Της Αγγελικής Βελεσιώτη
Σχέδιο τεσσάρων σημείων που θα επαναφέρει το τραπεζικό σύστημα σε συνθήκες πλήρους κανονικότητας, με άμεσα οφέλη, τόσο για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είτε βαρύνονται με “κόκκινα” δάνεια είτε απλά επιθυμούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε φθηνότερο δανεισμό, όσο και για την ίδια την οικονομία, έχει εκπονήσει η κυβέρνηση, προχωρώντας σταδιακά στην υλοποίησή του.
Το πρώτο σημείο αφορά στην αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις συστημικές τράπεζες, κλείνοντας έτσι και επισήμως το φάκελο της κρίσης για εκείνες. Ως γνωστόν, το Δημόσιο έχει αποχωρήσει πλήρως από τις Eurobank (1,4%), Alpha Bank (8,98%) και Τράπεζα Πειραιώς (27%), ενώ έχει ολοκληρώσει και την πρώτη φάση της αποεπένδυσης από την Εθνική Τράπεζα, με τη διάθεση του 22% των μετοχών που κατείχε. Έως τις αρχές Οκτωβρίου δε, αναμένεται να διατεθεί μέρος – ή και το σύνολο, εφόσον αποφασιστεί από την κυβέρνηση – από το εναπομείναν ποσοστό του Ταμείου στην τράπεζα (18,39%), με το Δημόσιο να διατηρεί μία συμμετοχή πάνω από 5%, η οποία θα περάσει ως… προίκα στο Υπερταμείο. Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, στη χθεσινή μηνιαία συνεδρίαση του Ταμείου η J.P. Morgan ενημέρωση συνοπτικά για το αυξημένο ενδιαφέρον από πλευράς των επενδυτών, ανανεώνοντας το ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα, προσκομίζοντας συγκεκριμένα στοιχεία.
Πηγές της αγοράς, πάντως, υποστηρίζουν πως η επιστροφή των τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα ήταν μία από τις βασικές προϋποθέσεις που είχαν θέσει ορισμένοι από τους σημαντικότερους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, προκειμένου να δώσουν στη χώρα την επενδυτική βαθμίδα. Ακόμη και η Moody’s, η οποία είναι και η μοναδική που δεν έχει προχωρήσει στην πολυπόθητη αναβάθμιση, προσφάτως αναθεώρησε σε θετικό το outlook, στηρίζοντας την απόφασή της αυτή στην πολύ καλή εικόνα των εγχώριων τραπεζών.
Η δεύτερη βασικότερη παράμετρος που εξετάζουν οι οίκοι είναι η μείωση των “κόκκινων” δανείων, με την κυβέρνηση να έχει εξοπλίσει τις τράπεζες με το σημαντικότερο εργαλείο: τον “Ηρακλή”. Προσφάτως, μάλιστα, όπως αποκάλυψε ο υπουργός Οικονομικών, κ. Κωστής Χατζηδάκης, κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η αίτηση για επέκταση του προγράμματος κατά επιπλέον ένα δισ. ευρώ. “Περιμένουμε τη θετική απάντηση της Επιτροπής. Με την υλοποίηση του προγράμματος τα ‘κόκκινα’ δάνεια των συστημικών τραπεζών θα κατέβουν στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ένα ακόμη θετικό βήμα για το τραπεζικό σύστημα, θέλουμε ένα τραπεζικό σύστημα ανταγωνιστικό, με ανταγωνισμό και πρωτίστως υγιές”, τόνισε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, υπενθυμίζοντας ότι με τη συμβολή του “Ηρακλή” τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί από περίπου 40% τον Ιούλιο του 2019 σε 7,5% τον περασμένο Μάρτιο, ενώ συνολικά σε τράπεζες και servicers έχουν περιοριστεί από τα 92 δισ. ευρώ το 2019 σε 69 δισ. ευρώ το 2023.
Ειδικά για τα “κόκκινα” δάνεια των αγροτών, η κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει ένα νέο πλαίσιο ρυθμίσεων που θα περιλαμβάνει σημαντική διαγραφή οφειλών. Με βάση τις σχετικές ανακοινώσεις από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα, πρόκειται για δάνεια, ύψους 3.8 δισ. ευρώ, με τα “βάρη” να αφορούν σε 26.000 ακίνητα (αξίας 1,5 δισ. ευρώ), 750 αγροτικούς συνεταιρισμούς και 21.000 αγρότες. Η πλειονότητα αυτών ήταν στην πρώην Αγροτική Τράπεζα και άρα, έχουν περάσει στην PQH, η οποία τα εξαίρεσε από τη διαδικασία της πώλησης.
