Συνολικά τα επιδόματα που λαμβάνει μία νέα εργαζόμενη μητέρα του ιδιωτικού τομέα και είναι συνδεδεμένα με τη γέννηση, μπορεί να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν τα 11.000 ευρώ, δήλωσε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου, σε συνέντευξή του στο Ertnews.
Για το επίδομα μητρότητας, ο υφυπουργός Εργασίας σημείωσε ότι, κατά την προηγούμενη τετραετία, η κυβέρνηση επέκτεινε χρονικά το επίδομα μητρότητας για τις μισθωτές του ιδιωτικού τομέα στους εννέα μήνες, και τώρα επεκτείνει την παροχή και στις ελεύθερες επαγγελματίες, τις αυτοαπασχολούμενες και τις αγρότισσες.
Όπως είπε, “η προϋπόθεση είναι να είναι ασφαλιστικά ενήμερες. Αν τυχόν δεν είναι ασφαλιστικά ενήμερες, η αντίστοιχη πλατφόρμα βγάζει ένα μήνυμα που τους λέει ‘παρακαλώ, είτε πληρώστε, είτε ρυθμίστε το χρέος σας, ώστε να μπορέσετε να λάβετε το επίδομα μητρότητας”.
Πρόκειται για ένα ασφαλιστικό και όχι προνοιακό επίδομα. Οι αυτοαπασχολούμενοι καταβάλλουν μηνιαία εισφορά, ύψους 10 ευρώ, που παλαιότερα κάλυπτε μόνο τον κίνδυνο της ανεργίας. Διαπιστώσαμε ότι υπήρχε ο δημοσιονομικός χώρος, ώστε να καλυφθεί και το επίδομα μητρότητας, το οποίο και κάναμε.
Το επίδομα έχει δύο στόχους. Πρώτον να ενισχύσει την οικογένεια, σε μία περίοδο στην οποία πραγματικά είναι πολύ χρήσιμο η μητέρα ή κάποιος από τους γονείς να μείνει με το παιδί του και, ταυτόχρονα, διευκολύνει τις γυναίκες να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας, ενθαρρύνει τις οικογένειες οι οποίες θέλουν αποκτήσουν παιδιά, να το κάνουν, συμφιλιώνοντας τον εργασιακό με τον οικογενειακό βίο”.
Σε ερώτηση σχετικά με την εξαήμερη εργασία, ο κ. Τσακλόγλου απάντησε τα εξής: “Έχει νομοθετηθεί για ορισμένους ακόμα κλάδους, όπου η παραγωγή είναι ‘συνεχούς ροής’, τους οποίους δεν είχαμε καλύψει προηγουμένως και δίνει δικαίωμα στον εργοδότη να ζητήσει από τον εργαζόμενο να εργαστεί και έκτη ημέρα με τις μισθολογικές απολαβές που προβλέπει ο νόμος. Το μέτρο καλύπτει σχετικά μικρό αριθμό εργαζομένων και, σίγουρα, δεν πρόκειται για γενίκευση του μέτρου σε όλους τους μισθωτούς”.
Αναφορικά με το πότε μπορεί κάποιος να πάρει σύνταξη, ο υφυπουργός Εργασίας διευκρίνισε ότι, για να μπορεί κάποιος να πάρει σύνταξη, πρέπει να έχει τουλάχιστον 15 έτη ασφαλιστικών εισφορών και να είναι τουλάχιστον 62 ετών. Αν έχει 40 χρόνια εισφορών, η σύνταξη καταβάλλεται χωρίς καμία περικοπή. Αν δεν έχει 40 χρόνια εισφορών και θελήσει να βγει στη σύνταξη, μετά τα 62 και πριν τα 67, υφίσταται περικοπή ίση με 1/240 της εθνικής σύνταξης για κάθε μήνα από τη διαφορά από το θεωρητικό μέγιστο των 40 ετών. Στα 67 έτη, κάποιος που πληροί τις προϋποθέσεις της 15ετίας συνταξιοδοτείται, χωρίς περικοπή της εθνικής σύνταξης.
Σε πλήρη σύνταξη νωρίτερα από την ηλικία των 62, ετών μπορούν να βγουν όσοι είναι στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, όπου το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης είναι στα 60 έτη, καθώς και οι εργαζόμενοι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Τέλος, για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ο κ. Τσακλόγλου ανέφερε τα ακόλουθα: “Στη νομοθεσία μας, το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης είναι συνδεδεμένο με το προσδόκιμο της επιβίωσης στα 65 χρόνια. Η εξέταση του αντιστοίχου ορίου γίνεται κάθε τρία χρόνια. Έγινε πέρυσι και διαπιστώθηκε ότι το προσδόκιμο της επιβίωσης στα 65 έτη δεν αυξήθηκε στην Ελλάδα, λόγω της πανδημίας. Η επόμενη επανεξέταση θα γίνει το 2027 και, μέχρι τότε, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα απολύτως”.