Αύριο, Δευτέρα 2 Ιουνίου αναμένεται να μεταβεί στο Κάιρο ελληνική αντιπροσωπεία για διαβουλεύσεις με τις τοπικές αρχές μετά την πρόσφατη απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης να κλείσει την ιστορική Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά και να δημεύσει την περιουσία της.
Η είδηση παρακάλεσε θλίψη και απογοήτευση σε όλο τον ορθόδοξο χριστιανισμό καθώς λίγες εβδομάδες νωρίτερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αιγύπτιος πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, διαβεβαίωναν ότι το θέμα με τις διεκδικήσεις εις βάρος της μονής είναι κοντά στη διευθέτησή του, παραπέμποντας σε συμφωνία στην οποία οι δύο πλευρές έχουν καταλήξει και αναμένεται να υπογραφεί.
Στην Αίγυπτο αναμένεται να μεταβεί τεχνικό κλιμάκιο και – αν στη συνέχεια χρειαστεί υψηλότερη εκπροσώπηση – τότε θα γίνει σε υπουργικό επίπεδο.
H Αθήνα θα επιδιώξει να εξασφαλίσει ένα αποτέλεσμα που θα είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αρχική συμφωνία, χωρίς αυτό να διαταράξει την ύψιστης γεωπολιτικής σημασίας συμμαχία με την Αίγυπτο.
Η εν λόγω συμφωνία ήταν έτοιμη από τον περασμένο Δεκέμβριο, ωστόσο οι καθυστερήσεις στην υπογραφή από την αιγυπτιακή πλευρά, που από ορισμένους θεωρούνταν εδώ και καιρό προσχηματικές, κατέληξαν τελικά στην επίμαχη απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης και σήμαναν συναγερμό στην Αθήνα, που έκτοτε έχει επιδοθεί σε έναν διπλωματικό μαραθώνιο για τη διευθέτηση του ζητήματος.
Τι ανέφερε η συμφωνία
Όμως, τι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών;
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας “Καθημερινή”, κατόπιν παρατεταμένης διαπραγμάτευσης τον περασμένο Δεκέμβριο προέκυψε ένα “Συμφωνητικό και Διακανονιστικό Συμβόλαιο” που αποτελούσε τη συμφωνία που θα υπέγραφαν ο υποστράτηγος δρ Χαλέντ Μουμπάρακ Χουσεΐν Μπάκρι, κυβερνήτης Νοτίου Σινά, ο οποίος, όπως αναφέρουν εκκλησιαστικές πηγές, ήταν ο εξουσιοδοτημένος για να κάνει τη διαπραγμάτευση εκπρόσωπος της αιγυπτιακής ηγεσίας, και ο αρχιεπίσκοπος Δαμιανός με την ιδιότητα και του νομικού εκπροσώπου της μονής, σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα 306 του 1974.
Πρόκειται για τη συμφωνία στην οποία έγινε αναφορά κατά την πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι στην Αθήνα και με την οποία οι δύο πλευρές θα έκλειναν την εκκρεμότητα που υπήρχε με τις δικαστικές διεκδικήσεις εις βάρος της Μονής Σινά, αναγνωρίζοντάς της ιδιοκτησία επί των αμφισβητούμενων εκτάσεων.
Στο προοίμιο της συμφωνίας γίνεται αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, αρχής γενομένης από την αγωγή που κατατέθηκε ήδη από το 2015 από την Περιφέρεια Νοτίου Σινά, αμφισβητώντας ιδιοκτησίες της μονής, και στη συνέχεια σε δύο εφέσεις που κατατέθηκαν από τα αντίδικα μέρη.
“Το Εφετείο διέταξε τη συγχώνευση των δύο εφέσεων και, πριν αποφασίσει επί της ουσίας τους, διέταξε τον διορισμό πενταμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων από το υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία ανέλαβε την αποστολή της και υπέβαλε έκθεση που περιείχε περιγραφή των αμφισβητούμενων οικοπέδων, συνολικής έκτασης (71) οικοπέδων, τις περιγραφές τους, τα όριά τους, τα σημεία αναφοράς, τις εκτάσεις και τα χαρακτηριστικά της κατοχής τους, όσον αφορά τις δραστηριότητές τους ή τα κτίρια, καθώς και τις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτά και τις νομικές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σχετικά με αυτά μεταξύ των μερών αυτής της συμφωνίας. Οι δύο εφέσεις εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιον του δικαστηρίου και αναβλήθηκαν για τη συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 2025 (σ.σ. πρόκειται για συνεδρίαση που αναβλήθηκε και πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη, οπότε και εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση)”, αναφέρεται στο προοίμιο.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην αναγνώριση από το αιγυπτιακό κράτος της ιστορικής σημασίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής της Αγίας Αικατερίνης και του πολιτισμού της κοινότητας του Σινά που ζει στην περιοχή από τον 4ο αιώνα μ.Χ., ενώ επισημαίνεται η αναγνώριση της περιοχής ως Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.
“Τα μέρη συμφωνούν να τερματίσουν τη δικαστική διαμάχη μέσω ενός διακανονισμού που διασφαλίζει τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και των φυσικών πόρων, την ελευθερία άσκησης των θρησκευτικών τελετών από τους πολίτες και την ικανότητα του κράτους να υλοποιήσει τα μελλοντικά του σχέδια για βιώσιμη ανάπτυξη”, καταλήγει το προοίμιο.
Τα άρθρα της συμφωνίας
Στο πρώτο άρθρο της συμφωνίας αναφέρεται ότι “Η εγγραφή της περιοχής της Αγίας Αικατερίνης στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 2002, μαζί με το συνημμένο έγγραφο που περιλαμβάνει τα οικόπεδα, εκκλησίες και κτίρια που σχετίζονται με το Μοναστήρι, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας συμφωνίας, συμπληρώνει και ερμηνεύει τους όρους της”.
Στο τρίτο άρθρο γίνεται αναφορά σε ιδιοκτησία της μονής: “Τα μέρη συμφωνούν ότι, σύμφωνα με την εγγραφή του Μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στη Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς, το Μοναστήρι, τα κτίριά του, τα οικόπεδά του, οι εκκλησίες και τα συναφή κτίρια που αναφέρονται στο συνημμένο και υπογεγραμμένο έγγραφο από τα μέρη αποτελούν ιδιοκτησία του Μοναστηριού που ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Δόγμα.
Το Μοναστήρι διατηρεί την αυτονομία του στη διαχείριση των εσωτερικών του υποθέσεων, διοικητικών και θρησκευτικών, χωρίς εξωτερική παρέμβαση. Αυτό περιλαμβάνει τον έλεγχο στις καθημερινές λειτουργίες, τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και την προσήλωση στις παραδόσεις του. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει τη μοναδική ιστορική και πνευματική σημασία του Μοναστηριού, επιτρέποντάς του να διατηρήσει την ταυτότητα και την κληρονομιά του διαμέσου των αιώνων. Όλα τα παραπάνω τελούν υπό την εποπτεία του ηγουμένου, ο οποίος φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου της Επισκοπής του Σινά στην Αίγυπτο”.
Στο ίδιο άρθρο γίνεται αναφορά σε συνεργασία της μονής με το Ανώτατο Συμβούλιο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων για παρεμβάσεις συντήρησης των κτισμάτων, ενώ επισημαίνεται ότι δεν προστατεύονται μόνο τα κτίσματα αλλά και η μοναστική ζωή εντός των τειχών της μονής.
Αντίστοιχα, το τέταρτο άρθρο επιβεβαιώνει τη συμφωνία για διατήρηση της αρχιτεκτονικής της μονής, των θησαυρών της, ακόμη και “των αρχαίων δέντρων, τα οποία αποτελούν ζωτικό κομμάτι της περιβαλλοντικής κληρονομιάς, ανεκτίμητο φυσικό θησαυρό”.
Στο πέμπτο άρθρο τα μέρη συμφωνούν να επιβεβαιώσουν τον σεβασμό όλων των υφιστάμενων αποφάσεων από πρωθυπουργό, υπουργό Πολιτισμού και πρόεδρο αρχής αρχαιοτήτων για τη μονή, τoυς ναούς και τα κτίρια γύρω από αυτή, καθώς και των οικοπέδων που αποτελούν αντικείμενο της δικαστικής διαμάχης.
Στο έκτο άρθρο η Περιφέρεια Νοτίου Σινά δεσμεύεται για την προστασία της περιοχής και την ασφάλεια της μονής, ενώ ο αρχιεπίσκοπος δεσμεύεται για τη διατήρηση της μονής και την παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων στους επισκέπτες.
Στο έβδομο άρθρο αναφέρεται: “Τα μέρη συμφωνούν πλήρως στη δέσμευσή τους για συμφιλίωση, παραίτηση και τερματισμό της εν εξελίξει δικαστικής διαμάχης μεταξύ της Περιφέρειας Νοτίου Σινά και του Μοναστηριού” και ότι “τα μέρη επίσης δεσμεύονται να αποσύρουν και να συμφιλιωθούν σε όλες τις αμοιβαίες αγωγές και νομικές διαφορές και να διευθετήσουν κάθε εκκρεμή διαφωνία μέσω συμβιβασμού”.
Η συμφωνία, με την οποία η δικαστική διαμάχη θα έκλεινε, καθώς διευθετούσε όλα τα εκκρεμή ζητήματα, τελικά ακόμη δεν έχει υπογραφεί, με τις εκτιμήσεις πηγών της σιναϊτικής κοινότητας να συγκλίνουν στο ότι η καθυστέρηση υπήρξε σκόπιμη, προκειμένου, τελικά, να εκδοθεί η δικαστική απόφαση, η οποία διαμορφώνει νέα, δυσμενή δεδομένα.
Το κείμενο στη UNESCO
Παράλληλα, και το κείμενο στην επίσημη αίτηση καταχώρισης της Μονής στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, το οποίο έχει αποδεχθεί και αναγνωρίσει η Αίγυπτος, καθιστά τη Μονή ως νόμιμο ιδιοκτήτη της περιουσίας της.
Το κείμενο της συμπερίληψης της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά στην UNESCO από το 2002, καθώς και οι μετέπειτα επικαιροποιήσεις του, είναι σαφές: “Η Μονή αποτελεί ιδιοκτησία της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και ανήκει στην Αρχιεπισκοπή του Σινά. Υπό το ιεραρχικό σύστημα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι αυτοδιοικούμενη και ανεξάρτητη, υπό τη διοίκηση του Ηγουμένου, ο οποίος φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου”.
Επισημαίνεται ακόμη ότι: “Οποιαδήποτε παρέμβαση για τη συντήρηση των κτηρίων αξιολογείται με εξαιρετική προσοχή τόσο από τις αρχές της Μονής όσο και από το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου. Δεν επιτρέπεται τίποτα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο, έστω και στο ελάχιστο, τον αυθεντικό χαρακτήρα των κτηρίων”.
Το επίσημο κείμενο της UNESCO κατοχυρώνει την προστασία όχι μόνο των κτηρίων, αλλά και της μοναστικής ζωής, θέτοντας και περιορισμούς στην αξιοποίηση ολόκληρης της περιοχής: “Επιπλέον, δεν προστατεύονται μόνο τα ίδια τα κτήρια, αλλά – και πιο σημαντικό – προστατεύεται η μοναστική ζωή εντός των τειχών της Μονής, ενώ η ζωή σε ολόκληρη την περιοχή αναπτύσσεται επίσης, όσο το δυνατόν περισσότερο, μέσω ενός αυστηρού σχεδίου διαχείρισης”.
Πηγή: TheToc
Διαβάστε ακόμη: