Του Κώστα Ράπτη
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει αιώνιους φίλους – ούτε και αιώνιους εχθρούς. Το αποδεικνύει αυτό το “κόκκινο χαλί” που έστρωσε σήμερα στην Άγκυρα για τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι, τον οποίο επί μία δεκαετία αποκαλούσε δικτάτορα και εγκληματία. Η σημερινή ανταπόδοση της επίσκεψης που πραγματοποίησε προ μηνών ο Ερντογάν στο Κάιρο ολοκληρώνει την πορεία επαναπροσέγγισης των δύο αντιπάλων, η οποία είχε ξεκινήσει με την καλά σκηνοθετημένη χειραψία των δύο ηγετών στις κερκίδες του Μουντιάλ του Κατάρ.
Ολοκληρώνει όμως και μία “χαμένη δεκαετία”, από την “Αραβική Άνοιξη” και εξής, κατά την οποία τόσο η Αίγυπτος όσο και η Τουρκία κατέγραψαν σοβαρές ζημίες.
Η χώρα του Νείλου παραμένει καθηλωμένη σε μια οριακή οικονομική κατάσταση, εν μέσω ταυτόχρονης δημογραφικής έκρηξης, ενώ οι πολιτικές ελευθερίες βρίσκονται πιο πίσω και από την εποχή του Χόσνι Μουμπάρακ, τον οποίο ανέτρεψε η εξέγερση της Πλατείας Ταχρίρ.
Το σύμπλεγμα συμφερόντων πέριξ του στρατού το οποίο νέμεται τη χώρα φροντίζει ώστε να καταστέλλεται κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή, που δυσφημείται ως “ισλαμιστική”, ενώ η Αίγυπτος έχει απωλέσει τον ρόλο της φυσικής ηγέτιδας του αραβικού κόσμου και περιορίζεται στην περιφρούρηση της ασφάλειας του Ισραήλ από τα νότια, ενώ συντηρείται χάρη στην “καλοσύνη των ξένων”, εν προκειμένω των αραβικών μοναρχιών.
Περισσότερο φιλόδοξες αναπτυξιακές προσπάθειες, με αιχμή τις κατασκευές και με τη σύμπραξη, πολύ χαρακτηριστικά, της Κίνας και της Ρωσίας, δεν μπορούν να αναιρέσουν τη θεμελιώδη αδυναμία, που υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο τον τελευταίο χρόνο ο περιορισμός της θαλάσσιας κυκλοφορίας στη Διώρυγα του Σουέζ, αλλά και η κοινωνική δυσφορία για την συνεχιζόμενη αιματοχυσία στην γειτονική Λωρίδα της Γάζας.
Η Τουρκία, πάλι, βρίσκεται στην ιδιόμορφη θέση να έχει χάσει το ιδιόμορφο στοίχημα που έπαιξε κατά την “Αραβική Άνοιξη”. Η ανάδειξη στην εξουσία των ομογάλακτων του Ερντογάν Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου αποδείχθηκε σύντομη παρένθεση που τερματίσθηκε αιματηρά, ενώ η φιλοδοξία δημιουργίας ενός σουνιτικού προτεκτοράτου στη Δαμασκό κατέληξε στην ανάδυση μιας δεύτερης αυτόνομης κουρδικής οντότητας στα νότια σύνορα της Τουρκίας, προστατευόμενης μάλιστα από την παρουσία Αμερικανών πεζοναυτών.
Αντί για εξαγωγέας, με τις ευλογίες της Δύσης, ενός μοντέλου εκσυγχρονιστικού Ισλάμ σε όλη τη Μέση Ανατολή, η Τουρκία βρέθηκε απομονωμένη από τις χώρες της περιοχής. Από εδώ προκύπτει το “φλέρτ” με τη Ρωσία και η ανάληψη κάθε είδους πρωτοβουλιών, συνήθως χωρίς ιδιαίτερο βάθος, προκειμένου να παρεμβληθεί με κάποιο ρόλο στα περιφερειακά πράγματα.
Το τέλος αυτής της “χαμένης δεκαετίας” βρίσκει τους πρωταγωνιστές της Μέσης Ανατολής να έχουν γεφυρώσει τις διαφορές τους (αρχικά σε ενδοαραβικό επίπεδο, με την άρση της απομόνωσης του Κατάρ και την επανεισδοχή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο, και κατόπιν σε ό,τι αφορά τη μείζονα αντιπαράθεση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας), να έχουν αποφασιστικά στραφεί προς Ανατολάς (αρχικά με τη συγκρότηση του OPEC+ και κατόπιν με την ταυτόχρονη είσοδο Αιγύπτου, Σαουδικής Αραβίας, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Ομάδα Brics) και να κρατούν στα χέρια τους τη “βόμβα” του Παλαιστινιακού, στην πιο οξυμμένη από ποτέ μορφή του.
Το “συγχωροχάρτι” του Ερντογάν στον Σίσι αποτελεί συνεπώς τον τρόπο για να επιτευχθούν τρεις στόχοι: ο αμεσότερος είναι η αξιοποίηση επενδυτικών ευκαιριών, κυρίως για την τουρκική εξοπλιστική βιομηχανία, αλλά όχι μόνο.
Ο δεύτερος είναι η άρση της σχετικής απομόνωσης της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, όπου (σε αντίθεση με το Κάιρο) η χώρα του Ερντογάν διαθέτει περιορισμένο ρόλο στις διπλωματικές ζυμώσεις περί το Παλαιστινιακό και κινδύνευσε να βρεθεί εκτός νυμφώνος σε ό,τι αφορά την ανατολική Μεσόγειο, με τις τριμερείς της Ελλάδας και της Κύπρου με την Αίγυπτο και το Ισραήλ.
Ο τρίτος είναι να διευκολυνθεί η οικονομική και άλλη διείσδυση που επιχειρεί η Τουρκία στην Μαύρη Ήπειρο, με αναζήτηση μιας συνεννόησης με την Αίγυπτο στα θέματα της Λιβύης, αλλά και του τόξου Σουδάν-Αιθιοπία-Σομαλία.
Νευρικότητα
Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να προκαλούν μιαν ορισμένη νευρικότητα στην Αθήνα, παρά τις επανειλημμένες διακηρύξεις ότι οι συμπράξεις με την Αίγυπτο δεν στρέφονται εναντίον οιουδήποτε τρίτου.
Ωστόσο, δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στους καιρούς της σχετικής της αποξένωσης από την Τουρκία, η κυβέρνηση Σίσι φρόντιζε λ.χ. να μην προκαταλάβει τίποτε σε ό,τι αφορά την επήρεια του Καστελόριζου στην οριοθέτηση θαλάσσιων δικαιοδοσιών, περιορίζοντας προς ανατολάς την σχετική ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία μέχρι του σημείου το οποίο άπτεται των τουρκικών διεκδικήσεων.
Το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο αποτελεί μια περισσότερο ευφάνταστη περίπτωση, αλλά οι Τούρκοι αρθρογράφοι δεν το κρύβουν ότι απώτερη φιλοδοξία της Άγκυρας είναι μια αναγνώρισή του και από αιγυπτιακής πλευράς. Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα (σε αντίθεση με το Κάιρο και την Άγκυρα) έχει περιορισμένη εικόνα και ανύπαρκτη επιρροή “επί του εδάφους” σε ό,τι αφορά τα λιβυκά πράγματα, ενώ συνολικά η στρατηγική των τριμερών αποκαλύπτεται, δεδομένης και της ανάφλεξης στο Ισραήλ, να μένει μετέωρη.