Του Κώστα Ράπτη
Ο Ντόναλντ Τραμπ την επιθυμούσε διακαώς. Οι διεθνείς αγορές την ανέμεναν με ανυπομονησία. Ο Σι Τζινπίνγκ, πάλι, δεν βιαζόταν καθόλου. Εντέλει, η τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν την Πέμπτη οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Κίνας έδειξε ότι ο “δομημένος διάλογος” των δύο πλευρών, όπως αυτός αποφασίστηκε στη σινο-αμερικανική συνάντηση της Γενεύης στις 12 Μαΐου, μπορεί όντως να προχωρήσει. Μολονότι πολλές προκλήσεις παραμένουν, ο “εκτροχιασμός” που απειλήθηκε με τη δρομολόγηση του εμπορικού πολέμου του Τραμπ τον Απρίλιο δείχνει να απομακρύνεται.
Η συνδιάλεξη, που διήρκεσε πάνω από μία ώρα, ήταν η πρώτη από τις 17 Ιανουαρίου (ήτοι τις παραμονές της επανόδου του Τραμπ στον Λευκό Οίκο) και ολοκληρώθηκε με εκατέρωθεν προσκλήσεις για την πραγματοποίηση επισκέψεων.
Ο Κινέζος ηγέτης “πολιορκήθηκε” έντονα, ώστε να υπάρξει αυτή η επαφή, καθώς δεν επιθυμούσε, ούτε στο πλαίσιο ιδιωτικής συνομιλίας, δυσάρεστες εκπλήξεις σαν αυτές για τις οποίες ο Τραμπ έχει αποδειχθεί ικανός απέναντι σε ξένους ηγέτες, όπως ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι της Ουκρανίας και ο Σίριλ Ραμαφόσα της Νότιας Αφρικής.
Άλλωστε, ο ένοικος του Λευκού Οίκου φρόντισε, κατά τρόπο τελείως “τραμπικό”, να πυροδοτήσει νέα ένταση με το Πεκίνο την προηγούμενη Παρασκευή, όταν κατηγόρησε τις κινεζικές αρχές ότι δεν σέβονται τους όρους της εμπορικής συμφωνίας που διαπραγματεύτηκαν οι δύο χώρες στη Γενεύη.
Επιπλέον η Ουάσινγκτον προειδοποίησε τις εταιρείες να μην χρησιμοποιούν τσιπ τεχνητής νοημοσύνης που κατασκευάζονται από την κινεζική Huawei, προχώρησε σε περιορισμό των πωλήσεων κρίσιμης τεχνολογίας στην Κίνα και ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα “ανακαλέσουν επιθετικά τις βίζες” για Κινέζους φοιτητές με διασυνδέσεις με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα ή που σπουδάζουν σε κρίσιμους τομείς.
Παράλληλα, η επέτειος της καταστολής των διαδηλώσεων της πλατείας Τιενανμέν στις 4 Ιουνίου 1989 έδωσε λαβή για νέο διπλωματικό επεισόδιο. “Ο κόσμος δεν θα ξεχάσει ποτέ” την καταστολή στην Τιενανμέν, ακόμη και αν το Πεκίνο “προσπαθεί δραστήρια να λογοκρίνει τα γεγονότα”, δήλωσε ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μάρκο Ρούμπιο, με το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών να απευθύνει επίσημη διαμαρτυρία και να κάνει λόγο για δηλώσεις που “διαστρεβλώνουν κακόβουλα τα ιστορικά γεγονότα, επιτίθενται σκόπιμα στο πολιτικό σύστημα και στον αναπτυξιακό δρόμο της Κίνας, και συνιστούν σοβαρή ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της”.
Το ισχυρό χαρτί
Όμως και ο ισχυρός άνδρας του Πεκίνου κρατούσε στο μανίκι ένα ισχυρό χαρτί, που ονομαζόταν “σπάνιες γαίες”.
Η απόφαση της Κίνας, τον Απρίλιο, να αναστείλει τις εξαγωγές επτά σπάνιων γαιών και συναφών μαγνητών έχει ανατρέψει τον προγραμματισμό στις αλυσίδες εφοδιασμού που βρίσκονται στο επίκεντρο των αυτοκινητοβιομηχανιών, των κατασκευαστών αεροδιαστημικής, των εταιρειών ημιαγωγών και των στρατιωτικών εργολάβων σε όλον τον κόσμο. Η Κίνα παράγει περίπου το 90% των σπάνιων γαιών παγκοσμίως και εκπρόσωποι της αυτοκινητοβιομηχανίας έχουν προειδοποιήσει για αυξανόμενες απειλές για την παραγωγή λόγω της εξάρτησής τους από αυτήν για αυτά τα εξαρτήματα.
Σύμφωνα με έρευνα του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, το 75% των θιγόμενων επιχειρήσεων αναφέρει ότι αναμένει εξάντληση των αποθεμάτων σπανίων γαιών εντός τριμήνου, ενώ η Ένωση Προμηθευτών Αυτοκινήτων της Ευρώπης (CLEPA) ανακοίνωσε ότι αρκετές γραμμές παραγωγής έκλεισαν μετά την εξάντληση των προμηθειών, καθώς από τις εκατοντάδες αιτήσεις για άδειες εξαγωγής από τις αρχές Απριλίου μόνο το ένα τέταρτο έχει εγκριθεί μέχρι στιγμής από τις κινεζικές αρχές.
