Είδαμε την καινούρια ταινία της ταλαντούχας σκηνοθέτριας και τις απευθύνουμε τις ερωτήσεις μας με αφορμή την παγκόσμια πρεμιέρα του φιλμ στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, η σκηνοθέτρια Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, μια από τις καλύτερες εν ενεργεία δημιουργούς του ελληνικού σινεμά, επισκεπτόταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο με τη μικρού μήκους “Yellow Fieber”. Τώρα, επιστρέφει στην κορυφαία διεθνή διοργάνωση με τη διάρκειας σχεδόν 60’ ταινία “What Mary Didn’t Know”.
Το φιλμ τοποθετείται σε ένα γαλλικό κρουαζιερόπλοιο με το όνομα Neoromantica, μια πλωτή Ντίσνεϊλαντ, σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη, η οποία διασχίζει τη Μεσόγειο γεμάτη ηλικιωμένους τουρίστες. Μεταξύ των επιβατών είναι και η 16χρονη ηρωίδα από τη Σουηδία, η Μαίρη, η οποία ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον Αμπντέλ, ένα αλγερινής καταγωγής σερβιτόρο. Όσα ακολουθούν μεταξύ τους περιγράφονται ως “μια ερωτική Βαβέλ που μιλάει μόνο τη γλώσσα των αρχαίων μύθων και αινιγμάτων”.
Από τη μία, η ταινία αποτελεί μια πικρή σάτιρα του αποικιοκρατικού τρόπου με τον οποίο οι βορειοευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την Ελλάδα. Από την άλλη, συνιστά επίσης ένα αφήγημα απότομης ενηλικίωσης μπολιασμένο με στοιχεία μεταφυσικού ρομαντισμού (ή νεορομαντισμού σωστότερα) και μαγικού ρεαλισμού, το οποίο μετατρέπει ένα νωπό τραύμα του έρωτα σε δίοδο μετάβασης προς την προσωπική ωρίμανση. Το “What Mary Didn’t Know” φέρνει έντονα τη σφραγίδα της δημιουργού του, από την εικαστική αρτιότητα μέχρι τη συμβολική παρουσία των ζώων, η οποία αντιλαμβάνεται τον ανθρώπινο ψυχισμό ως μια ανεξερεύνητη τροπικότητα. Η νεαρή ηρωίδα της, για παράδειγμα, βιώνει μια σχεδόν υπερβατική εμπειρία λίγο πριν το φινάλε της ταινίας, σε μια παραλιακή τοποθεσία που κατοικούν μονάχα αρχαία και τουρίστες, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα απόρροια ενός ψυχοσωματικού σοκ και ατραπός προς κάτι καινούριο. Πιο προσιτό και γήινο από τα προηγούμενα φιλμ της Κοτζαμάνη, ένα έργο ωστόσο που διατηρεί τη διάθεση της σκηνοθέτριας να πιέζει με τόλμη τα όρια.
Με αφορμή, λοιπόν, την παγκόσμια πρεμιέρα του “What Mary Didn’t Know” στο Λοκάρνο, διατυπώσαμε τις παρακάτω ερωτήσεις μας στην Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη. Να θυμίσουμε εδώ πως το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει την ταινία σύντομα, καθώς συμμετέχει στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Δράμας (2-8/9).
Στον πυρήνα του “What Mary Didn’t Know” βρίσκεται μια ιστορία πρόσκαιρης καλοκαιρινής γνωριμίας, όπως συχνά συμβαίνει κατά τη διάρκεια των διακοπών. Αναρωτιέμαι, ποια ήταν η πρώτη ιδέα που ενέπνευσε το σενάριο;
Ήταν το τραγούδι ο “Χωρισμός” του Αττίκ και ο φόβος που σου μένει έπειτα από ένα χωρισμό. Ήταν το γαλλικό κρουαζιερόπλοιο Neoromantica που έπλεε έξω από τη Σαντορίνη με τα είκοσι δύο καταστρώματά του φωτισμένα. Ήταν ένα ξανθό έφηβο κορίτσι που κρεμόταν στο μπαλκόνι της καμπίνας του και κοίταζε με πλήξη το λιμάνι και εμένα, περιμένοντας κάτι να συμβεί. Ήταν η ανάγκη μου να κοιτάξω τον έρωτα ξανά σαν έφηβη και να θεραπευτώ (αφού πονέσει αυτή). Ήταν όλα τα ερωτήματα γύρω από την αγάπη που έστελνα στο σύμπαν για μια καθησυχαστική απάντηση. Ήταν η ζέση του καλοκαιριού που πότε με ηρεμούσε πότε με φρίκαρε. Ήταν η ανάγκη να βάψω τον κόσμο ροζ γιατί ήταν ώχρα.
