Του Κώστα Ράπτη
Θα μπορούσε να είναι ηγέτης μεσσιανικής σέκτας που υπόσχεται την έλευση μιας “χρυσής εποχής” και την κατάκτηση του πλανήτη Άρη. Θα μπορούσε επίσης να είναι εκπρόσωπος ενός εθνικοαπαλευθερωτικού αντάρτικου που μιλά στο όνομα ενός λαού κατακτημένου και ταπεινωμένου. Ωστόσο, είναι ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ και στους προσκεκλημένους της ορκωμοσίας του παρευρίσκονταν οι πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη.
Η εναρκτήρια ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ είχε κάτι τι για τις πιο διαφορετικές κατηγορίες ακροατηρίων. Λ.χ. για τους Αφροαμερικανούς είχε την αναφορά στην Ημέρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Για τους θιασώτες του λευκού αμερικανικού εθνικισμού την κατάργηση του ιθαγενικού ονόματος που είχε δώσει ο Ομπάμα στο όρος Μακίνλεϊ της Αλάσκα και την μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των απλών Αμερικανών είχε την αναφορά στην οικτρή κατάσταση του συστήματος περίθαλψης. Για την εργατική τάξη (και όχι μόνο αυτήν) είχε την επισήμανση ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αναβιώσουν την εγχώρια μεταποίηση. Για τους υπέρμαχους των συντηρητικών αξιών την καταγγελία ότι τα σημερινά σχολεία εμπνέους στους νέους ενοχή για αυτό που είναι. Για τους εμφορούμενους από επεκτατικά αντανακλαστικά την υπόσχεση ανάκτησης της Διώρυγας του Παναμά. Για τους απομονωτιστές την επισήμανση ότι δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων ξοδεύτηκαν για την υπεράσπιση των συνόρων τρίτων, ενώ η χώρα δεν είναι πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει καμία κρίση ή φυσική καταστροφή εντός των συνόρων της.
Δεν έχει σημασία αν το μείγμα είναι ιδιαιτέρως συνεκτικό, ούτε αν η υψηλών τόνων ρητορική συμβαδίζει με τα πραγματολογικά δεδομένα. Είναι άλλωστε αμφίβολο ποιος στην αμερικανική δημόσια συζήτηση παίρνει πλέον τοις μετρητοίς ποιόν.
Το σημαντικό είναι ότι όλα αυτά διαπερνώνται από ένα κόκκινο νήμα: ότι η Αμερική βρίσκεται σε παρακμή και απάντηση σε αυτό είναι ο εθνικισμός.
Το δε ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι αυτά δεν λέγονται από κάποιον maverick που ανήλθε στην εξουσία από εκλογικό “ατύχημα” και σαμποτάρεται από το “βαθύ κράτος”, όπως το 2017-2021. Αλλά από κάποιον ο οποίος διαθέτει σαφή εντολή, φιλική πλειοψηφία σε Βουλή, Γερουσία και Ανώτατο Δικαστήριο, αποθαρρυμένους αντιπάλους και κυρίως τη στήριξη των μεγαλύτερων επιχειρηματικών ομίλων, εκπροσωπούμενων στην τελετή από τα ίδια τα αφεντικά τους.
Ακούγοντας κανείς τον Τραμπ να περιγράφει μια Αμερική που πετά τις αλυσίδες της για να ανακάμψει από την παρακμή, αναρωτιέται ποιος τέλος πάντων είχε “καθυποτάξει” την ισχυρότερη χώρα του κόσμου και ποιον εξυπηρετούσε η καταγγελλόμενη “προδοσία” των ελίτ της Ουάσιγκτον. Τα αισθήματα του μέσου ψηφοφόρου του Τραμπ μπορεί κανείς να τα φανταστεί – και σχετίζονται αντικειμενικά με την υλική υποβάθμιση ή τις συμβολικές ταπεινώσεις που αυτός βιώνει. Όμως θα παρουσίαζε πραγματικά ενδιαφέρον να ακούσει κανείς την γνώμη που έχουν επί του θέματος οι Μάσκ, Μπέζος, Ζούκερμπεργκ, Τιλ κ.ο.κ. που είτε εγκαίρως είτε όψιμα έχουν ανέβει στο άρμα του “τραμπισμού”.
