9:45
10/6
«Το να εστιάζουμε στα παράλογα του κόσμου, βοηθάει στο να αντιμετωπίζουμε τη ζωή»: Ο Μπαμπάκ Τζαλάλι στο ΣΙΝΕΜΑ
Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας του «Φρίμοντ» στις ελληνικές αίθουσες, ο Μπαμπάκ Τζαλάλι μίλησε στο ΣΙΝΕΜΑ για τον παράλογο κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, την αναζήτηση της ατομικής ευτυχίας και τις παραδοξότητες της ζωής που μας καθιστούν πλάσματα φτιαγμένα από αναμνήσεις και νοσταλγία.
Συνέντευξη στην Βαρβάρα Κοντονή
Το «Φρίμοντ» είναι μια «ήσυχη» ταινία ωδή στον indie, αμερικάνικο κινηματογράφο του Τζιμ Τζάρμους, ένα φιλμ με γλυκόπικρο χιούμορ και μεγάλη καρδιά. Ο Ιρανοβρετανός δημιουργός Μπαμπάκ Τζαλάλι βρέθηκε καλεσμένος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας τον περασμένο Σεπτέμβριο και μας μίλησε για μπισκοτάκια τύχης και για το προνόμιο – όχι τόσο εμφανές πάντα – της ήρεμης ύπαρξης.
Θα ήθελα να ξεκινήσω με μια ερώτηση που είμαι σίγουρη πως πολλοί σας έχουν κάνει. Γιατί επιλέξατε την πόλη του Φρίμοντ στην Καλιφόρνια, προκειμένου να τοποθετήσετε εκεί την πλοκή της ταινίας σας; Τι το ξεχωριστό έχει η πόλη αυτή;
Πριν από εννέα χρόνια πήγα στο Σαν Φρανσίσκο για να κάνω την δεύτερη, μεγάλου μήκους ταινία μου το «Radio Dreams», η οποία αφορά στην πρώτη ροκ μπάντα του Αφγανιστάν που έρχεται σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό για να γνωρίσει τους Metallica. Πρόκειται για μυθοπλασία, αλλά η μπάντα ήταν αληθινή. Τα παιδιά από τη μπάντα μου είπαν πως υπήρχε ένα μέρος που λεγόταν Φρίμοντ, έξω ακριβώς από το Σαν Φρανσίσκο και πως ήταν μια πόλη στην οποία ζούσε ο μεγαλύτερος αριθμός Αφγανών σε όλη την Αμερική. Δεν είχα ξανακούσει γι’ αυτό το μέρος, οπότε πήγα για να δοκιμάσω το φαγητό και να γνωρίσω την κουλτούρα τους και έπιασα τον εαυτό μου να επιστρέφει συνέχεια εκεί. Κάπως έτσι γνώρισα κόσμο που έμενε εκεί και ιδιαίτερα έναν μεγάλο αριθμό πρώην μεταφραστών. Αργότερα διάβασα διάφορα άρθρα που έκαναν λόγω για την ύπαρξη πολλών Αφγανών, πρώην μεταφραστών και σε άλλες περιοχές, όπως στο Σακραμέντο και την Αριζόνα. Με ενδιέφερε πολύ να μάθω για αυτούς καθώς η κατάστασή τους ήταν πολύ δυσοίωνη. Τους είχαν δώσει ειδικές μεταναστευτικές βίζες προκειμένου να έρθουν στην Αμερική, όμως όταν έφταναν τελικά εκεί αφήνονταν εντελώς στη μοίρα τους.
Παράλληλα, κάποια άλλα μέλη της αφγανικής κοινότητας δεν τους έβλεπαν (τους πρώην μεταφραστές) με καλό μάτι, γιατί τους αντιμετώπιζαν ως προδότες του αφγανικού καθεστώτος πίσω στη χώρα τους κλπ. Δεν το έκαναν αυτό για κάποιον ηθικό λόγο για να υποστηρίξουν την Αμερική, ήταν απλά μια ελάχιστη ανταλλαγή ο ερχομός τους σε μια χώρα όπου οι δουλειές ήταν ελάχιστες, ενώ υπήρχαν επίσης και πολλές απολύσεις για διάφορους άλλους λόγους. Κάπως έτσι γνώριζα ολοένα και περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους και τους μιλούσα. Σχεδόν όλοι ήταν άνδρες, όμως υπήρχαν και μερικές γυναίκες. Ένα από τα πράγματα που με προβλημάτιζε για καιρό, ήταν η εκπροσώπηση των Αφγανών γυναικών στα μίντια και τις ταινίες, γιατί και τα δύο επικεντρώνονται κυρίως στην καταπίεση και τη μιζέρια των γυναικών αυτών, λες και οι Αφγανές δεν είχαν δουλέψει ποτέ, δεν είχαν πάει σχολείο, δεν είχαν βγει από το σπίτι τους, δεν είχαν ερωτευτεί ποτέ. Έχοντας όμως μεγαλώσει κοντά σε Αφγανές και έχοντας γνωρίσει και αρκετές αργότερα, έβλεπα ότι πολλές από αυτές ήταν ανεξάρτητες, ήταν δυναμικές, είχαν όνειρα και φιλοδοξίες. Θέλαμε λοιπόν ο χαρακτήρας να είναι γυναίκα και με την Καρολίνα Καβάλι (την συν- σεναριογράφο) συμφωνήσαμε πάνω σε αυτό. Πολλές ταινίες ασχολούνται με το θέμα της μετανάστευσης υπό το πρίσμα ενός κοινωνικού ρεαλισμού, όμως πολλές φορές είναι τέτοιος ο τρόπος που συστήνεται η ταινία, έτσι ώστε η ευθύνη μεταβιβάζεται στο κοινό, προκειμένου να αισθανθεί άσχημα για τους χαρακτήρες, να τους λυπηθεί. Εγώ ήθελα να χρησιμοποιήσω μια μίξη μελαγχολίας και χιούμορ προκειμένου ο θεατής να εξανθρωπίσει τον χαρακτήρα και να ταυτιστεί μαζί του, γιατί πρώτον είναι ένα ανθρώπινο πλάσμα και ένας άνθρωπος έχει κάποιες βασικές φιλοδοξίες, όπως το να πάει για ύπνο το βράδυ και να είναι ήρεμος, να έχει κάτι να κάνει την επόμενη μέρα, να ερωτευτεί. Σε αυτόν τον κόσμο ο χαρακτήρας της Ντόνια, δεν διαφέρει από μια άλλη κοπέλα στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στη Γκάνα ή οπουδήποτε αλλού.
Είναι ωραίο που το λέτε αυτό, γιατί και εγώ αισθάνθηκα να συνδέομαι μαζί της, παρά το γεγονός ότι προερχόμαστε από εντελώς διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά περιβάλλοντα, εθνικότητα κλπ. Ήταν σαν να έβλεπα τον εαυτό μου σε αυτά που έκανε, στην καθημερινότητά της και στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της. Νομίζω πως το κοινό θα εισπράξει ακριβώς την ίδια αίσθηση από την ταινία σας.
Ως προς τη σκηνοθεσία, γιατί αποφασίσατε να γυρίσετε την ταινία σε ασπρόμαυρο;
Δεν ήθελα να εξυπηρετήσω κάποιον διανοουμενίστικο ή μεταφορικό σκοπό. Όταν γράφαμε την ταινία την φανταζόμασταν με χρώμα. Ήταν σχετικά αργά, λίγο πριν περάσουμε στη φάση της προ-παραγωγής που το αισθάνθηκα κάπως βαθιά μέσα μου, ότι θα έπρεπε τελικά να γίνει ασπρόμαυρο. Κυρίως λόγω του τόνου με τον οποίο είναι γραμμένο το φιλμ και λόγω των τοποθεσιών που είχαμε στο μυαλό αισθάνθηκε ότι το ασπρόμαυρο θα δούλευε καλύτερα. Ξέρεις, το Σαν Φρανσίσκο είναι μια πολύ εμβληματική πόλη, όλοι το ξέρουν αυτό. Το Φρίμοντ από την άλλη δεν είναι. Συγκριτικά με το Σαν Φρανσίσκο κάποιος θα το έβρισκε πολύ βαρετό. Δεν ήθελα να δείξω πως η Ντόνια πηγαίνοντας από το Φρίμοντ στο Σαν Φρανσίσκο, πάει ξαφνικά στη μεγάλη πόλη, όπου όλα είναι θαυμάσια, γιατί σπάνια συμβαίνει αυτό. Συνεπώς το ασπρόμαυρο βοηθάει στην εξισορρόπηση αυτού του πράγματος. Ως προς το aspect ratio, το γεγονός ότι η ταινία παραπέμπει στη λογική της φωτογραφίας είναι που κάτι που θέλαμε, γιατί αισθανθήκαμε πως έτσι ερχόμαστε πιο κοντά στους χαρακτήρες.
