Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν πιο πρόσφατα έχουν λιγότερες πιθανότητες να πάθουν άνοια σε οποιαδήποτε ηλικία από ό,τι οι προηγούμενες γενιές, σύμφωνα με έρευνα, με την τάση αυτή να είναι μάλιστα πιο έντονη στις γυναίκες.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 2021 υπήρχαν 57 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως που ζούσαν με άνοια, με τις γυναίκες να πλήττονται δυσανάλογα. Ωστόσο, ενώ ο κίνδυνος άνοιας αυξάνεται με την ηλικία, οι ειδικοί έχουν εδώ και καιρό τονίσει ότι η άνοια δεν είναι κάτι το αναπόφευκτο στη ζωή.
«Οι νεότερες γενιές έχουν λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια στην ίδια ηλικία με τους γονείς ή τους παππούδες τους και αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο σημάδι», τονίζει η δρ Sabrina Lenzen, από το Κέντρο Επιχειρήσεων και Οικονομικών της Υγείας του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ και από τους συγγραφείς της μελέτης.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την ίδια, η συνολική επιβάρυνση από την άνοια θα εξακολουθεί να αυξάνεται καθώς οι πληθυσμοί γερνούν και παραμένουν σημαντικές ανισότητες, ανάλογα κυρίως με το φύλο, την εκπαίδευση και την περιοχή του κόσμου στην οποία ζει ο καθένας.
Στο περιοδικό Jama Network Open, οι Αυστραλοί ερευνητές αναφέρουν πώς ανέλυσαν δεδομένα από 62.437 άτομα ηλικίας 70 ετών και άνω, τα οποία συλλέχθηκαν από τρεις μακροχρόνιες έρευνες που κάλυπταν τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τμήματα της Ευρώπης.
Η ομάδα χρησιμοποίησε έναν αλγόριθμο που έλαβε υπόψη τις απαντήσεις των συμμετεχόντων σε πλήθος διαφορετικών μετρήσεων, από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στις καθημερινές τους δραστηριότητες έως τη βαθμολογία τους σε γνωστικά τεστ, για να καθορίσει αν ήταν πιθανό να πάσχουν από άνοια.
Στη συνέχεια χώρισαν τους συμμετέχοντες σε οκτώ διαφορετικές κοόρτες, που αντιπροσώπευαν διαφορετικές γενιές. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν επίσης σε έξι ηλικιακές ομάδες.
Όπως αναμενόταν, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο επιπολασμός της άνοιας αυξανόταν με την ηλικία σε όλες τις κοόρτες και σε καθεμία από τις τρεις περιοχές: Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και Ευρώπη. Ωστόσο, σε μια δεδομένη ηλικία, οι άνθρωποι των πιο πρόσφατων γενεών είχαν λιγότερες πιθανότητες να έχουν άνοια σε σύγκριση με εκείνους των προηγούμενων γενεών.
«Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, μεταξύ των ατόμων ηλικίας 81 έως 85 ετών, το 25,1% των ατόμων που γεννήθηκαν μεταξύ 1890-1913 είχαν άνοια, σε σύγκριση με το 15,5% των ατόμων που γεννήθηκαν μεταξύ 1939-1943», ανέφερε η Lenzen, προσθέτοντας ότι παρόμοιες τάσεις παρατηρήθηκαν επίσης στην Ευρώπη και την Αγγλία, αν και λιγότερο έντονες στην τελευταία.
Η ομάδα δήλωσε ότι η τάση ήταν πιο έντονη στις γυναίκες, ειδικά στην Ευρώπη και την Αγγλία, σημειώνοντας ότι ένας λόγος μπορεί να είναι η αυξημένη πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση στα μέσα του 20ου αιώνα.
Ωστόσο, η συνεκτίμηση των μεταβολών που σημείωσε το ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του χρόνου, ένας δείκτης που αντικατοπτρίζει ευρύτερες οικονομικές μεταβολές, δεν άλλαξε ουσιαστικά τα ευρήματα.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Tara Spires-Jones, διευθύντρια του Κέντρου Ανακάλυψης Επιστημών του Εγκεφάλου στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να οφείλεται σε παρεμβάσεις όπως η υποχρεωτική εκπαίδευση, η απαγόρευση του καπνίσματος και η βελτίωση των θεραπειών για παθήσεις όπως οι καρδιακές παθήσεις, ο διαβήτης και η απώλεια ακοής, οι οποίες σχετίζονται με τον κίνδυνο άνοιας.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Tom Dening, του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, δήλωσε ότι ναι μεν τα αποτελέσματα της μελέτης είναι μια καλή είδηση, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι η τάση που παρατηρείται θα συνεχιστεί, δεδομένου ότι ορισμένες από τις μεγαλύτερες αλλαγές στην υγεία για τη μείωση του κινδύνου άνοιας μπορεί να έχουν ήδη γίνει.
Ο David Thomas, επικεφαλής πολιτικής και δημόσιων υποθέσεων στο Alzheimer’s Research UK, δήλωσε ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι σχεδόν οι μισές περιπτώσεις άνοιας θα μπορούσαν να προληφθούν ή να καθυστερήσουν με την αντιμετώπιση 14 βασικών παραγόντων κινδύνου – από το κάπνισμα έως την ποιότητα του αέρα – αν και σημείωσε ότι δεν είναι όλοι υπό τον έλεγχο του ανθρώπου. Γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή στρατηγικές για την πρόληψη παθήσεων, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης του κινδύνου άνοιας.
