-|-
Λογικά όρια δαπανών έως το 2028, ταχεία μείωση του χρέους, συνέχεια στη μείωση φόρων, εισροές κοινοτικών πόρων από το ΤΑΑ και το ΕΣΠΑ είναι οι βασικότερες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το οικονομικό επιτελείο μέχρι και το τέλος του χρόνου, ώστε να συνεχιστεί η σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Στο αποκορύφωμά τους θα βρεθούν μέσα στον επόμενο μήνα οι διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. για τους δημοσιονομικούς στόχους της περιόδου 2025-2028, αφού μέχρι και το τέλος Σεπτεμβρίου θα πρέπει να οριστικοποιηθεί το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλάνο έως το 2028 που θα οδηγήσει το χρέος κοντά στο 120% του ΑΕΠ, διατηρώντας θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης για την οικονομία και σύγκλιση των μισθών.
Σημείο αναφοράς για το νέο μεσοπρόθεσμο θα είναι οι οροφές αύξησης των πρωτογενών δαπανών. Για το 2025 είναι γνωστό πλέον ότι το όριο αύξησης είναι 3% και αναμένεται να αυξηθεί στο 3,5% – 3,7% το 2026, χρονιά που θα ολοκληρωθεί το Ταμείο Ανάκαμψης, για να υποχωρήσει ξανά κοντά στο 3% μέχρι και το 2028, αν δεν έχουμε μεγάλη υποχώρηση στην ανάπτυξη τα έτη 2027 και 2028.
Παράλληλα με τους στόχους, θα πρέπει να οριστικοποιηθούν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις οι οποίες θα υποστηρίξουν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Ο μεγάλος προβληματισμός των στελεχών του ΥΠΕΘΟ είναι η σύγκλιση της Αθήνας με τις Βρυξέλλες στα βασικά μεγέθη, αφού οι στόχοι του νέου τετραετούς δημοσιονομικού πλάνου θα καθορίσουν τη δημοσιονομική πολιτική των επόμενων ετών.
Ο Προϋπολογισμός του 2025
Βάση για το νέο μεσοπρόθεσμο θα είναι ο Προϋπολογισμός του 2025, ο οποίος θα είναι ο πρώτος έπειτα από 5 χρόνια ο οποίος θα συνταχθεί και θα πρέπει να εκτελεστεί με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Ο περιορισμός της οροφής αύξησης των δαπανών στο 3% για τον επόμενο χρόνο περιορίζει, αλλά δεν μηδενίζει τα περιθώρια για θετικές παρεμβάσεις. Ωστόσο το χρέος θα πρέπει να αποκλιμακωθεί κοντά στο 140% του ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο, ενώ ο Προϋπολογισμός θα πρέπει να διαμορφώσει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 2,1% του ΑΕΠ. Το μεγάλο πρόβλημα για την επόμενη χρονιά θα είναι οι δαπάνες του ασφαλιστικού, αλλά και οι αμυντικές δαπάνες.
Η μείωση του χρέους
Σε ό,τι αφορά την “αλλαγή ταχύτητας” στη μείωση του χρέους, αυτή θα κριθεί από τις εξελίξεις που θα έχουμε τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο… Τον τελευταίο μήνα του 2024 θα έρθουν όλες οι τυπικές εγκρίσεις για την πρόωρη αποπληρωμή της 3ης δόσης και η απελευθέρωση του “μαξιλαριού” των 15,7 δισ. ευρώ από τον ESM. Το χρέος θα πετύχει να μειωθεί στο τέλος του χρόνου στο 153% του ΑΕΠ.
Η όλη προσπάθεια θα ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο για τη δραστική μείωση του χρέους με την πρόωρη αποπληρωμή, για πρώτη φορά, μιας τριπλής δόσης ύψους 8 δισ. ευρώ από το δάνειο που πήρε η Ελλάδα από την Ευρωζώνη στην αρχή του πρώτου Μνημονίου απευθείας από τις χώρες της Ευρωζώνης.
