11:44
13/6
Το καλοκαίρι στο σινεμά! Το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» μοιράζεται τους κινηματογραφικούς του καύσωνες
Το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» κυκλοφορεί την Πέμπτη 13 Ιουνίου στις αίθουσες και το ΣΙΝΕΜΑ ζήτησε από τον σκηνοθέτη Ζαχαρία Μαυροειδή και τους πρωταγωνιστές της ταινίας Γιώργο Τσιαντούλα, Ανδρέα Λαμπρόπουλο, Βασίλη Τσιγκριστάρη, Νίκο Μίχα να ανοίξουν το λεύκωμα των σινεφίλ τους αναμνήσεων και να μας γράψουν για την αγαπημένη τους θερινή ταινία.
Από τον Πάνο Γκένα
Τέσσερα χρόνια μετά ην εξαιρετική θητεία του «Απόστρατου», ο Ζαχαρίας Μαυροειδής επιστρέφει με μία κουήρ θερινή ρομαντική κωμωδία για την ζέσ(τ)η των σχέσεων. Με φόντο τα βραχώδη «Λιμανάκια», ο Δημοσθένης (Γιώργος Τσιαντούλας) και ο Νικήτας (Ανδρέας Λαμπρόπουλος) θα θυμηθούν όλα όσα λμνάζουν στη μνήμη τους και θα τα φρεσκάρουν μέσα από τον ανάλαφρο meta αέρα μιας νέας αφήγησης. Με στόχο να γράψουν ένα σενάριο που θα βασίζεται στο περίφημο κοινό τους «Καλοκαίρι με την Κάρμεν», οι δυο φίλοι θα φωτίσουν τις σκιές των οικογενειακών στεγανών, θα ανεβάσουν τη θερμοκρασία με σέξι γυμνά σώματα και θα δροσίσουν με χιούμορ τον ανυπόφορο καύσωνα της αυτογνωσίας.
Με αφορμή την καλοκαιρινή διάθεση της ταινίας, ζητήσαμε από τους βασικούς συντελεστές να μας γράψουν την αγαπημένη τους σινεφίλ, θερινή ανάμνηση. Εσείς διαβάστε τις προτάσεις τους και αναζητήστε το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» σε μία αίθουσα δίπλα σας. Μπορεί ο Δημοσθένης και ο Νικήτας να ξέμειναν τον Αϋγουστο στην Αθήνα, αλλά είναι σίγουρο πως θα σας κάνουν την καλύτερη παρέα κάτω από έναστρο ουρανό ενός θερινού σινεμά.
Credits φωτογραφιών πρεμιέρας: Θάλεια Γαλανοπούλου
INFO
Η ταινία το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες σε διανομή Cinobo.
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ (Σκηνοθεσία, σενάριο)
Το καλοκαίρι είναι μια ανεξάντλητη πηγή αφηγήσεων. Το δε ελληνικό καλοκαίρι νομίζω αποτελεί κομμάτι της συλλογικής μας ταυτότητας. Προσπαθώντας να διαλέξω ταινία σκέφτηκα ότι θα μπορούσε κάποιος να κάνει μια χαρτογράφηση της σύγχρονης ιστορίας μας μέσα από καλοκαιρινές ταινίες: «Animal», «Suntan», «Σπιρτόκουτο», «Δεκαπενταύγουστος», «Τσίου», «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου», «Οι απέναντι», «Επιχείρηση Απόλλων», «Κορίτσια για φίλημα», «Αμόκ», «Μανταλένα»… Κάθε μία από τις ταινίες αντανακλά με έμμεσο τρόπο την ελληνική πραγματικότητα την εποχής που γυρίστηκε. Από αυτό το πλήθος ταινιών θα ξεχωρίσω το ντοκιμαντέρ του 2008 «Λουόμενοι» της Εύας Στεφανή. Η ταινία καταγράφει τη ράθυμη καθημερινότητα των ηλικιωμένων επισκεπτών του ελληνικών λουτροπόλεων. Μέσα από την ουμανιστική ματιά της Στεφανή, η αφήγηση απλώνεται στις θεματικές του γήρατος και του χρόνου, ενεστώτα και αόριστου, κρατώντας στον πυρήνα της το έμφυλο δίπολο. Αυτό που πιο πολύ μου έμεινε από την ταινία είναι το πόσο διαφορετικά άνδρες και γυναίκες αντιμετωπίζουν τα ίδια υπαρξιακά ζητήματα που το γήρας φέρνει στο προσκήνιο.
Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής και οι συντελεστές της ταινίας καλωσορίζουν την «Κάρμεν» στην πρεμιέρα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΑΝΤΟΥΛΑΣ (Δημοσθένης)
Τιτανικός. Δεν είναι καθόλου καλοκαιρινή αλλά την είχα δει με τη γιαγιά μου την Αθηνά το 1997 σε ένα θερινό σινεμά στο Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής, στο δεύτερο πόδι, όπου και περνούσαμε συνήθως τα καλοκαίρια μας. Εγώ τότε ήμουν επτά ετών και ήταν η πρώτη μου φορά σε θερινό (τουλάχιστον αυτή που θυμάμαι). Όλος ο κόσμος μιλούσε για αυτή τη ταινία και εγώ δεν την είχα δει. Ευτυχώς η Μικρασιάτισσα γιαγιά μου, δεν μας χαλούσε ποτέ χατίρι. Μας έντυσε εμένα και τη μεγάλη μου αδερφή με τα γνωστά 90’s σετάκια, t shirt/shorts, που έγραφαν πάνω I love Halkidiki και που είχαμε ψωνίσει από την καθιερωμένη λαϊκή κάθε Πέμπτη κοντά στη μαρίνα, και μας πήγε στο θερινό. Δεν θα ξεχάσω τις ακλάδευτες ανθισμένες βουκαμβίλιες που περικύκλωναν όλο το πανί προβολής, τη μυρωδιά από βούτυρο και και ψημένο στα κάρβουνα καλαμπόκι σε συνδυασμό με τις ερωτικές σκηνές που επίσης για πρώτη φορά με άφηναν να δω. Συνήθως όταν έπεφτε κάτι τέτοιο στη τηλεόραση πάντα οι δικοί μου ψάχνανε το τηλεκοντρόλ και το άλλαζαν επι τόπου σε κλάσματα δευτερολέπτου. Όποτε ο Τζακ και η Ροουζ ήταν καταλαβαίνετε για μένα το αγαπημένο μου ζευγάρι για εκείνο το καλοκαίρι του 97. Τους είχα μετά παντού, σε αυτοκόλλητα, κάρτες, το επόμενο σετ από τη λαϊκή είχε πάνω τις φάτσες τους, τραγουδούσα κολυμπώντας το My heart will go on και με τα αδέρφια μου κάναμε αναπαράσταση της σκηνής πάνω στη ξύλινη πόρτα με το θάνατο του Τζακ, παίζοντας άμμο στα μαλλιά μας για να φαίνεται σαν πάγος. Φυσικά αγόρασα τη βιντεοκασέτα την οποία και νομίζω έβλεπα κάθε Κυριακή για όλη την υπόλοιπη χρονιά.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ (Νικήτας)
Το καλοκαίρι ειναι η αγαπημένη μου εποχή και το θερινό σινεμά είναι σίγουρα στην λίστα των διασκεδασεων μου. Πρώτη φορά που πήγα θερινό σινεμά ήταν στο Cine Paris και είδα το «Αγάπα με αν Τολμάς» του Γιάν Σαμιέλ. Όχι μια απαραίτητα καλοκαιρινή ταινία αλλά έχει όλη την ενέργεια του καλοκαιριού. Τρέλες, έρωτα, διασκέδαση που για εμένα αυτό σημαίνει καλοκαιρι. Πλέον είναι μια ταινία που βλέπω σχεδόν κάθε χρόνο τέτοια εποχή, μπορεί όχι στο ίδιο σινεμά με αυτήν την υπέροχη θέα αλλά μόνο και μόνο που πατάω το play και η ταινία ξεκινάει ξεκινάνε μαζί και όλες οι αναμνήσεις μου από την πρώτη φορά σε