Του Κώστα Ράπτη
Ο ένας περιοδεύει στη νοτιοανατολική Ασία, καταγγέλλοντας τον “προστατευτισμό” και συσφίγγοντας τις σχέσεις του με γείτονες, οι οποίοι συμπιέζονται από τους νέους εμπορικούς πολέμους. Ο άλλος εξαπολύει αγέρωχες δηλώσεις κατά πάντων, την ίδια ώρα ωστόσο που σπεύδει να εξαιρέσει τα smartphones από τους αντικινεζικούς δασμούς που ο ίδιος εξήγγειλε. Ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της δασμολογικής θύελλας των ημερών που κινδυνεύει να καταπιεί όλον τον πλανήτη, όμως καθίσταται ολοένα και σαφέστερο ότι δεν αποτελεί παρά ένα κατεξοχήν σινο-αμερικανικό μπρα ντε φερ, όχι μόνο οικονομικό, αλλά και γεωπολιτικό. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι, σε γλώσσα προσφιλή στον ένοικο του Λευκού Οίκου: “Ποιος κρατάει τα δυνατότερα χαρτιά;”.
“Η μπάλα είναι στο γήπεδο της Κίνας. Η Κίνα πρέπει να κάνει μια συμφωνία μαζί μας, όχι εμείς μαζί της”, δήλωσε την Τρίτη η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολίν Λίβιτ, διαβάζοντας δήλωση υπαγορευμένη από τον Τραμπ, η οποία ερμηνεύθηκε ως πρόκληση προς το Πεκίνο να του απευθύνει συγκεκριμένη πρόταση διαλόγου. “Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της Κίνας και οποιασδήποτε άλλης χώρας, εκτός από το ότι η Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερη και θέλει αυτό που έχουμε εμείς, αυτό που θέλει κάθε χώρα, αυτό που έχουμε εμείς, ήτοι τον Αμερικανό καταναλωτή. Για να το θέσω διαφορετικά, χρειάζονται τα χρήματά μας”, συνεχίζει η δήλωση.
Όμως οι διεθνείς αναλυτές δεν πείθονται. “Ουσιαστικά, απευθύνονται στην Κίνα για να τους βγάλει από τη γωνία στην οποία έχουν στριμωχτεί. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτό θα συμβεί”, ήταν το άμεσο σχόλιο του Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times μέσω Twitter.
“Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν αληθινά να επιλύσουν το πρόβλημα μέσω του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης, οφείλουν να πάψουν να ασκούν μέγιστη πίεση, να πάψουν να απειλούν και να κάνουν εκβιασμούς, και να συζητήσουν με την Κίνα στη βάση της ισότητας, του σεβασμού και του αμοιβαίου οφέλους”, δήλωσε στη διάρκεια τακτικής ενημέρωσης των δημοσιογράφων ο Λιν Τζιάν, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
“Η αχαλίνωτη χρήση ισχύος δεν θα κάνει σπουδαία και πάλι την Αμερική”, τόνισε από την πλευρά του και ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Άμυνας, Ζανγκ Σιαογκάνγκ, αναδεικνύοντας τη γεωπολιτική διάσταση του διακυβεύματος.
Έχει άραγε εκτιμήσει λανθασμένα ο Τραμπ τον συσχετισμό δυνάμεων;
Σε οικονομικό επίπεδο οι ΗΠΑ είναι η τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τις κινεζικές εξαγωγές μετά τον ASEAN και την Ε.Ε., αντιπροσωπεύοντας το 12,5% (440 δισ. δολάρια επί συνόλου 3,5 τρισ. δολαρίων), μειωμένες κατά 20% από το 2018, οπότε ο Τραμπ λάνσαρε τον προηγούμενο γύρο εμπορικού πολέμου κατά την πρώτη προεδρία του. Οι εξαγωγές των ΗΠΑ ύψους 440 δισ. δολαρίων αντιπροσωπεύουν το 2,3% του ΑΕΠ της Κίνας (19 τρισ. δολάρια συνολικά). Το εμπόριο της Κίνας με τις ΗΠΑ έχει συρρικνωθεί, ενώ με τον υπόλοιπο κόσμο (τη Ρωσία και τον παγκόσμιο Νότο γενικότερα) αυξάνεται ραγδαία.
Οι ΗΠΑ δεν αποτελούν ήδη τόσο σημαντική αγορά για τα κινεζικά προϊόντα. Για παράδειγμα, η Κίνα δεν εξάγει κανένα ηλεκτρικό όχημα στις ΗΠΑ (καθώς έχουν επιβληθεί δασμοί της τάξης του 100% ήδη επί Μπάιντεν). Ωστόσο εξακολουθεί να είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εξαγωγέας ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο.