Ναι, ήθελα να το σημειώσω και εγώ αυτό. Είναι αρκετά οξύμωρο πως ενώ πρόκειται για μια ταινία πολύ «ακίνητη» μέσα στα κάδρα της, εντούτοις σε παρασύρει γρήγορα στον ρυθμό της και σε συγκινεί. Οπότε αυτή ήταν και μια ερώτηση που ήθελα να σας κάνω. Πώς αποφασίσατε να την γυρίσετε με έναν τρόπο που να παραπέμπει σε ασπρόμαυρο, φωτογραφικό άλμπουμ;
Πολλές φορές η συσχέτισή μας με ένα ασπρόμαυρο φιλμ έχει να κάνει με την σοβαρότητα και το πόσο «βαρύ» είναι αυτό το φιλμ. Προσπαθήσαμε να μη βασιστούμε σε έναν πολύ δυναμικό ρυθμό, δεν θέλαμε να υπάρχει απλά μια παράθεση εικόνων τις οποίες θα βλέπει ο θεατής, αλλά δεν θα προλαβαίνει να τις σκεφτεί. Με αυτόν τον τρόπο έχεις χρόνο να κατανοήσεις τον χαρακτήρα.
Κατά την δική μου άποψη η ταινία σας έχει αυτόν τον «αέρα» της καλής, old school, ανεξάρτητης ταινίας, ένα στυλ που νομίζω πως δεν το βλέπουμε συχνά στις μέρες μας. Είχατε επιρροές από το σινεμά άλλων δημιουργών;
Ο τόνος δεν είναι εντελώς διαφορετικός από τις άλλες μου ταινίες. Εννοείται πως υπάρχουν συγκεκριμένοι σκηνοθέτες που έχουν μια διαχρονική επίδραση πάνω μου και με τις ταινίες των οποίων μεγάλωσα και αγάπησα. Ο Άκι Καουρισμάκι είναι ένας από αυτούς. Πάντα αγαπούσα τις ταινίες του εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο εστιάζουν σε ανθρώπους που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας, ανθρώπους ονειροπόλους, ανθρώπους που δεν εγκαταλείπουν ποτέ. Μπορεί να είναι κλέφτες, αλκοολικοί, άνεργοι, ή παραδομένοι στον έρωτα δίχως όμως την δυνατότητα να έχουν εκείνον ή εκείνη που αγαπούν, υπάρχει όμως εκείνο το στοιχείο του να βλέπεις στις ταινίες του, το πόσο παράλογη είναι τελικά η ίδια η ζωή, ένα στοιχείο το οποίο πάντα με γοήτευε. Σίγουρα μου αρέσουν και πιο «βαριές» ταινίες όπως το σινεμά του Αντρέι Ταρκόφσκι, του Μπέλα Ταρ και του Μίχαελ Χάνεκε, αλλά θα έλεγα πως γενικά το ευρωπαϊκό σινεμά του είδους του Ρόι Άντερσον και του Άκι Καουρισμάκι είναι αυτό που έχει επηρεάσει περισσότερο τη δουλειά μου.
Μήπως είδα και κάποιες επιρροές από το σινεμά του Γιασουτζίρο Όζου – τα πλάνα με τους άδειους χώρους, το πως τα πρόσωπα των ηρώων «γεμίζουν» τα κάδρα;
Ναι σίγουρα! Είναι από τους πολύ αγαπημένους μου. Θυμάμαι πως μόλις είχα τελειώσει το Λύκειο και το BFI στο Λονδίνο είχε κάνει μια ρετροσπεκτίβα του Όζου. Είχα πάει να δω τις ταινίες του στη μεγάλη οθόνη και θυμάμαι πολύ καθαρά το πόσο είχα εντυπωσιαστεί από τις εικόνες του.
