Του Κώστα Ράπτη
Έφεραν τα αμερικανικά πλήγματα στο Φορντό, τη Νατάνζ και το Εσφαχάν τον τερματισμό ή έστω τη σημαντική οπισθοχώρηση του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης; Και με αυτή την έννοια, μπορούν τα εν λόγω πλήγματα να παραμείνουν μεμονωμένα;
Ο Ντόναλντ Τραμπ που θριαμβολογεί και ταυτοχρόνως διακηρύσσει ότι “ήρθε η ώρα για την ειρήνη” προφανώς απαντά θετικά και στα δύο αυτά κρίσιμα ερωτήματα.
Το Ιράν από την πλευρά του υποστηρίζει ότι οι ζημιές υπήρξαν επιφανειακές, αλλά και ότι τα πλήγματα δεν θα μείνουν αναπάντητα. Πρόκειται βέβαια για τον ισχυρισμό που θα αναμέναμε σε οποιαδήποτε περίπτωση, αλλά πάντως ενισχύεται από τις διαβεβαιώσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας ότι δεν παρατηρείται διαρροή ραδιενέργειας.
Πολύ περισσότερο, η Τεχεράνη υποστηρίζει ότι οι πληγείσες εγκαταστάσεις είχαν προ πολλού εκκενωθεί από προσωπικό και ευαίσθητο υλικό και άρα οι αμερικανικές επιδρομές αποτέλεσαν μια “κούφια” επίδειξη δύναμης – σχεδόν συνεννοημένη, θα έλεγε κανείς, ώστε ο ένοικος του Λευκού Οίκου να αποδράσει “αγέρωχα” από τις ισραηλινές πιέσεις, που κατά το Reuters έλαβαν τη μορφή “έντονου τηλεφωνήματος” την Πέμπτη, οπότε ο Τραμπ είχε διακηρύξει ότι θα λάβει τις αποφάσεις του εντός δύο εβδομάδων.
Προφανώς οι Ιρανοί ιθύνοντες βασίζονται στην εμπειρία τους από το 2020, όταν η δολοφονία του στρατηγού Κάσεμ Σολεϊμανί με εντολή Τραμπ ακολουθήθηκε από επιμελώς “χορογραφημένα” και προειδοποιημένα ιρανικά ιρανικά αντίποινα σε δύο αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ, χωρίς ο (και τότε πρόεδρος) Ντόναλντ Τραμπ να μπει εντέλει στη διαδικασία της ανταπάντησης, αν και, κατά τα δημοσιεύματα της εποχής, ζητούσε για λόγους γοήτρου μέσω τρίτων από το Ιράν να υποδείξει έναν ερημικό στόχο στο έδαφός του.
Αλλά τα παίγνια αυτού του τύπου είναι πάντοτε δυνατόν να εκτροχιασθούν. Εν τω μεταξύ το Ιράν, το οποίο διακηρύσσει ότι θα θυμάται την αμερικανική επίθεση “εις τους αιώνες”, πρέπει μέσα στα επόμενα 24ωρα να σχεδιάσει μια απάντηση που να σώζει το κύρος του χωρίς απαραιτήτως να ωθεί τα πράγματα προς κλιμάκωση.
Το γεγονός ότι οι γειτονικές αραβικές μοναρχίες δεν διέθεσαν την επικράτειά τους για να εξαπολυθούν οι επιδρομές του Τραμπ αξιολογείται – και θέτει έναν περιορισμό ως προς την στοχοποίηση των αμερικανικών δυνάμεων που σταθμεύουν σε αυτές. Το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ, πάλι, είναι μια επιλογή που, καίτοι επισείεται, δεν προορίζεται να υλοποιηθεί παρά ως έσχατη λύση. Συμβαίνει άλλωστε μια τέτοια κίνηση να θίγει κατεξοχήν την Κίνα ως καταναλωτή πετρελαίου (αν και η εκτόξευση των τιμών θα ευνοούσε την Ρωσία ως εξαγωγέα).
Προς το παρόν, η εντατικοποίηση των ιρανικών πληγμάτων έναντι του Ισραήλ φαντάζει ως η προσφορότερη επιλογή. Μετά την άμεση αμερικανική εμπλοκή, άλλωστε δεν χρειάζεται αυτοσυγκράτηση ως προς την επιλογή των στόχων.
Όμως το γεγονός ότι την πρωτοβουλία της παρούσας ανάφλεξης είχε ακριβώς το Ισραήλ καταδεικνύει ότι η “επιστροφή στην ειρήνη” που οραματίζεται βάσει της “Τέχνης του Ντηλ” ο Τραμπ δεν είναι εφικτή – και άρα δικαιώνονται όσοι στις ΗΠΑ επιφυλάσσονταν απέναντι σε μία εμπλοκή ανοικτού ορίζοντα, με επαναλαμβανόμενα κάθε λίγους μήνες πλήγματα κ.ο.κ.
Η θερμή αναμέτρηση με το Ιράν αποτελεί την “φυγή προς τα εμπρός” της κυβέρνησης Νετανιάχου, προκειμένου να εξαπλώσει σε ευρύτερη γεωγραφική ακτίνα την σύγκρουση που δεν έχει καταφέρει να επιλύσει κατά τις επιθυμίες της στην περιορισμένη έκταση της Γάζας. Ήτοι από το “τραύμα” της 7ης Οκτωβρίου να εξαχθεί η “ευκαιρία” μιας “νέας Μέσης Ανατολής”, με ενταφιασμό του παλαιστινιακού ζητήματος και αλλαγή των καθεστώτων που επιμένουν να αντιδρούν σε αυτή την προοπτική.
Αλλά αν οι αμερικανικές επιδρομές στο Ιράν δεν αποτέλεσαν την τελευταία λέξη στον φάκελο του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, το οποίο λειτούργησε ως το κυρίαρχο πρόσχημα, πολύ περισσότερο δεν έφεραν πιο κοντά την πτώση του καθεστώτος της Ισλαμικής Δημοκρατίας, καθώς όλα μαρτυρούν την συσπείρωση του ιρανικού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των αντιφρονούντων, γύρω από την σημαία της πατρίδας.
Τα επιτυχημένα εγχειρήματα “αλλαγής καθεστώτος” προϋποθέτουν σχίσματα στον σκληρό πυρήνα του κράτους ή και χερσαία εισβολή, η οποία στην περίπτωση του αχανούς Ιράν είναι εκτός συζήτησης.
Φυσικά τίποτε δεν αποκλείει την εκδήλωση στο άμεσο μέλλον αποσχιστικών κινημάτων σε μειονοτικές επαρχίες. Αξίζει να αναλογισθούμε όμως τι θα σημαίνει αυτό για τη στάση των γειτονικών χωρών – λ.χ. της Τουρκίας στο ενδεχόμενο μιας εξέγερσης των Κούρδων του Ιράν.
Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι παίκτες, και οι εγγύς και οι μακράν, λαμβάνουν το μήνυμα ότι η διπλωματία δεν έχει νόημα και ότι η καλύτερη αποτροπή είναι η πραγματική απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Αυτή την διαπίστωση κάνει σε αξιοσημείωτη ανάρτησή του και ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας, νυν αντιπρόεδρος του ισχυρού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο οποίος θεωρεί τόσο ότι το ιρανικό καθεστώς ενισχύεται όσο και ότι η πορεία της Τεχεράνης προς την απόκτηση πυρηνικού όπλου επιταχύνεται. Ενδεχομένως υπό τύπον δωρεάς από τρίτο κράτος, προσθέτει, χωρίς να διευκρινίζει αν εννοεί την δική του χώρα ή κάποιαν λιγότερο ενδιαφερόμενη για την τήρηση των προσχημάτων, όπως η Βόρειος Κορέα.
Το ότι οι ευρασιατικές δυνάμεις δεν σκοπεύουν να συμπολεμίσουν με το Ιράν (και συνεπώς αποτελούν ρητορική υπερβολή τα περί “Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου”) δεν σημαίνει ότι δεν θα σταθούν αρωγοί της Τεχεράνης με άλλους τρόπους.