωματικός ρυθμός του είναι σε μία κατάσταση που πηδάει πάνω από τις πολυθρόνες. Δουλέψαμε πολύ με την ιδέα του να διαλύεις τον χώρο μέσα στον οποίο εγκλωβίζεσαι, να νιώθεις πως πετάς πάνω απ’ αυτόν. Βρίσκω αυτή την ιδέα πολύ επίκαιρη γιατί νιώθω πως υπάρχει μία αγκύλωση σήμερα.
Η Μαρία Αλίκη, λοιπόν, είναι ένα δώρο, ένας χαρακτήρας που ανοίγεται σε νέο πεδίο;
Κ.Γ.: Είναι ένα υπέροχο πεδίο. Αλλά ξέρεις, παρατηρείς την ίδια στιγμή και τη βαθιά θλίψη που ελλοχεύει στην κωμωδία. Αν δεις τα stand-up του Λένι Μπρους ή του Άντι Κάουφμαν, η θλίψη στα μάτια τους είναι συνταρακτική. Σε κάνει να σκέφτεσαι πως είμαστε δέσμιοι μιας εικόνας που έχει άλλη υπόσταση.
Α.Φ.: Αυτό που λέει η Κάτια σχετικά με τον ρυθμό και την αναταραχή, είναι που οδήγησε και την ταινία σε μία ιδιαίτερη φόρμα. Η ταινία είναι γυρισμένη όλη με μονοπλάνα, μεγάλα μονοπλάνα που είναι δύσκολα ερμηνευτικά, με έναν ρυθμό καταιγιστικό χωρίς παύση.
Κ.Γ.: Σκέψου αυτό. Μετά από 7,5 λεπτά σκηνής μονοπλάνου να κάνεις σαρδάμ στην τελευταία ατάκα! Εκεί λες «όχι, όχι, με τίποτα!». Πολλές φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να έχει ταχυκαρδία στις 3 τελευταιες στιγμές του μονοπλάνου, να μην χαθεί κάτι στο τέλος. Ίσως στις τελευταίες ατάκες η άρθρωσή μου να γίνεται τύπου Λιβαθινού, μην τυχόν και χαθεί κάτι. Ανυπομονώ να το δω!
Α.Φ.: Όλα όμως έχουν πάει πολύ καλά, είναι ένα δώρο πραγματικά. Νιώθω πως είχα το καλύτερο συνεργείο ever.
Κ.Γ.: Μέσα σ’ αυτη την κούραση και την ζέστη, να θες να έρθεις στο γύρισμα.
Α.Φ.: Και με ένα αποτέλεσμα υψηλης αισθητικής, γιατί όλο αυτό που περιγράφουμε έπρεπε να είναι πανέμορφο, από τα ντεκόρ μέχρι τη Διεύθυνση Φωτογραφίας του Γιώργου Καρβέλα. Ελπίζουμε τουλάχιστον!
Ο «Νόμος του Μέρφι» έρχεται πέντε χρόνια μετά την τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία της «Ευτυχίας». Ήταν κάτι που σκεφτόσουν όταν προετοίμαζες το επόμενο βήμα σου;
Α.Φ.: Καμία ταινία μου δεν είναι συνέχεια της προηγούμενης. Σε όλες προσπαθώ να ανακαλύψω κάτι από την αρχή, δεν πηγαίνω με αυτά που ξέρω ήδη. Κάθε φορά, λοιπόν, δοκιμάζω κάτι διαφορετικό, μία άλλη φόρμα.
Κ.Γ.: Θεωρώ πως ο Άγγελος είναι σε μία κατηγορία – αν μπορούμε να μιλήσουμε για κατηγορίες – όπως ο Γκας Βαν Σαντ. Οι ταινίες του είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.
Α.Φ.: Είναι κάπως ιδιοσυγκρασιακό αυτό. Όπως η Μαρία-Αλίκη έχει πολλές ταυτότητες, έτσι κι εγώ. Έχω πολλές ταυτότητες και μου αρέσει να τις εξερευνώ.
Κ.Γ.: Τι ωραίο!
Και οι εκφάνσεις τους είναι οι φιλμικές σου καταθέσεις.
Α.Φ.: Ναι αυτό. Το ζητούμενο πάντα είναι να βγει μία καλή ταινία.
Κ.Γ.: Και ειδικά με την κωμωδία υπάρχει ένα κόμπλεξ. Από τις αγαπημένες μου είναι τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» που την λατρεύω και οι «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας», πάλι του Παναγιωτόπουλου. Υπάρχει όμως μία κριτική διάθεση απέναντι στο είδος.
Πως είναι ανάλαφρο a priori.
Κ.Γ.: Αυτό. Δεν συμφωνώ καθόλου.
Α.Φ.: Μα το να είναι κάτι ανάλαφρο και επι της ουσίας, είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Γι’ αυτό λέω πως ο «Νόμος του Μέρφι» είναι ένα υπαρξιακό μπουλβαρ, γιατι μιλάει για βαθια υπαρξιακα θέματα με ελαφρύ τρόπο.
Κ.Γ.: Μακάρι οι συζητήσεις μας να γίνονταν με αυτό τον τρόπο. Όταν βρίσκεις το χιούμορ σε μία συζήτηση μειώνεις την ισχύ που έχουν τα πράγματα, όσο βαριά κι αν είναι. Όπως αυτό που έλεγα πριν, διαλύεις τον χώρο.
Α.Φ.: Αυτό που αναφέρει η Κάτια ορίζεται με τον πιο σαφή τρόπο στο «Πάρτι» του Μπλέικ Έντουαρντς. Γι’ αυτό είναι αξεπέραστο, ένας τύπος διαλύει τον χώρο και ταυτόχρονα απελευθερώνει τους πάντες.
Είμαστε έτοιμοι, λοιπόν, να διαλύσουμε τον χωρο-χρόνο της Μαρίας-Αλίκης;
Κ.Γ.: Όπως ξεκινήσαμε την κουβέντα μας, όταν ρώτησες για το «που συνάντησα την Μαρία-Αλίκη».Έλα ντε!
Φωτογραφίες άρθρου: Μαριλένα Αναστασιάδου
Στιγμιότυπα από την ταινία