θερινό σινεμά. Εκείνο το βραδυ μόλις τελείωσε η ταινία αισθανόμουν γεμάτος και σκέφτηκα ότι κάποια στιγμή θα ήθελα να με δω σε αυτό το πανί με αυτήν την θέα. Και φτάνουμε στο τώρα που σε λίγες μέρες θα δω την δουλειά μας εκεί που ονειρεύτηκα και θα ξανά αισθανθώ γεμάτος και πάλι γιατί είναι όμορφο να πραγματοποιούνται τα όνειρα σου και πόσο μάλλον όταν είναι και καλοκαιρι.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΓΚΡΙΣΤΑΡΗΣ (Θύμιος)
Δύο ταινίες έχω μέσα μου απόλυτα συνυφασμένες με το καλοκαίρι – το καλοκαίρι όπως το θυμάμαι εγώ κι όχι απαραίτητα όπως πραγματικά είναι… Ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους και την μία την είδα μέσα σε βαθύ καταχείμωνο (παίζει να χιόνιζε κιόλας) στην Πανόρμου, ενώ την άλλη ιδρώνοντας αρχές Αυγούστου στα Παναθήναια στην Μαυρομιχάλη. Η πρώτη είναι το «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» του Γκουαντανίνο και του Άιβορι και η δεύτερη το «Aftersun» της Σαρλότ Γουέλς. Οι δύο αυτές ταινίες μαζί συνθέτουν την εικόνα του καλοκαιριού που αναπολώ, του καλοκαιριού που θυμάμαι ξεκάθαρα και ταυτόχρονα τελείως θολά. Του καλοκαιριού της ασφάλειας, του καλοκαιριού της απόλυτης βαρεμάρας, του καλοκαιριού της ανακάλυψης. Των καλοκαιριών που από παιδί γινόσουν έφηβος κι από έφηβος ενήλικας, γιατί για κάποιον λόγο αυτές οι αλλαγές συντελούνται πάντα το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι που έχεις χρόνο να αφεθείς, να κουραστείς, να βαρεθείς, να μην ξέρεις τι να κάνεις με την ενέργειά σου, να ανακαλύπτεις κόσμο, να προσπαθείς να κοινωνικοποιηθείς με ανθρώπους που εντελώς τυχαία βρίσκονται στα ίδια μέρη με σένα. Που είσαι αρκετά παιδί για να μετράς ακόμα τα μπάνια και τα παγωτά, αλλά την ίδια στιγμή και αρκετά μεγάλος για να έχεις τα πρώτα σου σεξουαλικά ερεθίσματα, τα πρώτα σου φιλιά, τα πρώτα σου «φασώματα», ίσως ακόμα και τις πρώτες σου ονειρώξεις. Μεσημέρια με κλειστά παντζούρια, ιδρωμένα σεντόνια και ανεμιστήρες, με την γεύση από καρπούζι, πεπόνι και ντομάτα στο στόμα, με ποδήλατα ή αργότερα με καφέδες, παρέα με παιδιά που δεν συμπαθείς ιδιαίτερα αλλά βρέθηκαν στα τριγύρω εξοχικά και ενοικιαζόμενα και ξέρεις ότι ούτε που θα λέγατε «γεια» αν βρισκόσασταν κάπου στην πόλη, αλλά παρόλα αυτά προσπαθείς όσο ποτέ να δείξεις την πιο κουλ εικόνα σου (που ανάθεμα αν υπάρχει, εδώ που τα λέμε). Στα εξοχικά και στο χωριό με τους παππούδες ή τους γονείς σε άδεια, που έχουν κι αυτοί την δική τους ζωή και τα δικά τους προβλήματα, αλλά