Ακόμα και αν το εμπόριο με τις ΗΠΑ μηδενιστεί, η Κίνα μπορεί να αναπληρώσει τις χαμένες αμερικανικές εξαγωγές ενισχύοντας την εγχώρια κατανάλωση, όπως είναι ήδη ο στόχος της, και διεισδύοντας σε εναλλακτικές αγορές.
Η κινεζική κυβέρνηση διαθέτει αρκετά δημοσιονομικά και νομισματικά εργαλεία για να τονώσει την εγχώρια κατανάλωση. Διαθέτει 3 τρισ. δολάρια σε ξένο αποθεματικό (συμπεριλαμβανομένων 760 δισ. δολαρίων σε αμερικανικά ομόλογα) και 13 τρισ. δολάρια σε εγχώριες αποταμιεύσεις. Μόνο το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας ήταν ένα τρισ. δολάρια το 2024. Πολλά από αυτά τα κεφάλαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων ενός εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ.
Ερευνώντας βαθύτερα προκύπτει ότι το 90% των εξαγωγών της Κίνας προς τις ΗΠΑ είναι τεχνολογικά προϊόντα, μηχανήματα, φαρμακευτικά προϊόντα, μπαταρίες, προϊόντα πράσινης ενέργειας και κρίσιμα ορυκτά. Μόνο το 10% είναι προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως παπούτσια, ρούχα, παιχνίδια και έπιπλα. Το 30%-40% των κινεζικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ πηγαίνει στη διαδικασία παραγωγής στις ΗΠΑ ως εξαρτήματα και ανταλλακτικά.
Δεδομένης της θέσης της Κίνας στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, οι αμερικανικές επιχειρήσεις και οι καταναλωτές θα δυσκολευτούν πολύ να αντικαταστήσουν οικονομικά τα κινεζικά προϊόντα – είτε άμεσα είτε έμμεσα στο εμπόριο με άλλες χώρες. Διαφορετικά, οι εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ θα είχαν ήδη μειωθεί περισσότερο μετά τον πρώτο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ το 2018.
Από την άλλη πλευρά, το 70% των εισαγωγών της Κίνας από τις ΗΠΑ είναι γεωργικά και ενεργειακά προϊόντα, που μπορούν να αντικατασταθούν από άλλους προμηθευτές στη Βραζιλία, τη Ρωσία και αλλού.
Μέχρι το 2022 οι ΗΠΑ βασίζονταν στην Κίνα για 532 βασικές κατηγορίες προϊόντων –σχεδόν τέσσερις φορές το επίπεδο του 2000– ενώ η εξάρτηση της Κίνας από τα αμερικανικά προϊόντα μειώθηκε κατά το ήμισυ την ίδια περίοδο. Οι ΗΠΑ βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην Κίνα για σπάνιες γαίες για την κατασκευή υψηλής τεχνολογίας και για ενεργά φαρμακευτικά συστατικά για την παραγωγή φαρμάκων. Το 95% των αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ παράγεται στην Κίνα. Εάν αυτό διακοπεί, οι αμερικανικές τεχνολογικές και φαρμακευτικές βιομηχανίες θα υποφέρουν. Η μεγαλύτερη εξάρτηση που είχε η Κίνα από τις ΗΠΑ ήταν οι ημιαγωγοί, αλλά αυτό το εμπόριο έχει ήδη διακοπεί από το εμπάργκο του Μπάιντεν στα τσιπ.
Εν ολίγοις, η Κίνα έχει πολύ χαμηλότερη εμπορική εξάρτηση από τις ΗΠΑ από ό,τι το αντίστροφο. Σε γενικές γραμμές, η Κίνα βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού (ως παραγωγός) και οι ΗΠΑ βρίσκονται στο κάτω μέρος (ως καταναλωτής). Η Κίνα μπορεί να προκαλέσει ισάριθμα, αν όχι περισσότερα, προβλήματα στις αμερικανικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Επιπλέον, στο χρηματοοικονομικό μέτωπο η Κίνα μπορεί να προκαλέσει τεράστιες αναταράξεις στην οικονομία των ΗΠΑ, εάν αποφασίσει να απαλλαγεί από τα αμερικανικά ομόλογα, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού για όλους στις ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τεράστιο πλήγμα για τις ΗΠΑ, καθώς η χώρα έχει υψηλό βαθμό μόχλευσης σε κάθε επίπεδο, από την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις έως τα νοικοκυριά. Η Κίνα μέχρι στιγμής έχει αποφύγει να ασκήσει αυτή την πυρηνική επιλογή, αλλά σίγουρα είναι στο τραπέζι, εάν ο οικονομικός πόλεμος κλιμακωθεί.