Με αμετάκλητη απόφαση του Μισθοδικείου κρίθηκε ότι δεν μπορούν να εξομοιωθούν οι αποδοχές των στρατιωτικών δικαστών με αυτές των τακτικών δικαστών, της πολιτικής, ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης, αν δεν ψηφιστεί ο προβλεπόμενος από το Σύνταγμα εκτελεστικός νόμος.
Διευκρινίζεται ότι εκτελεστικοί νόμοι είναι αυτοί που η έκδοσή τους προβλέπεται από συνταγματικές διατάξεις.
Στο Μισθοδικείο είχαν προσφύγει 35 δικαστές των Ενόπλων Δυνάμεων (στρατοδίκες, ναυτοδίκες, αεροδίκες και αναθεωρητικοί δικαστές των τριών κλάδων) και ζητούσαν να υποχρεωθεί το Δημόσιο να τους καταβάλει τις διαφορές μεταξύ των αποδοχών που τους καταβλήθηκαν και των αποδοχών των δικαστών των πολιτικών κ.λπ. δικαστηρίων.
Και αυτό γιατί όπως υποστηρίζουν το Σύνταγμα επιτάσσει την μισθολογική εξομοίωση των δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων με τους δικαστές των πολιτικών κ.λπ. δικαστηρίων.
Συγκεκριμένα, ζητούσαν την άμεση εφαρμογή του άρθρου 6 παράγραφος 5 του Συντάγματος «από τον επόμενο της δημοσίευσης της συνταγματικής αυτής διάταξης μήνα».
Παράλληλα ζητούσαν να καταβληθεί στον καθένα το ποσό των 2.000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω της αδράνειας του Δημοσίου να εξομοιώσει τις αποδοχές τους με αυτές των τακτικών δικαστών.
Υποστήριξαν οι στρατοδίκες ότι «η παράλειψη του Δημοσίου να προβεί στην μισθολογική εξομοίωση των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων και των τακτικών δικαστών, είτε αμέσως με την ολοκλήρωση της αναθεώρησης, είτε πάντως με την πάροδο διετίας από το χρονικό αυτό σημείο, συνιστά παραβίαση της απορρέουσας από τα άρθρα 87, 88 και 96 του Συντάγματος υποχρέωσης για διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών, καθώς και παραβίαση της κατά το άρθρου 4 του Συντάγματος της αρχής της ισότητας».
Τώρα, το Μισθοδικείο με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Όλγα Παπαδοπούλου, με την υπ’ αριθμ. 2/2024 απόφασή του απέρριψε την αγωγή των 35 δικαστών των Ενόπλων Δυνάμεων.
Όπως, αναφέρεται στην απόφαση του Μισθοδικείου, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, επιβάλλεται «η ρύθμιση με νόμο εντός ευλόγου χρόνου από την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης συνταγματικής διάταξης του ειδικού μισθολογικού καθεστώτος των δικαστικών λειτουργών των Ενόπλων Δυνάμεων, ώστε να προβλέπονται ανάλογες προς το λειτούργημά τους αποδοχές».
Περαιτέρω, συνεχίζει η δικαστική απόφαση, εφόσον στο Σύνταγμα δεν καθορίζεται ειδικώς ο χρόνος εντός του οποίου ο νομοθέτης υποχρεούται να εκδώσει τον εκτελεστό της νέας συνταγματικής διάταξης νόμο, ρυθμίζοντας τη βαθμολογική αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς και το μισθολογικό καθεστώς τους, η πάροδος διετίας από την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης διάταξης, δεν επιβάλλει την καταβολή στους εν λόγω δικαστικούς λειτουργούς των αποδοχών που προβλέπονται για τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών δικαστηρίων, ούτε με άμεση εφαρμογή της αναθεωρημένης διάταξης, ούτε δυνάμει του άρθρου 105 εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα.