Του Τάσου Τασόπουλου
Υψηλή ανάπτυξη που θα ξεπεράσει το 2,2% την τριετία 2023 – 2025 με οδηγούς τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και την ιδιωτική κατανάλωση και σταθερή επιστροφή σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα προβλέπει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ο οποίος επιμένει στη συνέχιση μεταρρυθμίσεων.
Στο Οικονομικό Outlook που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, ο ΟΟΣΑ αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη, στο 2,4% το 2023 (από 2,2% προηγουμένως), στο 2% το 2024 (από 1,9%) και στο 2,4% το 2025, μέσω της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών και της μείωσης του πληθωρισμού.
Παρότι προβλέπει υποχώρηση του πληθωρισμού από το 4,3% φέτος, στο 2,8% το 2024 και το 2,4% το 2025, ο Οργανισμός τονίζει ότι οι τιμές θα αργήσουν να μειωθούν λόγω των στρεβλώσεων που υπάρχουν ακόμη στην αγορά εργασίας και των πιέσεων για τις αυξήσεις των μισθών.
Ο ΟΟΣΑ αναφέρει παράλληλα ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αντισταθμίζεται στην πράξη από τη σύσφιξη των διεθνών χρηματοοικονομικών συνθηκών: τα spread σε γερμανικά 10ετή κρατικά ομόλογα έχουν πέσει σχεδόν στο μισό από τον Οκτώβριο του 2022.
Δημοσιονομικά προβλέπει ότι η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, από 1,1% το 2023 σε 2,1% το 2025. Αυτό θα συμβάλει σε ταχεία μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, από 163% το 2023 σε 152% το 2025. Τούτου λεχθέντος, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός αναμένεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές ουδέτερος και να γίνει μέτρια αυστηρός κατά περίπου 0,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2023 και 2025. Το αυξανόμενο κόστος δανεισμού θα επιβαρύνει προσωρινά τις επενδύσεις. Τόσο η πραγματική κατανάλωση όσο και η αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να επιταχυνθούν καθώς ο πληθωρισμός μειώνεται περαιτέρω και το εξωτερικό περιβάλλον βελτιώνεται
Σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης των εισοδημάτων τονίζεται ότι τα αυξημένα φορολογικά έσοδα και η σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων ενέργειας και τροφίμων, που ανέρχονται σε 1% του ΑΕΠ το 2023, δημιούργησαν κάποιο δημοσιονομικό χώρο για νέες παρεμβάσεις σύμφωνα με τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης. Μέτρα ύψους 0,7% του ΑΕΠ το 2023 και 1,1% του ΑΕΠ το 2024 αυξάνουν τα εισοδήματα των συνταξιούχων, των δημοσίων υπαλλήλων και των ομάδων χαμηλού εισοδήματος, αν και οι προηγούμενες συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να περιορίσουν τις δημόσιες δαπάνες.
Η κρατική αποζημίωση για ζημιές από δασικές πυρκαγιές και πλημμύρες εκτιμάται στο 0,3% του ΑΕΠ το 2023. Η αντιμετώπιση των καθυστερήσεων στην υλοποίηση των επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης θα τονώσει τις επενδύσεις, με τις δαπάνες να αναμένεται να αυξηθούν από 1% του ΑΕΠ το 2023 σε 2% του ΑΕΠ το 2025, όπως εκτιμά ο Οργανισμός.
Η συνεχής αύξηση της απασχόλησης και των μισθών θα βοηθήσει στην ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Ένα βελτιωμένο επιχειρηματικό περιβάλλον και η συνεχής υποστήριξη μέσω του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας “Greece 2.0” αναμένεται να τονώσουν τις επενδύσεις, σημειώνει.
Προειδοποιεί ταυτόχρονα ότι η πτώση του πληθωρισμού είναι πιθανό να επιβραδυνθεί καθώς οι αυξανόμενοι περιορισμοί της παραγωγικής ικανότητας συμβάλλουν στις μισθολογικές πιέσεις.
Πρόκληση η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής
Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι η ενίσχυση της παραγωγικότητας και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι βασικές προκλήσεις. Παρά τις καλοδεχούμενες μειώσεις της επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους, το επίπεδο του χρέους παραμένει υψηλό, προσθέτει.
Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων τουλάχιστον 1,5% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα και η υποστήριξη της ισχυρής ανάπτυξης είναι σημαντικές για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, τονίζει.
Αναφέρει επίσης ότι οι προοπτικές της ανάπτυξης θα βελτιωθούν με την αύξηση της αποτελεσματικότητας του νομικού συστήματος, για παράδειγμα με την προώθηση εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών.
Σημειώνει τέλος ότι η προσέλκυση περισσότερων γυναικών και νέων στην απασχόληση – για παράδειγμα με την ενθάρρυνση ευέλικτων εργασιακών ρυθμίσεων και την ενίσχυση των κινήτρων για προσλήψεις ατόμων με περιορισμένη εμπειρία – παραμένει επίσης ένα βασικό στοιχείο για την ενίσχυση περαιτέρω βελτιώσεων στη δυνητική παραγωγή.