Ενα δροσερό φθινοπωρινό βράδυ στο αίθριο του «Cigar Room» στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», τα μάτια της Καλλιόπης Χάσκα λάμπουν πάνω από ένα μπολ με τιραμισού, που μας το σερβίρουν κατευθείαν από το ταψί. Για λίγο, πιστεύω ότι έχω απέναντί μου την Αλίκη από το «Grand Hotel», αυτή τη διψασμένη για περιπέτειες νέα γυναίκα, την τόσο αντισυμβατική, αλλά, την ίδια στιγμή, τόσο ταιριαστή με την εποχή της.
Στην καθημερινή σειρά του ΑΝΤ1 που διαδραματίζεται λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε μια Ελλάδα που ζει με το ένα πόδι στα μαρμάρινα σαλόνια και με το άλλο στις λάσπες του φτωχομαχαλά, η Αλίκη είναι το φως.
Εχουν περάσει μόλις δεκατρείς μήνες από τότε που η Καλλιόπη Χάσκα βρήκε μία θέση στις καρδιές των τηλεθεατών, με όχημα μία ερωτευμένη, δαιμόνια, ασυμβίβαστη γυναίκα στη «Μάγισσα». Η Μεταξία της αγαπήθηκε πολύ από το κοινό και έβαλε οριστικά αυτό το δροσερό κορίτσι από τη Ρόδο, με πτυχία στο μπαλέτο και το τραγούδι, στον τηλεοπτικό χάρτη. Ακολούθησε ένας πρωταγωνιστικός ρόλος στο θέατρο, στο αγαπημένο της έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», ενώ ο φετινός χειμώνας τη βρίσκει στη σάλα του «Grand Hotel» να ζει έναν μεγάλο έρωτα, αλλά και να συμμετέχει σε ένα πολύχρωμο μωσαϊκό που περιέχει από οικογενειακές ίντριγκες μέχρι βιασμούς και φόνους.
Gala: Την προηγούμενη φορά που σε συνάντησα ετοιμαζόσουν να υποδυθείς την Ιουλιέτα σε μια ελληνοτουρκική συμπαραγωγή που σε ταξίδεψε στα βάθη της Τουρκίας. Τι κρατάς από εκείνη την εμπειρία;
Καλλιόπη Χάσκα: Hταν πολύτιμη εμπειρία. Hταν η πρώτη μου επαγγελματική παράσταση. Από μόνο του αυτό έχει μεγάλο βάρος. Αλλά η συγκεκριμένη δουλειά έτυχε να έχει ένα έξτρα μέγεθος. Ηταν ένα έργο και ένας ρόλος που όλοι ξέρουν καλά και ταυτόχρονα ήταν μια φοβερή συμπαραγωγή του Μεγάρου με το Κρατικό Θέατρο της Τουρκίας, με σπουδαίους καλλιτέχνες και από τις δυο πλευρές. Θυμάμαι, για παράδειγμα, να βρίσκομαι σε πρόβα με τον Νίκο Καραθάνο και τη Ρούλα Πατεράκη και να το συνειδητοποιώ και να μην το πιστεύω.
Δούλεψα όσο σκληρά δεν έχω δουλέψει ποτέ, αλλά είχα και αυτούς τους σπουδαίους καθοδηγητές πάνω στη σκηνή. Ενιωσα ότι ήταν τόσο σημαντικοί όσο και η πρώτη μου δασκάλα στην υποκριτική, η Ρεμπέκα Πέρικον στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ.
G.: Πώς βρέθηκες στο Μπέρκλεϊ;
Κ.Χ.: Οταν αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ με την υποκριτική έψαξα ποιο είναι το καλύτερο μέρος που θα μπορούσα να σπουδάσω. Φτάνοντας στο Μπέρκλεϊ είχα πτυχίο στο τραγούδι και το μπαλέτο, αλλά δεν είχα κάνει ποτέ ούτε ένα μάθημα υποκριτικής. Από ένα λάθος στο σύστημα, το πρώτο εξάμηνο βρέθηκα σε ένα τμήμα τελειόφοιτων. Βρισκόμουν ανάμεσα στους καλύτερους, αλλά επειδή ήμουν τελείως άπειρη δεν υπήρχε καμία προσδοκία από κανέναν να είμαι καλή. Για μένα αυτό ήταν τεράστια απελευθέρωση.
Το επόμενο εξάμηνο που είχα πάει πια στο σωστό τμήμα, ήρθε η Ρεμπέκα Πέρικον και μου είπε ότι πιστεύει πως είμαι φτιαγμένη γι’ αυτό, να αφήσω ο,τιδήποτε άλλο, να βρω έναν ατζέντη και να ασχοληθώ μόνο με την υποκριτική.
G.: Επιστρέφοντας από την Αμερική, ο πρώτος ρόλος σου είναι η Μεταξίας στη «Μάγισσα». Σε φόβισε αυτό;
Κ.Χ.: Για μένα ήταν ένας ρόλος-όνειρο. Το πρώτο που κοιτάζω σε μια δουλειά είναι ο ρόλος, αν θα με ταρακουνήσει και μετά όλα τ’ άλλα. Οπότε με τον συγκεκριμένο ρόλο είχα τόσο ενθουσιασμό που δεν μου άφησε ποτέ τον χρόνο για φόβο, μόνο ευγνωμοσύνη που ξεχείλιζε. Η Ιουλιέτα ήταν όνειρο ζωής που δεν το πίστευα πως γίνεται πραγματικότητα. Και τώρα η Αλίκη του «Grand Ηotel» είναι ένα κύμα ευτυχίας.
G.: Τι αγάπησες στην Αλίκη;
Κ.Χ.: Την Αλίκη τη λατρεύω. Είναι το φως. Είναι μια ηλιαχτίδα. Εχουμε πολλά κοινά, έχει δικά μου κομμάτια, είναι μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Μου αρέσει άλλωστε να βάζω πράγματα από τον εαυτό μου στους ρόλους. Αγαπώ τον ενθουσιασμό της για τη ζωή. Η Αλίκη ζει μια τέλεια, βαρετή ζωή και σκάει ξαφνικά ένα κύμα αδρεναλίνης, ένα κύμα συναρπαστικής ζωής και το αρπάζει από τα μαλλιά, θέλει να το ζήσει όλο.
Κάπως έτσι κι εγώ μετά τη μοναξιά των σπουδών στην Αμερική, όταν επέστρεψα επιτέλους στην Αθήνα, έζησα τον μεγάλο έρωτα. Οχι με έναν άνθρωπο, αλλά με τη ζωή μου εδώ, με τη δουλειά μου, την οικογένειά μου, τους φίλους μου. Ολα ήθελα να τα ζήσω στο 100%.
G.: Στη σειρά υπάρχει μία πολύ δυναμική μητριαρχική φιγούρα. Η σχέση της Αλίκης με τη μητέρα της πώς είναι;
Κ.Χ.: Εχω την τύχη να είμαι σε μια σειρά που, όπως και πέρσι, οι σεναριογράφοι γράφουν τόσο ωραία γυναικείους χαρακτήρες. Οι σκηνές μου με τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη, που υποδύεται τη μητέρα μου, την Κυβέλη, είναι εκκωφαντικές, χωρίς να ανεβάζει κανείς τους τόνους. Και η Κυβέλη και η Αλίκη είναι φωτιά, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Η μητέρα είναι μια σκοτεινή φιγούρα, η κόρη είναι το φως.
Εχουμε μάθει να βλέπουμε τους γυναικείους χαρακτήρες να έχουν «αέρα» μόνο αν είναι «κακοί». Συνήθως τα καλά κορίτσια είναι πιο μαζεμένα, πράα, γλυκά. Τρελαίνομαι με την Αλίκη, που ενώ έχει αυτό τον αέρα, είναι ευθύς και γεμάτη καλοσύνη για όλους. Το βλέμμα της έχει σπιρτάδα, αλλά καμία πονηριά, μόνο καθαρότητα. Ο δυναμισμός στις γυναίκες μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα και καμαρώνω για τους γυναικείους χαρακτήρες στη σειρά μας, μέσα και η Σοφία, η Αγγέλα, η Θεώνη, η Ελένη. Ολες με διαφορετικό τρόπο.
G.: Η ηρωίδα σου έρχεται αντιμέτωπη με τη μητέρα της, με έναν άνδρα που θέλει να την παντρευτεί, με έναν έρωτα. Ποια σχέση της κρύβει τις περισσότερες εκπλήξεις;
Κ.Χ.: Δεν θα μείνω σε αυτές τις τρεις σχέσεις μόνο. Μου αρέσει πάντα να παρατηρώ πόσο διαφορετικοί είμαστε οι άνθρωποι ανάλογα με το ποιον έχουμε απέναντί μας· αλλιώς είμαστε με τους γονείς μας, αλλιώς με έναν κολλητό μας, με τον σύντροφό μας, με έναν σερβιτόρο, με έναν γιατρό. Απολαμβάνω τις σχέσεις που έχει η Αλίκη με όλους, με το προσωπικό του ξενοδοχείου, με τους πελάτες.
Μου αρέσει η σχέση που έχει με τα αδέρφια της. Εγώ δεν έχω αδέρφια και τρελαίνομαι με τις αδελφικές σχέσεις. Η Αλίκη, λοιπόν, είναι το τρίτο παιδί, το χαϊδεμένο. Τα δυο της αδέρφια, πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους, σκοτώνονται αλλά με την Αλίκη έχουν μεγάλη αγάπη.
G.: Τι θα έλεγες ότι απολαμβάνεις περισσότερο στη δουλειά σου;
Κ.Χ.: Βρίσκω ότι η δουλειά μου έχει ένα υπέροχο δίπολο που ακουμπά στον χαρακτήρα μου γιατί αυτά τα δύο άκρα τα έχω κι εγώ. Από τη μια έχει ένα ακαδημαϊκό κομμάτι, ερευνητικό: παίρνεις ένα σενάριο και πρέπει να αποκωδικοποιήσεις έναν ρόλο, το σύμπαν μέσα στο οποίο υπάρχει, να χτίσεις μία οντότητα από την αρχή, να της δώσεις χρώματα, επίπεδα. Να βρεις το σώμα και τη φωνή του. Ξεκινάω με το να διαβάσω ό,τι λογοτεχνικό βιβλίο μπορώ να βρω γύρω από το θέμα, κάνω ιστορική μελέτη της εποχής, βλέπω ταινίες.
Στη συνέχεια θα διαβάσω το σενάριο και θα αρχίσουν οι απορίες, γιατί κάνει το ένα ή το άλλο η ηρωίδα μου, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι. Συνθέτω τα κομμάτια, φτιάχνω playlists στο spotify μου για τον χαρακτήρα μου που τα ακούω κάθε μέρα. Υστερα, μία σημαντική στιγμή για μένα είναι η πρώτη φορά που θα περπατήσω την ηρωίδα μου, που θα σταθεί στα πόδια της.
Η Αλίκη είναι ελάφι, γαζέλα. Από την απέναντι μεριά της έρευνας είναι η στιγμή που πας στη σκηνή, στο πλατό, στο γύρισμα και τα πετάς όλα αυτά από πάνω σου. Δεν σκέφτεσαι συνειδητά τη μελέτη που έκανες, είναι πλέον κομμάτι σου. Παίζεις όπως ένα παιδί που του ζητάς να κάνει το άλογο και το κάνει, δεν το σκέφτεται, χωρίς ντροπή, έχοντας πιστέψει πλήρως πως εκείνη τη στιγμή είναι το άλογο.
G.: Η δουλειά απορροφά το 100% της ενέργειάς σου;
Κ.Χ.: Δίνω πολλή ενέργεια στη δουλειά μου, αλλά στην πραγματικότητα δεν τη βλέπω ποτέ σαν δουλειά. Την αγαπώ τόσο, που την απολαμβάνω. Επίσης δεν θα στερηθώ κάτι, δεν θα πω όχι ποτέ σε μία έξοδο, σε ένα ταξίδι, σε χρόνο με αγαπημένους. Το να είσαι ηθοποιός είναι να δείχνεις τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ο,τι κάνω το κάνω με αγάπη και δόσιμο. Κάπως σαν τον έρωτα της Αλίκης και του Πέτρου, με καθαρότητα και ορμή.
Ετσι θέλω να υπάρχω και να κάνω τα πράγματα, με έρωτα που σε παρασύρει. Αλλιώς ας μην τα κάνω καθόλου. Ολα ή τίποτα.
G.: Πώς έγινες αυτό το κορίτσι, τι σε διαμόρφωσε;
Κ.Χ.: Σίγουρα η λογοτεχνία. Από παιδί και διάβαζα και μου διάβαζαν πάρα πολύ, είναι πυρηνικό κομμάτι του χαρακτήρα μου. Αλλά και όλη μου η συναναστροφή με τις τέχνες. Σίγουρα η οικογένειά μου, που μου έδινε καθημερινά πνευματικά ερεθίσματα. Ημουν παρούσα σε συζητήσεις περί τέχνης, επιστήμης, ανθρώπινου ψυχισμού. Υστερα, η σκληρή δουλειά.
Εζησα δύσκολα στην Αμερική, μακριά απ’ όλα, από την οικογένειά μου, σπούδαζα, δούλευα… Οταν μετά από όλα αυτά έρχεται το φως, δεν μπορείς παρά να το απολαμβάνεις και να είσαι ευγνώμων. Και σίγουρα οι άνθρωποι που με στήριξαν και πίστεψαν σε μένα. Και μια ελάχιστη, μικρή καλή κουβέντα μπορεί να σου αλλάξει τον κόσμο.
G.: Πώς βλέπεις το μέλλον σου, σαν σκακιέρα ή σαν ανοιχτό ορίζοντα;
Κ.Χ.: Γενικά είμαι τύπος που σχεδιάζει, προγραμματίζει, αλλά το μυαλό μου και η φαντασία μου τρέχουν. Δεν έχω καταφέρει και ούτε έχω προσπαθήσει να τα δαμάσω. Σκέφτομαι ρόλους και έργα και τη σκηνοθεσία και την παραγωγή. Θέλω να κάνω δουλειές για τις οποίες να είμαι περήφανη και να συνεχίσω να έχω πάθος για τα πράγματα