-|-
Ένα μέσο ετήσιο δημοσιονομικό χώρο 734 εκατ. ευρώ για την τετραετία 2025-2028 δίνει η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες για την Ελλάδα, η οποία εγκρίθηκε χθες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στη χθεσινή απόφαση της Κομισιον, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αμυντικές δαπάνες για την Ελλάδα για το σύνολο της περιόδου 2025-2028 θα αυξήσουν σωρευτικά το έλλειμμα κατά 1,2% του ΑΕΠ (2,93 δις ευρώ) και το χρέος κατά 1,8% του ΑΕΠ (4,04 δισ. ευρώ) .
Οι αμυντικές δαπάνες οι οποίες θα προκαλέσουν συνολική αύξηση του ελλείμματος κατά 1,2% του ΑΕΠ, επιμεριζόμενες γραμμικά στην τετραετία, σηματοδοτούν μια μέση ετήσια αύξηση δαπανών της τάξης των 734 δισ. ευρώ, η οποία θεωρείται εφικτή για τα δεδομένα της χώρας. Η αύξηση του ελλείμματος είναι συμβατή με το ανώτατο όριο αύξησης των δαπανών κατά 1,5% του ΑΕΠ που θέτει ως ανώτατο όριο η Επιτροπή στη “Λευκή Βίβλο” για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης και είναι και το όριο των δαπανών που δεν θα εγγράφονται στο έλλειμμα.
Με το κείμενο της Επιτροπής ξεκαθαρίζεται ότι έτος αναφοράς για τον υπολογισμό της αύξησης των αμυντικών δαπανών για την Ελλάδα είναι το 2024 και όχι το 2021 που ισχύει γενικά για όλες της χώρες της ΕΕ. Έτσι, ο πρώτος “λογαριασμός” των αυξήσεων των αμυντικών δαπανών που δεν θα εγγράφονται στο έλλειμμα θα γίνει για το 2025 σε σχέση με το 2024.
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία οι αμυντικές δαπάνες για την Ελλάδα θα φτάσουν για φέτος το 2,3% του ΑΕΠ ενώ το 2024 ήταν 2,2% του ΑΕΠ. Η επιλογή του να επιλεγεί το 2024 ως έτος βάσης είναι ότι το 2021 οι δαπάνες άμυνας έφταναν το 2,7% του ΑΕΠ και άρα ήταν πολύ υψηλότερες από αυτές το 2025. Συνεπώς η χρήση του 2021 ως έτους βάσης δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα στον δημοσιονομικό χώρο.
Ωστόσο με βάση τα τωρινά στοιχεία η ετήσια αύξηση των δαπανών είναι 0,1% του ΑΕΠ (περίπου 250 εκατ. ευρώ) με μια διαφορά: Η Ελλάδα έχει ενημερώσει τις Βρυξέλλες ότι έχει ήδη εγκριθεί από τη Βουλή ένα νέο διευρυμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο θα φτάσει τα 28 δισ. ευρώ μέχρι και το 2036. Όταν ενσωματωθούν οι δαπάνες του νέου αυτού προγράμματος, τότε οι ετήσιες δαπάνες μπορεί να αυξηθούν περαιτέρω. Η μεγαλύτερη αυτή αύξηση θα αποτυπωθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Η Επιτροπή διάλεξε έναν πρακτικό τρόπο για τον υπολογισμό της επίπτωσης σε έλλειμμα και χρέος. Υπολόγισε το ύψος των δαπανών το 2028, το αφαίρεσε από αυτό του 2025 και διαίρεσε τη διαφορά δια 4 θεωρώντας ότι οι αυξήσεις των αμυντικών δαπανών θα είναι γραμμικές.
Το “φρένο”
Ωστόσο, στο κείμενο της η Κομισιόν δεν παρέλειψε να βάλει και ένα έμμεσο “φρένο” σε μια ανεξέλεγκτη αύξηση των πρωτογενών δαπανών από την Ελλάδα για της ανάγκες της άμυνας. Συγκεκριμένα, σχολιάζοντας την επίπτωση σε έλλειμμα και χρέος, τόνιζε ότι πιθανότατα η επίπτωση αυτή θα απαιτούσε πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή μετά την περίοδο ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του δημοσιονομικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης ότι ο λόγος χρέους τίθεται ή παραμένει σε εύλογα καθοδική πορεία ή παραμένει σε συνετά επίπεδα κάτω του 60% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Επίσης θεωρούσε ότι θα έπρεπε να διασφαλίζεται και το κριτήριο του ελλείμματος. Να παραμείνει δηλαδή κάτω από το 3% του ΑΕΠ, τούτο με δεδομένο -σημειώνεται- ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι στο μέλλον οι διαρθρωτικά υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, ενδέχεται να απαιτήσουν πολιτικές για τη διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ.
Οι μελλοντικές συμβάσεις
Επιπλέον, για ορισμένες από τις συμβάσεις για στρατιωτικό εξοπλισμό που υπογράφηκαν κατά την περίοδο ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής, η παράδοση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Έτσι όμως επηρεάζονται τα δημόσια οικονομικά μόνο μετά την περίοδο ενεργοποίησης της ρήτρας. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το ενδεχόμενο, η ευελιξία που παρέχεται βάσει της εθνικής ρήτρας διαφυγής θα ισχύει και για αμυντικές δαπάνες που συνδέονται με τέτοια μεταγενέστερη παράδοση, υπό την προϋπόθεση ότι οι αντίστοιχες συμβάσεις υπογράφηκαν κατά την περίοδο ενεργοποίησης της ρήτρας (δηλαδή την περίοδο 2025 -2028) και ότι αυτές οι καθυστερημένες αμυντικές δαπάνες, παραμένουν εντός του συνολικού ανώτατου ορίου του 1,5% του ΑΕΠ.