Του Κώστα Κατίκου
Ενεργό ρόλο και αύξηση κονδυλίων στα προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης εργαζομένων διεκδικεί η ελληνική βιομηχανία, με συμμετοχή ανάλογη του 24% που συνεισφέρει στο ΑΕΠ, καθώς, σε σχέση με άλλα κράτη, στον τομέα αυτόν στη χώρα μας αντιμετωπίζεται ως “φτωχός συγγενής”.
Τα προγράμματα είναι δομημένα με τέτοιον τρόπο, ώστε περιορίζουν τη συμμετοχή των επιχειρήσεων του κλάδου τόσο στον σχεδιασμό τους όσο και στις δεξιότητες πάνω στις οποίες εκπαιδεύονται οι εργαζόμενοι, με αποτέλεσμα το πρόβλημα της έλλειψης εξειδικευμένου αλλά και κατάλληλα επιμορφωμένου προσωπικού για τις ελληνικές βιομηχανίες να γίνεται εντονότερο.
Η ανάγκη επανασχεδιασμού των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης αναδεικνύεται ως το υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο στο μεγάλο διπλό πρόβλημα, της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού από τη μια και της διαρκούς βελτίωσης των επαγγελματικών προσόντων των 413.000 εργαζομένων που απασχολούνται στην εγχώρια βιομηχανία από την άλλη.
Σε ειδική μελέτη του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), που παρουσιάστηκε την Τρίτη 9 Απριλίου παρουσία της υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Δόμνας Μιχαηλίδου, καταγράφεται πλήθος στρεβλώσεων στα προγράμματα κατάρτισης με τον τρόπο που εφαρμόζονται σήμερα, ενώ διατυπώνονται σαφείς αιχμές για “απουσία ισχυρού και ολοκληρωμένου πλαισίου και συστήματος παρακολούθησης, αξιολόγησης και ελέγχου των κονδυλίων που διατίθενται”, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Τα προγράμματα κατάρτισης έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στα 4,1 δισ. ευρώ που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και του ΕΣΠΑ 2021-2027 για δράσεις στο ανθρώπινο δυναμικό. Το δε ποσό του ΕΚΤ είναι το μεγαλύτερο από τα 12,5 δισ. ευρώ που έχει στη διάθεσή της η Ελλάδα από το ΕΣΠΑ.
Από τις στρεβλώσεις οι οποίες περιγράφονται στη μελέτη του ΣΒΕ ξεχωρίζουν:
1. Το περίπλοκο και διάσπαρτο σε πολλά νομοθετήματα θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ).
2. Η περιορισμένη στόχευση της χρηματοδότησης και των προγραμμάτων ΕΕΚ στη βιομηχανία, με αποτέλεσμα την αδυναμία κάλυψης συγκεκριμένων αναγκών της σε ανθρώπινο δυναμικό.
3. Η απουσία ισχυρού και ολοκληρωμένου πλαισίου και συστήματος παρακολούθησης, αξιολόγησης και ελέγχου των κονδυλίων που διατίθενται για την ΕΕΚ και των αποτελεσμάτων της ΕΕΚ.
4. Η περιορισμένη διάθεση κονδυλίων από τις βιομηχανικές επιχειρήσεις για προγράμματα κατάρτισης προσωπικού, με αποτέλεσμα την υποστελέχωση των σχετικών τμημάτων HR και τον περιορισμένο αριθμό αποτελεσματικών δράσεων κατάρτισης προσωπικού.
Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, ο ΣΒΕ τονίζει ότι είναι επιτακτική η ανάγκη αύξησης της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των κονδυλίων στα προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και η ενίσχυση της διαφάνειας στην αξιοποίησή τους. Παράλληλα, ζητά αύξηση των κονδυλίων για εξειδικευμένα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης για τη βιομηχανία, κατ’ αναλογία, τουλάχιστον, της συνεισφοράς της βιομηχανίας στο ΑΕΠ (σ.σ: δηλαδή συμμετοχή 24% στα προς αξιοποίηση κονδύλια), και ευθυγράμμιση των προγραμμάτων με τις ανάγκες της βιομηχανίας.
Το παράδειγμα άλλων κρατών
Η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση στη Γερμανία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο δυϊκό σύστημα (θεωρητική εκπαίδευση και προγράμματα μαθητείας), το οποίο αναγνωρίζεται στην αγορά εργασίας.