Η οργή του Τραμπ σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στο ότι οι περιορισμοί στην εξαγωγή σπάνιων γαιών παρέμεναν σε ισχύ, αλλά και η κινεζική πλευρά δυσφορούσε για τη συνέχιση των αμερικανικών περιορισμών στην εξαγωγή μικροτσίπ.
Στο τραπέζι μικροτσίπ, φοιτητικές βίζες, φεντανύλη και Ταϊβάν
“Για να διορθωθεί η πορεία του μεγάλου πλοίου των σινοαμερικανικών σχέσεων, είναι καθήκον μας να το κατευθύνουμε σταθερά και να χαράξουμε μια σαφή πορεία, απορρίπτοντας παράλληλα αποφασιστικά οποιαδήποτε παρέμβαση ή ακόμη και οποιαδήποτε απόπειρα σαμποτάζ”, φέρεται ειπών ο Σι στον Τραμπ σύμφωνα με το επίσημο κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua.
Η συμφωνία της Γενεύης “απέδειξε ότι μόνο η οδός του διαλόγου και της συνεργασίας είναι η σωστή”, τόνισε ο Σι αποκρούοντας τις κατηγορίες. “Η Κίνα έχει εφαρμόσει τη συμφωνία με σοβαρότητα και αυστηρότητα. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αξιολογήσουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί αντικειμενικά και ρεαλιστικά και να άρουν τα εχθρικά μέτρα που έχουν υιοθετηθεί κατά της Κίνας”, πρόσθεσε ο Κινέζος πρόεδρος.
“Οι δύο πλευρές πρέπει να αξιοποιήσουν σωστά τον μηχανισμό οικονομικών και εμπορικών διαβουλεύσεων που υπάρχει ήδη και να επιδιώξουν αποτελέσματα που θα είναι επωφελή για όλες τις πλευρές, με πνεύμα ισότητας και σεβασμού των ανησυχιών του άλλου. Η κινεζική πλευρά είναι ειλικρινής σε αυτό και ταυτόχρονα έχει τις αρχές της”, είπε ο Σι.
Από την πλευρά του ο Τραμπ σχολίασε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι η συνομιλία του με τον Σι οδήγησε “σε ένα πολύ θετικό συμπέρασμα”, ενώ ανακοίνωσε νέες σινοαμερικανικές συνομιλίες – και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε ότι αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον υπουργό Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, τον υπουργό Εμπορίου, Χάουαρντ Λάτνικ και τον εκπρόσωπο Εμπορίου, Τζέιμσον Γκριρ θα έχει σύντομα συνάντηση με Κινέζους αξιωματούχους, σε τοποθεσία που ακόμη δεν έχει καθοριστεί.
Διεύρυνση της ατζέντας
Και μόνο η σύνθεση των διαπραγματευτών παραπέμπει σε διεύρυνση της ατζέντας, καθώς η συμφωνία της Γενεύης περιοριζόταν σε αναστολή για 90 ημέρες των τιμωρητικών δασμών που είχαν επιβληθεί εκατέρωθεν μετά τον Ιανουάριο και δεν επεκτεινόταν στα άλλα ζητήματα που προκαλούν ένταση στις διμερείς σχέσεις – από τις φοιτητικές βίζες, τη μάχη κατά της διακίνησης της φεντανύλης, το ζήτημα της Ταϊβάν μέχρι την αντιπαλότητα σε ό,τι αφορά τις τεχνολογίες αιχμής.
Ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι το ζήτημα των σπάνιων γαιών (για το οποίο δεν κάνει λόγο το σχετικό κινεζικό ανακοινωθέν) επίσης αποτέλεσε αντικείμενο της συνομιλίας, ενώ φέρεται να είπε στον Σι ότι οι Κινέζοι φοιτητές παραμένουν ευπρόσδεκτοι στις ΗΠΑ – μια δήλωση που αντιμετωπίζεται θετικά από πολλούς στην Κίνα. Ο Σι, πάλι, κάλεσε τις ΗΠΑ να “χειριστούν το ζήτημα της Ταϊβάν με σύνεση”, έτσι ώστε οι θιασώτες της ανεξαρτησίας της νήσου να μην μπορέσουν να “σύρουν την Κίνα και την Αμερική στο επικίνδυνο έδαφος της αντιπαράθεσης, ακόμη και της σύγκρουσης”.
Με άλλα λόγια, οι δύο πλευρές διέγνωσαν (και χειρίστηκαν) τα εκατέρωθεν αδύναμα σημεία, ώστε να οδηγηθούν σε έναν διάλογο πέρα από την άμεση πρόκληση του δασμολογικού πολέμου. Το αν αυτό αποτελεί απλώς τακτική υποχώρηση ή θεμελίωση μιας πραγματικής ανακωχής μένει να φανεί.