Q&A με το κοινό μετά την προβολή της ταινίας «Φρίμοντ» στο 29ο ΔΦΚΑ Νύχτες Πρεμιέρας
Η ταινία σας φέρνει στο προσκήνιο μερικά σοβαρά θέματα. Ένα από τα βασικότερα είναι η «ενοχή του επιζώντα», από την οποία βλέπουμε να βασανίζεται η Ντόνια. Άλλα θέματα είναι η κοινωνική απομόνωση και η ντροπή για την «εγκατάλειψη» της οικογένειάς της. Η Ντόνια προσπαθεί παράλληλα να διαχειριστεί τα συναισθήματά της και το πως να είναι χαρούμενη, όταν η χώρα της αντιμετωπίζει μια δεινή κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Τα πάντα όμως φιλτράρονται εδώ μέσα από το πρίσμα ενός μαύρου χιούμορ. Υποθέτω πώς πιστεύετε πως το χιούμορ μας βοηθάει να αντιμετωπίσουμε και να ξεπεράσουμε, ενδεχομένως, τις πιο σκοτεινές στιγμές της ζωής μας;
Βέβαια και το πιστεύω αυτό. Όπως ανέφερα και πριν, πολλές από τις ταινίες που ασχολούνται με το μεταναστευτικό, επικεντρώνονται σε μια μίζερη αντιμετώπιση του ζητήματος τις περισσότερες φορές και επαφίεται στο κοινό να τους λυπηθεί. Νομίζω πως η ζωή γενικά για όλους μας είναι εντελώς παράλογη. Βλέπεις τις ειδήσεις καθημερινά και αναρωτιέσαι τι πάει λάθος στον κόσμο. Πέντε μήνες πριν το στάδιο της προ-παραγωγής η Αναϊτα (η ηθοποιός που υποδύεται την Ντόνια) έπρεπε να φύγει από το Αφγανιστάν λόγω αναγκαστικής εκκένωσης ενός μέρους του πληθυσμού της χώρας. Λίγο καιρό μετά ήταν στο Σαν Φρανσίσκο για την έναρξη των γυρισμάτων. Έξι μήνες μετά ήμασταν στο φεστιβάλ του Σάντανς. Σκέψου μόνο πόσο παράλογο είναι αυτό που περιγράφω τώρα. Νομίζω πως το χιούμορ ή καλύτερα το να εστιάζουμε στα παράλογα αυτού του κόσμου – βασική συνιστώσα του χιούμορ – βοηθάει στο πως να αντιμετωπίζουμε πολλά πράγματα στη ζωή. Καταλαβαίνεις πως το λέω, εννοώ πως κάποιες φορές δεν μπορείς παρά να εστιάσεις στην παραξενιά και το παράλογο της ζωής προκειμένου να τα βγάλεις πέρα. Εννοείται πως στα πλαίσια της ταινίας αυτή η αίσθηση της παραδοξότητας πολλαπλασιάζεται. Δεν πιστεύω πως είναι τυχαίο το γεγονός ότι πολλοί κωμικοί πάσχουν από κατάθλιψη. Πιστεύω πως το χιούμορ είναι το «αντίδοτο» σε πολλά προβλήματα στη ζωή.
Στην ταινία σας είναι πολύ έντονο επίσης το στοιχείο της ανάμνησης. Πιστεύετε πως είναι ένα θεματικό μοτίβο στο οποίο επανέρχεστε συχνά στην φιλμογραφία σας;
Σίγουρα και αυτό συμβαίνει και στις τέσσερις ταινίες μου. Η πρώτη μου ταινία το «Frontier Blues» γυρίστηκε στην γενέτειρά μου και ήταν σχεδόν εξ΄ ολοκλήρου καμωμένη από αναμνήσεις. Κυρίως νοσταλγία θα έλεγα, γιατί θεωρώ πως υπάρχει μια διαφοροποίηση μεταξύ της νοσταλγίας και των αναμνήσεων. Υπάρχουν σκηνές με συζητήσεις μέσα στο «Φρίμοντ», που είναι πράγματα τα οποία έχω ως αναμνήσεις από τις συζητήσεις με την μητέρα μου όταν μετακομίσαμε στο Λονδίνο όσο ήμουν ακόμη παιδί και η αδελφή μου είχε μόλις γεννηθεί. Οι ενοχές του να αφήνεις πίσω σου ένα μέρος και να αναγκάζεσαι να αφήσεις και άλλους πίσω. Αυτές οι ενοχές, για παράδειγμα, είναι μια ανάμνηση που κουβαλάω διαρκώς μέσα μου. Το ίδιο συμβαίνει τόσο για την Ντόνια, όσο και για την Αναϊτα. Το γεγονός ότι η χώρα σου βρίσκεται σε κρίση και εσύ είσαι κάπου αλλού και προσπαθείς να είσαι καλά, να είσαι χαρούμενος, είναι μια κατάσταση που παίζει με το μυαλό σου, δεν μπορεί να ξεφύγεις από αυτό, μένει μαζί σου για πάντα. Οι εμπειρίες που κουβαλάει ο καθένας μας, επιστρέφουν με περίεργους τρόπους και νομίζω πως οι ιστορίες γενικά περιστρέφονται γύρω από αναμνήσεις που είχαν έναν συγκεκριμένο αντίκτυπο πάνω σου.
Μια τελευταία ερώτηση. Έστω ότι έχετε μόλις τελειώσει ένα ωραίο, χορταστικό δείπνο και έρχεται η στιγμή να ανοίξετε το δικό σας fortune cookie. Τι μήνυμα κρύβει αυτό για εσάς;
Πολύ καλή ερώτηση. Νομίζω θα λέει το εξής: «One day they will get their head out of their asses» – μια μέρα θα σταματήσουν, επιτέλους, να αδιαφορούν για όσα συμβαίνουν γύρω τους.
INFO
Η ταινία «Φρίμοντ» έκανε πανελλήνια πρώτη προβολή στο 29ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας και κυκλοφορεί στις αίθουσες 13 Ιουνίου από την One From the Heart.