Άνοια και πρόληψη
Στους παράγοντες που μπορούν να απομακρύνουν ή να καθυστερήσουν τον κίνδυνο άνοιας αναφέρθηκε προσφάτως η ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Νόσου Alzheimer και Συναφών Διαταραχών, Μάγδα Τσολάκη.
«Από το 2020 και μετά, είμαστε πια σε θέση να πούμε με σιγουριά πως υπάρχουν δώδεκα – και πλέον δεκατέσσερις – παράγοντες, που αν ελεγχθούν σωστά, μπορούν να μειώσουν σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης άνοιας. Αν αντιμετωπίσουμε σωστά όλους αυτούς τους παράγοντες, θα ελαττωθεί το ποσοστό της άνοιας κατά 45%. Έτσι, αντί να περιμένουμε στην Ελλάδα 300.000 ασθενείς με άνοια το 2050, θα παραμείνουμε στους 150.000 που είμαστε τώρα», επισήμανε η κ. Τσολάκη.
Οι 12+2 παράγοντες που συνδέονται με τον κίνδυνο άνοιας
Η κ. Τσολάκη ανέφερε ότι οι παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνιση της άνοιας είναι:
1. Η υπέρταση: Η αντιμετώπιση της υψηλής αρτηριακής πίεσης είναι κρίσιμη. Πολλοί ηλικιωμένοι αποφεύγουν τη φαρμακευτική αγωγή λόγω κόστους ή φόβου για χημικές ουσίες. Ωστόσο, υπάρχουν και φυτικά προϊόντα που μπορούν να βοηθήσουν.
2. Η παχυσαρκία: Η διατήρηση υγιούς βάρους είναι σημαντική. Μελέτες σε ποντίκια έδειξαν ότι η μείωση της πρόσληψης τροφής μπορεί να διπλασιάσει το προσδόκιμο ζωής.
3. Ο σακχαρώδης διαβήτης: Η τακτική παρακολούθηση και διαχείριση του σακχάρου στο αίμα είναι απαραίτητη, με τη βοήθεια σύγχρονων φαρμάκων.
4. Η σωματική δραστηριότητα: Η άσκηση, όπως το περπάτημα και η κηπουρική, βοηθά στη διατήρηση της εγκεφαλικής υγείας.
5. Η ατμοσφαιρική ρύπανση: Η έκθεση σε μικροσωματίδια μπορεί να προκαλέσει φλεγμονές στον εγκέφαλο. Συνιστάται η αποφυγή περιοχών με έντονη κυκλοφορία.
6. Η κατάχρηση αλκοόλ: Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ επηρεάζει αρνητικά την εγκεφαλική λειτουργία. Μετά τα 65, οι απόψεις διίστανται, αλλά γενικά συνιστάται μέτρο.
7. Το κάπνισμα: Το κάπνισμα επηρεάζει τα αγγεία και, κατά συνέπεια, την τροφοδοσία του εγκεφάλου.
8. Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις: Η προστασία του κεφαλιού από τραυματισμούς είναι σημαντική, καθώς ένα δυνατό χτύπημα μπορεί να προκαλέσει απώλεια εκατομμυρίων εγκεφαλικών κυττάρων.
9. Η κατάθλιψη: Η έγκαιρη αντιμετώπιση της κατάθλιψης είναι κρίσιμη, καθώς η απομόνωση και η έλλειψη ερεθισμάτων μπορούν να οδηγήσουν σε ατροφία των νευρώνων.
10. Η απώλεια ακοής: Η απώλεια ακοής απομονώνει τον εγκέφαλο από τα ερεθίσματα, επηρεάζοντας την εγκεφαλική λειτουργία.
11. Η χαμηλή εκπαίδευση: Η εκπαίδευση κατά την παιδική και εφηβική ηλικία συμβάλλει στην ενίσχυση της γνωστικής εφεδρείας.
12. Η κοινωνική απομόνωση: Η διατήρηση κοινωνικών σχέσεων και η συμμετοχή σε δραστηριότητες βοηθούν στη διατήρηση της εγκεφαλικής υγείας.
Το 2024, προστέθηκαν δύο ακόμη παράγοντες:
13. Η παθολογική LDL χοληστερίνη: Η παρακολούθηση και διαχείριση της «κακής» χοληστερίνης είναι σημαντική.
14. Η απώλεια όρασης: Η απώλεια όρασης απομονώνει τον εγκέφαλο από τα οπτικά ερεθίσματα.
Επιπλέον, τρεις ακόμη παράγοντες βρίσκονται υπό μελέτη και ενδέχεται να προστεθούν το 2028. Οι παράγοντες αυτοί είναι:
Το χρόνιο στρες: Η συνεχής ψυχολογική πίεση μπορεί να επηρεάσει την εγκεφαλική λειτουργία.
Οι διαταραχές ύπνου: Η κακή ποιότητα ύπνου συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο άνοιας.
Η επίδραση αναισθητικών: Η επίδραση των αναισθητικών στον εγκέφαλο βρίσκεται υπό διερεύνηση.
Φωτογραφία: iStock
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η πιο υγιεινή διατροφή δρα προστατευτικά για τον εγκέφαλο όσο μεγαλώνουμε
Η διατροφή ενός αγοριού στην εφηβεία περνά και στην επόμενη γενιά
Οι Έλληνες αλλάζουν διατροφικές συνήθειες και στρέφονται στην χορτοφαγία, δείχνει έρευνα