Όπως και στο “Electric Swan”, δοκιμάζεστε στο φορμά της μεσαίου μήκους το οποίο ενέχει τις δικές του αφηγηματικές και μη προκλήσεις. Μήπως, τελικά, είναι ένα είδος που θα έπρεπε να δοκιμάζουν συχνότερα οι σκηνοθέτες;
Ενώ το φορμά αυτό είναι πολύ οικείο από τις σειρές μέχρι τις τηλεταινίες για κάποιο ανεξήγητο λόγο πέφτει σε ένα διάκενο χώρο στα φεστιβάλ ή στην βιομηχανία του σινεμά, και για αυτό μένει και εκτός χρηματοδοτικού πλαισίου. Προσωπικά μου είναι πολύ δύσκολο να βάζω όρια στη φόρμα και στη δημιουργία και πάντα πορεύομαι με την πίστη οτι το καλό θα νικήσει. Και εδώ θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συνεργάτες που αγάπησαν και πάλεψαν για την ταινία με το ρίσκο αυτού του κενού.
Όταν ξεκίνησα να γράφω την ιδέα, βούτηξα ξανά σε μια συλλογή από τηλεταινίες που είχε κυκλοφορήσει στα ‘90s με όνομα “All the Girls and the Boys of Their Age” (σ.σ.: πρόκειται για το γαλλικό “Tous les garçons et les filles de leur âge…” του 1993), και η οποία περιλάμβανε ιστορίες που μιλούσαν για την ενηλικίωση με έφηβα κορίτσια ως κεντρικούς χαρακτήρες. Δύο από αυτές τις ταινίες ανήκουν στις αγαπημένες δημιουργούς Σαντάλ Ακερμάν (σ.σ.: “Portrait d’une jeune fille de la fin des années 60 à Bruxelles”) και Κλερ Ντενί (σ.σ.: “US Go Home”) και μου έδωσαν πραγματική έμπνευση και ώθηση να ξαναπαίξω ελεύθερα μέσα στο μεσαίο τερέν.
Μεταξύ των θεματικών που θίγει η ταινία, υπάρχουν δύο οι οποίες ανακύπτουν όλο και συχνότερα στον κινηματογράφο τελευταία. Η μία αφορά την κυνική συμπεριφορά των εύπορων απέναντι στους μη προνομιούχους, κάτι που είδαμε στο “Τρίγωνο της Θλίψης” (Ρούμπεν Έστλουντ) και τη “Σιωπηλή Καμαριέρα” (Μιγκέλ Φάους). Η άλλη, περιλαμβάνει τη σχέση καθενός με τον τουρισμό και την αντιμετώπισή του ως μέσου καταπίεσης, κάτι που συμβαίνει, για παράδειγμα, στο “Animal” (Σοφία Εξάρχου). Στρέφεται, άραγε, το σινεμά με ανανεωμένη κριτική διάθεση σε ζητήματα ταξικών ανισοτήτων ή πρόκειται για κάτι, απλώς, συγκυριακό;
Μου αρέσει να πιστεύω στις συνωμοσίες του σύμπαντος και όχι στις συνωμοσίες του σινεμά. Θέλω να πιστεύω στην προσωπική έκφραση του δημιουργού που μετέπειτα γίνεται συλλογική. Να εξομολογηθώ, βέβαια, ότι με την Σοφία Έξαρχου καταπιεζόμαστε από τον τουρισμό, αλλά και τον καταπιέζουμε, παρέα, καθώς κάνουμε διακοπές μαζί τα τελευταία 12 χρόνια…
Σε σχέση με το “What Mary Didn’t Know” αυτό που με ενδιέφερε πολύ ήταν η ανισότητα μεταξύ απομίμησης και αυθεντικού, η διαφορά της συχνότητας που εκπέμπει ένα αρχαίος τόπος από την αντιγραφή του σε αφρολέξ. Η μετάβαση από το μαζικό στο ενδόμυχο, από το βέβηλο στο ιερό. Πάνω στο κρουαζιερόπλοιο του Neoromantica υπάρχει ο κάθετος άξονας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε πρώτο επίπεδο, αλλά στην διάσταση της ψυχομαγείας γύρω από το πλοίο υπάρχει ένα ανοιχτό σπιράλ που καλεί τα πνεύματα. Το πλοίο γίνεται η κατεξοχήν ετεροτοπία, η περιπέτεια, το σπίτι που ξεμακραίνει και χάνεται στο άγνωστο. Όταν μένει μόνη της η Μαίρη αντιμέτωπη με το ιερό, το κανάλι του μαγικού ανοίγει. Και είναι η ώρα του αυθεντικού όπου δε χωράει πια κανένας τουρίστας.
Κάθε έργο σας ξεχωρίζει για το ύφος του, το οποίο ομολογουμένως δύσκολα βρίσκει σύγκριση. Εδώ θα τολμούσα να πω ότι μου έφερε στο μυαλό τα ‘80s, ακόμα και στοιχεία synth wave, εξαιτίας της κυριαρχίας των αποχρώσεων του ροζ, ανάμεσα σε άλλα. Αν θέλετε, μιλήστε μας για τον τρόπο που σμιλεύετε την αισθητική σας.
Η αισθητική δεν είναι παρά μια προσωπική συλλογή από αγαπημένα και φρικτά. Το αγαπημένο μου ροζ μαγιό πάνω στη φρικτή κίτρινη σεζλόνγκ από πολυεστέρα. Το πιο υπέροχο ηλιοβασίλεμα μπροστά στη φρίκη της μοναξιάς. Η βαβούρα στους ατέλειωτους μπουφέδες που διαλύεται μπροστά στον κρότο του έρωτα. Όλες αυτές οι ψυχοενέργειες που μετουσιώνονται από τον τρόμο στην απόλαυση και πάλι πίσω αποτελούν την αισθητική της ταινίας, και ίσως και την αισθητική του τουρίστα που πατάει με το ένα πόδι στην αηδία του κιτς και με το άλλο στην ευφορία της πιο γλυκιάς ανάμνησης. Υπάρχει ένας Ιάπωνας synth wave συνθέτης από τα τέλη του ‘70 που τον αγαπώ πολύ τα τελευταία χρόνια και έχει σταθεί πηγή έμπνευσης και για την μεγάλου μήκους ταινία μου, ο Sekitō Shigeo. Όλη η μουσική του κρουαζιερόπλοιου στήθηκε με βάση τα ηχοχρώματα του που συναισθητικά επηρεάσαν και τα ίδια τα χρώματα της ταινίας. Ακόμη και οι παραλλαγές του “Μη μου μιλάς για καλοκαίρια” (άλλου αγαπημένου) έλιωσαν σε ένα αργό synth σαν ήλιος στον ορίζοντα. Και ο φόβος της απώλειας από ώχρα βάφτηκε ροζ.
Δίχως την ερμηνεία της Τόρα Σάντστρομ, το φιλμ θα έχανε σημαντική από την πυγμή του. Με δεδομένο πως αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που δουλεύετε με νεαρή ηθοποιό, ποια μέθοδο ακολουθείτε ώστε εν τέλει οι ερμηνείες να είναι τόσο πειστικές;
Όταν γράφεις ένα σενάριο, πολύ σύντομα το μυαλό αρχίζει να λειτουργεί σαν το ΑI. Δημιουργεί νέες εικόνες προσώπων και χώρων συνδυάζοντας υλικά από μια δεξαμενή συναισθηματικής και αισθητικής μνήμης. Αυτές οι εικόνες ενώ στην αρχή είναι θολές, γρήγορα γίνονται πολύ συγκεκριμένες, σαν τρανσφόρμερ που παίρνει μορφή πριν τη μάχη. Χρώμα μαλλιών, υφή δέρματος, μια κόνξα στο βλέμμα, ένα μετέωρο συνοφρύωμα που χωρίς αυτό o ήρωας δεν είναι πιο ο ίδιος. Όταν ξεκινάει το κάστινγκ είμαι πολύ επίμονη. Επιμένω μέχρι να συναντήσω στον πραγματικό κόσμο το τρανσφόρμερ που έφτιαξα στο ΑΙ. Για την ταινία αυτή είχα δει πάνω από διακόσια διαφορετικά tapes κοριτσιών από τη Σουηδία. Μόλις πέτυχα το πρόσωπο της Τόρα ένιωσα ότι αυτή είναι η Μαίρη. Περάσαμε τρεις μέρες μαζί στην Στοκχόλμη μιλώντας για την ταινία. Της ζήτησα να κάνει την ηρωίδα από διάφορα παραμύθια και μύθους, από την Ωραία Κοιμωμένη που ξυπνάει μετά από χίλια χρόνια σε έναν κόσμο που δεν είναι πια ο ίδιος, μέχρι την Λήδα που συναντάει τον διφορούμενο Κύκνο και προσπαθεί να τον σαγηνεύσει. Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη μέθοδο. Με κάθε ηθοποιό είναι διαφορετικά και ο κάθε ηθοποιός είναι διαφορετικός, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες. Περνάμε χρόνο μαζί για να καταλάβουμε ο ένας τα κλειδιά του άλλου.
Κλείνοντας, εάν θέλετε, μοιραστείτε μαζί μας λίγα στοιχεία για τον “Τιτανικό Ωκεανό”. Πόσο κοντά βρισκόμαστε ώστε να το δούμε ολοκληρωμένο;
Ελπίζω κοντά, μόλις τελείωσα το μεγαλύτερο κομμάτι των γυρισμάτων στην Ιαπωνία. Ήταν ότι πιο δύσκολο και απαιτητικό έχω βιώσει στη ζωή μου. Ελπίζω το κύμα της δημιουργίας να συμπαρασύρει τα εμπόδια.
Διαβάστε ακόμα
Τελευταία άρθρα Σινεμά
Borderlands
Περιπέτεια και χαβαλές αλληλοεξοντώνονται σε ένα φουτουριστικό νεογουέστερν, το οποίο, παρά τις προσπάθειες της Lady Kate, τα κάνει όλα λάθος.
ΓΡΑΦΕΙ: ΧΡΗΣΤΟς ΜΗΤΣΗς