Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν σχεδιάζουν να συζητήσουν το ενδεχόμενο έκτακτων αγορών γαλλικών ομολόγων, οι αποδόσεις των οποίων έχουν πάρει την ανιούσα μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, καθώς εξακολουθούν να πιστεύουν ότι εναπόκειται στους Γάλλους πολιτικούς να καθησυχάσουν τους επενδυτές που τρόμαξαν από την προοπτική μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης στη Γαλλία. Αυτό ανέφεραν στο πρακτορείο Reuters, πέντε πηγές της κεντρικής τράπεζας της Ευρωζώνης.
Οι γαλλικές χρηματοπιστωτικές αγορές υπέστησαν ένα βάναυσο sell-off στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας, καθώς οι επενδυτές μείωσαν τις θέσεις τους ενόψει των πρόωρων εκλογών που προκήρυξε ο πρόεδρος Μακρόν, μετά την ήττα της παράταξής του στις ευρωεκλογές, υπό τον φόβο ότι θα μπορούσαν να αναδείξουν στην εξουσία το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν. Η κίνηση αυτή οδήγησε ορισμένους αναλυτές να εικάσουν ότι δεν αποκλείεται να υπάρξει παρέμβαση από την κεντρική τράπεζα του μπλοκ.
Ωστόσο, πέντε υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ, μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας, δεδομένης της ευαισθησίας του θέματος, δήλωσαν ότι δεν έχουν συζητήσει το ενδεχόμενο ενεργοποίησης ενός προγράμματος έκτακτης αγοράς ομολόγων για τη στήριξη του γαλλικού χρέους, ούτε σκοπεύουν επί του παρόντος να το κάνουν.
Οι ανησυχίες των αξιωματούχων της ΕΚΤ εμφανίζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά τον αντίκτυπο του sell-off στα γαλλικά κρατικά ομόλογα, το ασφάλιστρο κινδύνου στα οποία ανήλθε στο υψηλότερο επίπεδο έναντι των ασφαλέστερων γερμανικών τίτλων από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης το 2011.
Ωστόσο, και οι πέντε πηγές συμφώνησαν ότι οι Γάλλοι πολιτικοί είναι αυτοί που πρέπει να πείσουν τους επενδυτές ότι ασκήσουν λογική οικονομική πολιτική. Δύο πηγές μάλιστα πρότειναν ότι η ΕΚΤ δεν πρέπει να παρέμβει πριν σχηματιστεί νέα κυβέρνηση στη Γαλλία και ανακοινώσει τα δημοσιονομικά σχέδιά της.
Ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει το θέμα.
Το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) της ΕΚΤ, επιτρέπει στην κεντρική τράπεζα να αγοράζει απεριόριστες ποσότητες ομολόγων από μια χώρα που βρίσκεται υπό πίεση, αλλά μόνο για όσο διάστημα συμμορφώνεται με συγκεκριμένες παραμέτρους, όπως οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, ορισμένα μέλη της ΕΚΤ εκφράζουν ανησυχίες για τυχόν οικονομική αναταραχή στη Γαλλία, η οποία μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ως ο δεύτερος πυλώνας σταθερότητας στην Ευρωζώνη μετά τη Γερμανία.
Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ προειδοποίησε ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης κινδυνεύει με οικονομική κρίση εάν η ακροδεξιά κερδίσει στις εκλογές της 30ής Ιουνίου και της 7ης Ιουλίου.
Το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν, το οποίο προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ζητά μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση των τιμών της ενέργειας, αύξηση των δημοσίων δαπανών και την υιοθέτηση μιας προστατευτικής οικονομικής πολιτικής, τύπου “Πρώτα η Γαλλία”.
Το ιταλικό προηγούμενο
Ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ παρομοίασαν την κατάσταση στη Γαλλία με αυτήν που αντιμετώπισε η Ιταλία το καλοκαίρι του 2022, όταν ο κεντροδεξιός συνασπισμός της Τζόρτζια Μελόνι φαινόταν έτοιμος να κερδίσει τις γενικές εκλογές.
Μετά τη νίκη της στις εκλογές, η Μελόνι μείωσε την πολεμική ρητορική της προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ ελπίζουν ότι η Λεπέν και το κόμμα της θα κάνουν το ίδιο σε περίπτωση εκλογής τους.
Η Ιταλία και η Γαλλία έχουν αμφότερες υψηλότερο έλλειμμα από αυτό που επιτρέπουν οι κανόνες της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι θα αναγκαστούν “να σφίξουν το ζωνάρι” στο πλαίσιο της “διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος” της ΕΕ.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία είναι Γαλλίδα, φάνηκε να υποβαθμίζει τη σημασία αυτού του κανόνα νωρίτερα φέτος, λέγοντας ότι αποτελεί απλώς “μια εναλλακτική προϋπόθεση” για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας του TPI.
Ερωτηθείσα την Παρασκευή για το ενδεχόμενο χρήσης του εργαλείου TPI στην περίπτωση της Γαλλίας, η Λαγκάρντ απλώς σημείωσε ότι είναι “καθήκον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να… διατηρήσει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο και να τον επαναφέρει στο επίπεδο του στόχου”.
Οι επενδυτές ζητούν ασφάλιστρο 80 μονάδων βάσης για να δανείσουν τη Γαλλία, η πιστοληπτική ικανότητα της οποίας αξιολογείται με ΑΑ έναντι του ΑΑΑ της Γερμανίας, για διάστημα 10 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία για το κλείσιμο της αγοράς την Παρασκευή.
Το spread μεταξύ των ομολόγων Ιταλίας (με αξιολόγηση ΒΒΒ) και Γερμανίας, το οποίο επίσης διευρύνθηκε τις τελευταίες ημέρες, ανήλθε στις 157 μονάδες βάσης την Παρασκευή – απέχει ωστόσο πολύ από τις 250 μονάδες που άγγιξε το 2022.
Διαβάστε ακόμη: