Του Κώστα Ράπτη
Εκ πρώτης όψεως πρόκειται για “γύρο θριάμβου”. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για αποτύπωση της βαθιάς κρίσης στην οποία έχουν βυθισθεί από κοινού οι ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός απευθύνθηκε την Τετάρτη στα δύο σώματα του αμερικανικού Κογκρέσου, διακοπτόμενος 48 φορές από τους ενθουσιώδεις χειροκροτητές του. Και η αποθέωση αυτή γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή, αν τη δούμε σε αντίστιξη με την κατάσταση της πολιτικής ηγεσίας της ίδιας της φιλοξενούσας χώρας: λ.χ. τον παραπαίοντα Τζο Μπάιντεν (ο οποίος επί μήνες επιχειρεί να οριοθετήσει κάπως την συμπεριφορά του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας) να έχει μόλις ανακοινώσει ότι εγκαταλείπει την προσπάθεια επανεκλογής του, την αντιπρόεδρο Χάρις να προωθείται κατεπειγόντως και χωρίς τις προβλεπόμενες ανταγωνιστικές διαδικασίες στη θέση του υποψηφίου των Δημοκρατικών για την προεδρία και με τον Ντόναλντ Τραμπ, άρτι διαφυγόντα από δολοφονική απόπειρα αλλά όχι και από τις δικαστικές περιπέτειες του, να ετοιμάζεται να πάρει τον Νοέμβριο τη ρεβάνς.
Κανείς από αυτούς δεν μπορεί να ελπίζει στην άνευ όρων αποδοχή και στήριξη που πρόσφεραν στον Νετανιάχου τα μέλη (τουλάχιστον τα προσελθόντα) του αμερικανικού Κογκρέσου, περισσότερο αφοσιωμένα στον Ισραήλ και από τους ίδιους τους συμπολίτες του, που έχουν το κακό συνήθειο να διοργανώνουν κατά καιρούς εναντίον του διαδηλώσεις.
Άλλωστε το μέρος είναι ιδιαίτερα οικείο στην ισραηλινό πρωθυπουργό: Επρόκειτο για την τέταρτη φορά που απευθυνόταν στο Σώμα, τιμή που δεν έχει αποδοθεί σε κανέναν άλλο ξένο ηγέτη, χωρίς μάλιστα η πρόσκληση να του έχει σταλεί με τη συγκατάθεση του Λευκού Οίκου. Η πρωτοβουλία της Ρεπουμπλικανικής ηγεσίας της Βουλής να καλέσει προεκλογικά τον Νετανιάχου, σε μια ιδιόμορφη καμπάνια εναντίον του Τζο Μπάιντεν, είχε το προηγούμενό της και το 2014, όταν ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ανέπτυξε στο Κογκρέσο τους κινδύνους από την, ακόμη τότε κυοφορούμενη, συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την οποία προωθούσε ως πρόεδρος ο Μπαράκ Ομπάμα (και ουσιαστικά ακύρωσε, λίγα χρόνια μετά την συνυπογραφή της, ο Ντόναλντ Τραμπ).
Την “ιρανική απειλή” ήρθε να ανεμίσει και πάλι χθες ο Νετανιάχου, ζητώντας ουσιαστικά το “πράσινο φως” για μία περιφερειακή διεύρυνση (εξόδοις βέβαια των ΗΠΑ) της σύγκρουσης που μαίνεται από τις 7 Οκτωβρίου – αυτήν ακριβώς που η κυβέρνηση Μπάιντεν επιχειρεί με ανίσχυρες εκκλήσεις να τερματίσει, προκειμένου να τροχοδρομήσει εκ νέου την σημαντικότερη για τα αμερικανικά συμφέροντα εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τις αραβικές μοναρχίες.
Μάλιστα, ο Νετανιάχου αισθάνεται τόσο ισχυρός, ώστε να χαρακτηρίζει εντός Κογκρέσου ως “χρήσιμους ηλίθιους του Ιράν” εκείνους τους πολίτες της φιλοξενούσας χώρας οι οποίοι διαδηλώνουν το προηγούμενο διάστημα υπέρ της κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα.
Αν μιλούσαμε για κάποια μικρότερη χώρα θα τα θεωρούσαμε όλα αυτά ως δείγματα αναξιοπρεπούς υποτέλειας σε κάποια ισχυρότερη δύναμη. Όμως μιλούμε για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η αυτοτροφοδοτούμενη πλειοδοσία υπέρ του Ισραήλ έχει καταστεί για το μεγαλύτερο τμήμα των ελίτ ένα είδος καινοφανούς πολιτικής “θρησκείας”.
Τα χαρακτηριστικά της είναι βέβαια ανορθολογικά, καθώς η αδιαφορία προς τα πραγματολογικά δεδομένα είναι τέτοια που να επιτρέπεται στον Νετανιάχου να υποστηρίζει ότι οι στρατός της χώρας του δεν έχει σκοτώσει ούτε έναν Παλαιστίνιο άμαχο. Από δε πολιτικής και ηθικής απόψεως δεν χρειάζεται να υπομνησθεί ότι ο Νετανιάχου ερευνάται από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) με την κατηγορία των εγκλημάτων πολέμου, ενώ το Διεθνές Δικαστήριο (ICJ) θεωρεί ότι ενδεχομένως τελείται γενοκτονία στη Γάζα και μόλις την προηγούμενη εβδομάδα τόνισε ότι αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο η κατοχή και ο εποικισμός παλαιστινιακών εδαφών.
Όμως ό,τι φαντάζει εφικτό, απλώς και μόνο διότι αποδεικνύεται ανεκτό, έχει κόστος. Ο αριθμός των Δημοκρατικών κοινοβουλευτικών που αρνήθηκαν να παραστούν στην ομιλία Νετανιάχου ήταν χθες μεγαλύτερο απ’ ό,τι το 2014, καθώς το ζήτημα του Ισραήλ έχει μετατραπεί, με ευθύνη του ίδιου του Ισραηλινού πρωθυπουργού, από αντικείμενο αυτόματης διακομματικής συναίνεσης σε δείκτη partisan διαιρέσεων στην πολιτική σκηνή και ακόμη περισσότερο στην αμερικανική κοινωνία. Η αλαζονεία είναι κακός σύμβουλος και ο Νετανιάχου γίνεται τμήμα συγκρούσεων που δεν του αντιστοιχούν – πόσω μάλλον όταν αυτές που διεξάγονται στην ίδια του την πατρίδα δεν έχουν τερματισθεί.