Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Οι ημέρες βαδίζουν αργά και κουρασμένα, σαν το γκρίζο περιστέρι της πλατείας που ξεστράτισε στο πέταγμά του και τώρα αδύναμο πασχίζει να κερδίσει τον χρόνο που δαπάνησε άσκοπα. Η χαρά και η λύπη στήνουν καθημερινά αμέτρητους συμβιβασμούς. Σκέπτομαι, ότι και αυτή η ημέρα προδιαγράφεται δύσκολη και ανεξήγητη. Όμως φαίνεται, ότι βιάστηκα να καταλήξω σε συμπεράσματα, και έκανα λάθος, γιατί από τις χαραμάδες της κλειστής πόρτας, ξεπήδησαν οι πρώτες χρυσές ακτίνες του ήλιου, επισκίασαν βιαστικά τις ανόνειρες ελπίδες που κούρνιαζαν τόση ώρα στο πλαίσιο του ξύλου, και έγιναν ξαφνικά σημαντικές και αξιοπρόσεκτες.
Ακουμπώ την παλάμη στο χρυσάφι του ήλιου, που θαρρείς ότι με προκαλούσε τρυφερά, και νιώθω τη ζεστασιά του να γεμίζει, ως επάνω την καρδιά, με γαλήνη και φως. Σηκώνομαι γρήγορα, και πριν προλάβω να κάνω λίγα βήματα για ν’ ανοίξω το παράθυρο, μένω ακίνητη για ν’ ακούσω όσο πιο καθαρά γίνεται, το νοσταλγικό εκείνο τραγούδι που μόλις είχε δραπετεύσει από κάποιο κοντινό ραδιόφωνο, και οι νότες του άγγιζαν και γλύκαιναν την ψυχή. Τώρα μου φάνηκε ότι η ένταση του ραδιοφώνου είχε δυναμώσει. Ήταν έτσι, ή τραγουδούσα κι εγώ μαζί;
Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
Ώρα με την ώρα βιαστικά
Νιάτα που περνούν
Που δεν θα ξαναρθούν
Κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
Μες τα θερινά τα σινεμά
Νύχτες που περνούν
Που δεν θα ξαναρθούν
Μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά.
Πολλές φορές, σε δύσκολες ώρες ρουτίνας και λύπης, έρχονται στη ζωή μας φευγαλέα, περασμένες αλλά ποτέ ξεχασμένες, παλιές ευτυχισμένες στιγμές. Τότε, πισωγυρίζουμε τον χρόνο, όπως κάνω κι εγώ τώρα, και ονειρεύομαι…
Κάθομαι στην άνετη πολυθρόνα κάποιου θερινού σινεμά, και έκπληκτη αλλά και χαρούμενη, προσπαθώ να περιγράψω σιωπηλά στον εαυτό μου, όλα αυτά που βλέπω τριγύρω μου:
Η νύχτα απόψε, έχει στολιστεί με όλα τα αστέρια που της έχουν χαριστεί, και το φεγγάρι ολόγιομο και προκλητικό, έχει ένα ανοιχτό χρυσαφί χρώμα με ασημένιες πινελιές και με δύο μαύρες κουκίδες, που με κοιτάζουν συνέχεια και τόσο προκλητικά, σαν ορθάνοιχτα μάτια, ώστε να νιώθω έναν απροσδιόριστο φόβο, μαζί με μια γλυκιά ανεξήγητη αναμονή, που πληγώνει.
Μπροστά μου, μια μεγάλη οθόνη δείχνει σκηνές από τα επόμενα έργα, και μια απαλή μουσική ημερεύει το μαύρο ντύσιμο της νύχτας.
Ο χώρος του θερινού σινεμά είναι πολύ μεγάλος, με ολοκαίνουργιες πολυθρόνες σε παράλληλες ευθείες σειρές, και κοντά τους είναι τοποθετημένα μικρά τραπεζάκια, ώστε να μπορείς ν’ ακουμπήσεις ένα αναψυκτικό ή κάτι άλλο.
Ολόγυρα νομίζω ότι έχει «γεννηθεί» ένα καταπράσινο δάσος με πολλά δέντρα και λουλούδια που δημιουργούν ένα ανίκητο φρούριο, που το κρατά μακριά από τις πολυκατοικίες και τους πολυσύχναστους δρόμους, που μόνο με τα νυχτερινά φώτα δείχνουν την παρουσία τους. Τα πυκνά δέντρα, άλλα είναι ανθισμένα και άλλα όχι, όμως όλα υψώνουν αγέρωχα το ανάστημά τους, και ανάμεσά τους ο «έξυπνος» κισσός προσπαθεί να φτάσει μέχρι την κορυφή του πράσινου τείχους, γαντζωμένος επάνω στα ξένα κλαδιά.
Μπροστά στα δέντρα, και πιο χαμηλά, πολύχρωμα λουλούδια ανασαίνουν βαθιά στη νύχτα, και σε κάθε αναπνοή τους σκορπίζουν υπέροχα αρώματα, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους πασχίζοντας όλα μαζί να ξεπεράσουν εκείνο το ουράνιο άρωμα που μας χαρίζει το ολάνθιστο γιασεμί, που όπως χορεύει στα απαλά χαϊδέματα που φέρνει το αεράκι, επιθυμείς να φυλακίσεις για σένα όλο αυτό το άρωμα του λουλουδιού και μαζί τα λευκά παρθενικά ανθάκια του.
Όσο η νύχτα κυλά ήσυχα, τόσο προχωρούν δίπλα μου στους διαδρόμους πολλοί θεατές, μικροί και μεγάλοι, έκπληκτοι για την ομορφιά του θερινού σινεμά, που και αυτό το καλοκαίρι θα χαρούν δίπλα τους, στην περιοχή που κατοικούν, ωραίες ταινίες, σε μια ολόδροση «αίθουσα» που έχει για σκεπή έναν αστρόφωτο ουρανό! Κοιτάζω γύρω μου το θερινό σινεμά και μου φαίνεται ότι βρίσκομαι σε μια όαση ομορφιάς και γαλήνης που είναι γεμάτη γιασεμιά και μυρωδάτο αγιόκλημα, μέσα στη ζούγκλα της Αθήνας.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
«ΤΑ ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ»
Στιχουργός – Συνθέτης: Λουκιανός Κηλαηδόνης, (1978)
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, όπως είχε πει ο ίδιος σε τηλεοπτική του συνέντευξη, αφορμή για να γραφτεί αυτό το τραγούδι, ήταν μία αίσθηση που την κουβαλούσε από τα παιδικά του χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 ή τις αρχές του ’50, που είχε δει στον παλιό κινηματογράφο «Αττικόν» της Κυψέλης, την ταινία «Ο κόκκινος κουρσάρος». Και όπως υπογράμμιζε πάντα, «δεν είναι η νοσταλγία των χρόνων που περνούν, δεν είναι τα θερινά σινεμά. ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ».
Το τραγούδι «Τα θερινά σινεμά», τραγουδήθηκε στην αρχική του μορφή από τη Βίκυ Μοσχολιού στο άλμπουμ του φωτεινού δημιουργού «Είμαι Ένας Φτωχός και Μόνος Κάουμπόυ», και αργότερα το 1982 δισκογραφήθηκε ξανά, αυτή τη φορά με τη φωνή του Λουκιανού, στον δίσκο «Χαμηλή Πτήση». Πάντως, «ΤΑ ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ», αποτέλεσαν τη φωνή της πιο ρομαντικής εκδοχής του καλοκαιριού, και απόκτησαν τον διαχρονικό τους ύμνο το 1978.
ΠΟΤΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΑΝ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ
ΤΑ «ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ;
Για το θέμα αυτό υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές, καθώς και πολλές πληροφορίες που στηρίζονται σε μνήμες και προφορικές μαρτυρίες. Από το βιβλίο του σκηνοθέτη Νίκου Θεοδοσίου «Στα παλιά τα σινεμά», διαβάζουμε τη λεπτομερή ιστορική αναδρομή που κάνει ο συγγραφέας, και γράφει: «Ο κινηματογράφος ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό κόσμο το 1896. Το 1900, άρχισαν οι πρώτες συστηματικές προβολές στα καφενεία της Πλατείας Συντάγματος. Και αυτή είναι η αρχή του θερινού σινεμά στην Ελλάδα…»
ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΑΡΑΞΕΝΑ…
Μετά από μια σύντομη ανάγνωση των ονομασιών των θερινών σινεμά, θα διαπιστώσουμε ότι όλα σχεδόν, έχουν γυναικεία ονόματα, ελληνικά ή εξωτικά, όπως, «Στέλλα», «Αΐντα», «Κάρμεν», κ.λ.π.
Φίλος διηγείται ότι οι «πιτσιρικάδες», χώνονταν κάτω από το ταμείο, για να περάσουν λαθραία μέσα στην αίθουσα.
Τα περισσότερα θερινά σινεμά της Αθήνας, στην περίοδο 1896-2013, ήταν στις περιοχές όπως Αμπελόκηποι, Κυψέλη, Πατήσια και Κολωνός. Το θερινό σινεμά για τους ανθρώπους που το «δουλεύουν», είναι η ζωή τους, είναι το σπίτι τους, είναι ο καθημερινός τους αγώνας. Πολλά σινεμά από αυτά, αν όχι τα περισσότερα, είναι οικογενειακές επιχειρήσεις, που έχουν συνεχιστές τη δεύτερη ή και τρίτη γενιά. Τέλος, τα θερινά σινεμά δεν είναι κάποια ελληνική αποκλειστικότητα. Στο εξωτερικό, βλέπουμε να στήνονται, αν και με πρόσκαιρο χαρακτήρα, στα πιο απίθανα μέρη, όπως, σε πάρκα, πλατείες, ποτάμια και λίμνες, παλάτια, κάστρα, κ.λπ.
Όπως είδαμε στην αρχή, στις πιο δύσκολες και θλιβερές πτυχές της ζωής μας, αρκούν λίγες φωτεινές καλοκαιρινές ακτίνες του ήλιου, ν’ ακουμπήσουν στην πόρτα του σπιτιού και της ψυχής μας. Αρκούν τα γλυκά φτερουγίσματα της μνήμης, οι ολόφωτες εικόνες, και κυρίως οι νοσταλγικά ζυγισμένοι στίχοι από κάποια τραγούδια που αδυνατούμε, αλλά ούτε θέλουμε να τα λησμονήσουμε.
Και ένα από αυτά τα τραγούδια είναι και «Τα θερινά Σινεμά», που θα μας συντροφεύουν και θα μας εμπνέουν πάντα τη δύναμη και τη γνησιότητα της αγάπης και της αλήθειας!