Προφανώς οι μύδροι του Τραμπ αφορούν την περιώνυμη “παγκοσμιοποίηση”. Που είναι ένας διαφορετικός τρόπος για να πει ότι η Αμερική επιδιώκει να αποδράσει από τους κανόνες του διεθνούς παιχνιδιού που η ίδια δημιούργησε, αλλά πλέον ωφελούν τους ανταγωνιστές της.
Την επαπειλούμενη παρακμή άλλωστε επιχειρούσαν να ανακόψουν και οι προκάτοχοι, με ενέργειες ωστόσο που την επιτάχυναν προς τα μέσα και τα έξω. Η τετραετία Μπάιντεν θα μείνει στα χρονικά για την επιδείνωση γεωπολιτικών κρίσεων που δεν πέτυχαν την αποδυνάμωση των ανταγωνιστών και για την κινητοποίηση ενός ωκεανού ρευστότητας που συνέτριψε, δια του πληθωρισμού, τα οικονομικά του μέσου νοικοκυριού.
Η συνταγή Τραμπ (καρυκευμένη ακόμη και με αναφορές στο Έκδηλο Πεπρωμένο του 19ου αιώνα, δηλ. τον εξαιρετισμό που τοποθετεί την Αμερική πέρα και πάνω από τα άλλα έθνη) συνίσταται σε μία εκδοχή “εθνικής προτίμησης” σε στεροειδή. Τα ανοιχτά σύνορα, οι πολυμερείς δεσμεύσεις, η εξάλειψη των δασμών, οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες και τα woke ήθη της “παγκοσμιοποίησης” ανήκουν στο παρελθόν: τον τόνο τώρα δίνει η κήρυξη έκτακτης ανάγκης στα σύνορα, με την μεταφορά στρατού, αλλά και ενεργειακής έκτακτης ανάγκης που θα δρομολογήσει ξέφρενες γεωτρήσεις.
Το πρωτότυπο και πιο αντιφατικό στοιχείο είναι πάντως ότι αυτός ο εθνικισμός συμβαδίζει με έναν οικονομικό υπερφιλελευθερισμό, που αποκλείεται να μην προκαλέσει κλυδωνισμούς, όταν μάλιστα υπό την επίβλεψη του Μασκ προετοιμάζεται το μεγαλύτερο κύμα περικοπών που θα έχει υπάρξει σε ανεπτυγμένη χώρα. Ήδη στο στρατόπεδο του “τραμπισμού” δημιουργήθηκε ένας μίνι εμφύλιος με αφορμή το θέμα της χορήγησης βίζας σε τεχνολογικά καταρτισμένους αλλοδαπούς (λ.χ. Ινδούς προγραμματιστές).
Όσο για τους συμπαίκτες στη διεθνή σκηνή, η παρούσα φάση μάλλον καθιστά ευκολότερο το να είσαι ανταγωνιστής των ΗΠΑ παρά φίλος τους. Όσο ο Τραμπ διαπραγματεύεται ένα modus vivendi με τη Ρωσία και την Κίνα σε λογική διαμοιρασμού ζωνών και φρεναρίσματος προς το παρόν δυνάμει ανεξέλεγκτων αναμετρήσεων, άλλο τόσο εντείνει την πίεση προς τους “τζαμπατζήδες” συμμάχους, σε μία κίνηση πειθάρχησης του δυτικού στρατοπέδου στους νέους κανόνες. Αντιμετωπίζει άλλωστε ο νεοεισελθών ένοικος του Λευκού Οίκου την διατλαντική σχέση στην παρούσα φάση ως αναμέτρηση διεθνικών πολιτικών φατριών.