Τον επόμενο μήνα η Αθήνα θα αρχίσει να στέλνει και επίσημα στους θεσμούς το αίτημα για την πρόωρη αποπληρωμή της τριπλής δόσης από το GLF. Το αίτημα θα πρέπει πρώτα να εγκριθεί από την ομάδα εργασίας του Eurogroup (Euro Working Group) και να επικυρωθεί σε μία από τις συνεδριάσεις του συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης. Μόλις τελειώσει και η διαδικασία των εθνικών Κοινοβουλίων, θα έρθει η σειρά του ESM. Εκτός από την –τυπική– έγκριση του ελληνικού αιτήματος, θα πρέπει να αποποιηθεί και του δικαιώματός του να διεκδικήσει, ως ο μεγαλύτερος δανειστής της Ελλάδας, και αυτός την αποπληρωμή των δικών του δανείων.
Ο αγώνας με τη Eurostat
Λίγο νωρίτερα, τον Οκτώβριο, θα έχουμε την πρώτη σοβαρή συζήτηση με τη Eurostat για τους τόκους του δανείου των 90 δισ. ευρώ από το EFSF. Τα 24 δισ. των τόκων τα οποία θα έχουν συγκεντρωθεί από το 2012, που πήρε η Ελλάδα το δάνειο, θα αρχίσουν να αποπληρώνονται τυπικά από το 2032, αλλά ουσιαστικά από το 2038. Ωστόσο η Eurostat αξιώνει να γραφούν από τώρα οι μισοί από τους τόκους (12 δισ. ευρώ) στο χρέος. Σε δημοσιονομική βάση, κάτι τέτοιο δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα, αφού ούτως ή άλλως είναι κανονισμένο να αποπληρωθούν από το 2032 και μετά. Ωστόσο θα δημιουργήσει ένα πρόβλημα στην εικόνα του χρέους προς τους επενδυτές, αφού το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθεί ξαφνικά κατά περίπου 5%.
Οι οίκοι αξιολόγησης
Στο μεταξύ, οι αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης θα ξεκινήσουν από τις 6 Σεπτεμβρίου. Ο καναδικός οίκος DBRS, στην προηγούμενη αξιολόγησή του στις 8 Μαρτίου, είχε διατηρήσει το αξιόχρεο στην επενδυτική βαθμίδα και την αξιολόγηση της οικονομίας σε “σταθερή”. Πιο ενδιαφέρουσα θα είναι η αξιολόγηση της Moody’s μία εβδομάδα αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου, αφού είναι ο μόνος οίκος αξιολόγησης ο οποίος δεν έχει δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα. Αντίθετα, ο οίκος Standard & Poor’s, που έχει προγραμματισμένη αξιολόγηση στις 18 Οκτωβρίου, αναβάθμισε την αξιολόγηση της οικονομίας από σταθερή σε θετική, διατηρώντας όμως το αξιόχρεο στη βαθμίδα “ΒΒΒ-“. Η Fitch θα αξιολογήσει την οικονομία στις 22 Νοεμβρίου, έχοντας διατηρήσει την αξιολόγησή της σε σταθερή και το αξιόχρεο στην ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα. Η τελευταία αξιολόγηση για την Ελλάδα θα γίνει στις 6 Δεκεμβρίου από τον γερμανικό οίκο SCOPE.
Οι ροές από το ΤΑΑ
Στο κρίσιμο κεφάλαιο του Ταμείου Ανάκαμψης υπάρχουν δύο μέτωπα που θα πρέπει να κλείσουν. Το πρώτο είναι η Ελλάδα να εισπράξει το 1 δισ. ευρώ των επιχορηγήσεων της 4ης δόσης. Το δεύτερο είναι ότι θα πρέπει να υποβληθεί το αίτημα εκταμίευσης για την πέμπτη δόση των 3,6 δισ. ευρώ (2,3 δισ. από δάνεια και 1,3 δισ. από επιχορηγήσεις). Προηγουμένως, βέβαια, θα πρέπει να ολοκληρώσει εγκαίρως τα 29 ορόσημα της επόμενης δόσης.