Στη Γαλλία οι κοινωνικοί εταίροι έχουν σημαντικό ρόλο σε όλες της πτυχές της διά βίου μάθησης, ενώ οι εταιρείες υποχρεούνται διά νόμου να συνεισφέρουν οικονομικά στη συνεχή κατάρτιση των εργαζομένων.
Η Σουηδία εξασφαλίζει διασύνδεση με τον κόσμο της εργασίας, εμπλέκοντας τους σχετικούς κοινωνικούς εταίρους σε συμβουλευτικά όργανα και σε πολλαπλά επίπεδα.
Το σύστημα της Ιρλανδίας χαρακτηρίζεται από έντονη δραστηριότητα σε θέματα ανάπτυξης δεξιοτήτων και επανακατάρτισης, με έμφαση σε ζητήματα τεχνολογίας της βιομηχανίας.
Το πλαίσιο της ΕΕΚ στην Ιταλία εστιάζει στην αντιμετώπιση διαρκών προκλήσεων όπως η ανεπαρκής ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων.
Οι 13 παρεμβάσεις
Για την ενίσχυση της ΕΕΚ στην ελληνική βιομηχανία ο ΣΒΕ προτείνει 13 παρεμβάσεις, μεταξύ των οποίων είναι οι εξής:
1. Δημιουργία εθνικού κέντρου έρευνας για την ΕΕΚ σε πανεπιστημιακό επίπεδο και με την ενεργό συμβολή των κοινωνικών εταίρων. Αύξηση των κονδυλίων που διατίθενται για εξειδικευμένα για τη βιομηχανία προγράμματα.
2. Ανάπτυξη νέων προγραμμάτων ΕΕΚ για τη βιομηχανία στη βάση εισηγήσεων των κοινωνικών εταίρων και άλλων εκπροσώπων της βιομηχανίας και με τον τελικό σχεδιασμό τους να υπόκειται και στην έγκριση των κοινωνικών εταίρων.
3. Έμφαση στην ανάπτυξη προγραμμάτων συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης που θα αφορούν εξειδικευμένες τεχνικές ειδικότητες της βιομηχανίας και θα δίνουν πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην πρακτική άσκηση σε βιομηχανικές επιχειρήσεις, ώστε οι καταρτιζόμενοι να εκπαιδεύονται σε πραγματικές συνθήκες και με τη χρήση κατάλληλων, εξειδικευμένων υποδομών και εξοπλισμού (μηχανήματα, εργαλεία κτλ.).
4. Αναβάθμιση και ενδυνάμωση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό και στην αξιολόγηση προγραμμάτων επιδοτούμενης συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς ή εθνικούς ή διεθνείς πόρους.
5. Φορολογικά κίνητρα και άλλες μορφές χρηματοδότησης στη βιομηχανία, με στόχο την αύξηση των προσφερόμενων θέσεων πρακτικής άσκησης και των προγραμμάτων μαθητείας.
6. Μηχανισμός τακτικής επικαιροποίησης του συνόλου των επαγγελματικών περιγραμμάτων, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις τάσεις στην αγορά εργασίας, και συνεχής επανεξέταση και επικαιροποίηση των ειδικοτήτων και επαγγελματικών αντικειμένων της κατάρτισης που σχετίζονται με τη βιομηχανία.
Οι νέες τάσεις σε θέματα ανθρώπινου δυναμικού καθιστούν αναγκαία την προσαρμογή και των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης στα νέα δεδομένα, που επηρεάζονται και από τις δημογραφικές εξελίξεις. Η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μια νέα φάση, που χαρακτηρίζεται από τη διεθνή κατάτμηση της παραγωγής, αναφέρει η μελέτη του ΣΒΕ, που προϋποθέτει ανθρώπινο δυναμικό με υψηλού επιπέδου δεξιότητες, την ώρα που ο μετασχηματισμός των αγορών εργασίας εκτυλίσσεται σε ένα περιβάλλον πληθυσμιακής γήρανσης.
Ενώ το 1980 στις χώρες του ΟΟΣΑ αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 20 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω για κάθε 100 άτομα ηλικίας 20 έως 64 ετών, το 2015 ο αριθμός αυτός ανήλθε στα 28 άτομα και το 2050 θα διπλασιαστεί. Στην Ελλάδα η αναλογία ηλικιωμένων προς τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας αναμένεται να εκτοξευθεί από 36,7% το 2023 σε 73,4% το 2050.