Πιο αναλυτικά, οι ενέργειες της κυβέρνησης θα αφορούν σε: συνδυαστικές λύσεις επί παλαιών απαιτήσεων (λύσεις διαγραφής οφειλών), με ταυτόχρονη νέα τραπεζική χρηματοδότηση, προώθηση συνεργειών μεταξύ βιώσιμων συνεταιρισμών, άμεση αξιοποίηση ακινήτων και εκμίσθωση αυτών, προκειμένου για την αύξηση ταμειακών ροών και προώθηση συγχωνεύσεων – αποσχίσεων και εν γένει εταιρικών μετασχηματισμών μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Πληροφορίες του Capital.gr, μάλιστα, αναφέρουν ότι, στο πλαίσιο της επίμαχης πρωτοβουλίας η κυβέρνηση εξέτασε και το ενδεχόμενο επέκτασης του μέτρου και στις αγροτικές οφειλές των servicers (σ.σ. η Intrum, για παράδειγμα, λόγω Πειραιώς και Αγροτικής, έχει αρκετά δάνεια τέτοιας φύσης υπό τη διαχείρισή της), χωρίς, ωστόσο, προς ώρας να έχουν ληφθεί σχετικές αποφάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, λιγότερα “κόκκινα” δάνεια σημαίνει περισσότερες δυνατότητες χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Δεδομένου, ωστόσο, ότι πολλά νοικοκυριά ή επιχειρήσεις εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό η κυβέρνηση δρομολόγησε την ενίσχυση του ανταγωνισμού στο σύστημα. Έτσι αφενός, στήριξε (σ.σ. με την επέκταση του “Ηρακλή”) τη δημιουργία του 5ου πόλου και αφετέρου, επέτρεψε σε μη τραπεζικά ιδρύματα να χορηγούν στεγαστικά δάνεια. “Με την ολοκλήρωση της συγχώνευσης της Τράπεζας Αττικής και της Παγκρήτιας Τράπεζας ενισχύεται ο ανταγωνισμός σε επίπεδο καταθέσεων, χορηγήσεων και προμηθειών, με προφανή οφέλη για καταθέτες και δανειολήπτες”, τόνισε ο κ. Χατζηδάκης.
Μετά τη νομική συγχώνευση, κομβικό σημείο για την επόμενη σελίδα της νέας τράπεζας είναι η ανακεφαλαιοποίησή της μέσω νέας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και έκδοσης τίτλων κτήσης, τον Οκτώβριο, ύψους 735 εκατ. ευρώ. Για το σκοπό αυτό, μάλιστα, η τράπεζα έχει προγραμματίσει για τις 25 Ιουλίου έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων. Η κεφαλαιακή ενίσχυση έχει ως στόχο, πέρα από την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από την εξυγίανση των “κόκκινων” δανείων μέσω του σχήματος “Ηρακλή III”, την ανάπτυξη. “Για να μπορούμε να δίνουμε επιπλέον δάνεια με ταχύτερους ρυθμούς”, ανέφερε σε πρόσφατη ομιλία της η CEO της Attica Bank, κυρία Ελένη Βρεττού, προσθέτοντας πως επιδίωξη είναι μέσω της συγχώνευσης και της εξυγίανσης να αποκατασταθεί πλήρως και να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των πελατών.
Την ίδια στιγμή, στην απλούστευση της αδειοδότησης των εταιρειών παροχής πιστώσεων, προκειμένου αυτές να μπορούν να χορηγούν εκτός από καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, προχώρησε η κυβέρνηση. Παρά το αρχικό ενδιαφέρον, ωστόσο, προς ώρας καμία εταιρεία δεν έχει υποβάλλει σχετικό αίτημα προς την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), γεγονός που αρμόδιες πηγές αποδίδουν στα χαμηλά περιθώρια κέρδους. “Σήμερα που οι τράπεζες έχουν πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια και μπορούν να δανείζουν με επιτόκια πέριξ του 3% είναι μάλλον δύσκολο για έναν νέο ‘παίκτη’ να τις… χτυπήσει”, σχολιάζουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν: “Οι τράπεζες, εφόσον βρουν bankable πελάτη, είναι πρόθυμες να δανείσουν. Το θέμα, προφανώς, είναι η ζήτηση και όχι η προσφορά”.