δεν το ξέρεις και στην τελική δεν σε νοιάζει να το ξέρεις, γιατί εσένα είναι τόσες οι αλλαγές που συμβαίνουν μέσα σου μέσα στην ραστώνη της ζέστης αυτού του αφόρητα νωχελικού καλοκαιριού που είσαι ολότελα συγκλονισμένος με τον εαυτό σου και το σώμα σου και τους γύρω σου και απλά αναρωτιέσαι πώς γίνεται να ξαναέρθει κάποτε ο χειμώνας, αφού η ζωή είναι αυτή, είναι απλή και ωραία, είναι ασφαλής με μια οικογενειακή αγάπη από την οποία προσπαθείς να ξεφύγεις για να βρεθείς σε μια ερωτική αγάπη και στην αγάπη των φίλων σου που είσαι σίγουρος ότι είναι αυτή που θα σε κάνει πιο άντρα ή πιο γυναίκα ή πιο ολοκληρωμένο άνθρωπο τελοσπάντων. Και το πιο σημαντικό είναι ότι σου αρέσει ο εαυτός σου όπως μεταλλάσσεται κι εύχεσαι να μείνεις έτσι κι όταν γυρίσεις στην πόλη, παρόλο που ξέρεις ότι αυτό είναι ψέμα… Οι δυο αυτές ταινίες έδωσαν μορφή και έντυσαν ξανά με χρώμα όλες αυτές τις ξεθωριασμένες αναμνήσεις μου -αναμνήσεις ίσως όλων όσων μεγάλωσαν στα 90s- και γι’αυτό τις κρατάω και τις δύο μες στην καρδιά μου. Κι εύχομαι και οι επόμενες γενιές να έχουν αντίστοιχες αναμνήσεις κάποτε, ώστε να μπορούν να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται αν ποτέ ακούσουν τον Σαββόπουλο να τραγουδάει το «καλοκαίρι».
ΝΙΚΟΣ ΜΙΧΑΣ (Πάνος)
Αν αυτό που χαρακτηρίζει το καλοκαίρι πέραν της θάλασσας και της ζέστης είναι μια παύση από τον χρόνο και τις υποχρεώσεις, ταυτίζεται νομίζω απόλυτα με το σινεμά. Ποιος δεν έχει κολυμπήσει μέσα σε ταινίες; Ποιος δεν έχει αφήσει έναν κοκο άμμου σε κάποιο θερινό; Αν μη τι άλλο αυτή η αίσθηση ξεγνοιασιάς και ανοσίας από κάθε σκοτούρα είναι ένας βασικός στόχος μιας ταινίας. Για μένα το καλοκαίρι μου ταυτίζεται με μια ταινία που σαν άλλη ομπρέλα αγκαλιάζει και χωράει κάθε άτομο από τις βροχές του κόσμου. Ο λόγος για το «Το Κλουβί με τις Τρελές» (La Cage aux Folles) του Εντουάρ Μολιναρό, μια ταινία άχρονη, βαθιά πολιτική και γλυκόπικρη σαν κάθε τι που μας αφορά. Παρουσιάζει ένα περιβάλλον που -ενώ θα έπρεπε- δεν είναι δεδομένο, ενώ περιβάλλει ταυτόσημο με το τέλος κάθε καλοκαιριού που φτάνεις σε ένα σημείο να αναπολείς, να βάζεις νέους στόχους και να ονειρεύεσαι καινούργια “θα”. Αυτό το “θα” , όπως της θάλασσας ο,τι κι αν είναι θάλασσα για τον καθένα είναι στην δική μου περίπτωση το κλουβί. Σαν ελεύθερη πλαζ τα θερινά πάντα κάθε καλοκαίρι κάπου λιάζεται και φιλοξενείται η ταινία. Αν δεν την έχει δει κανείς, ας πάει για μια “βουτιά” .
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ |