
Ανάλυση DW, Ρόναλντ Μαϊνάρντους
Κανένα άλλο ζήτημα δεν διαμόρφωσε τόσο καθοριστικά την ευρωπαϊκή πολιτική τα τελευταία χρόνια όσο η διαχείριση της μετανάστευσης. Η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων θέτει σε δοκιμασία τις φιλελεύθερες δημοκρατίες στο εσωτερικό, ενώ σε εξωτερικό επίπεδο το προσφυγικό προκαλεί εντάσεις στις διμερείς σχέσεις. Και οι ελληνογερμανικές σχέσεις έχουν γνωρίσει, στον τομέα αυτό, στιγμές σύγκλισης αλλά και έντασης. Σήμερα, οι διαφωνίες στην μεταναστευτική πολιτική θεωρούνται το μεγαλύτερο “αγκάθι” στις διμερείς σχέσεις.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η λεγόμενη δευτερογενής μετανάστευση: πρόκειται για άτομα που διέφυγαν από τις χώρες καταγωγής τους και αρχικά αναγνωρίστηκαν ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα, πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη Γερμανία, όπου υπέβαλαν εκ νέου αίτηση ασύλου. Το μέγεθος αυτής της ομάδας είναι επισήμως δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Στον Τύπο γίνεται λόγος για περίπου 100.000 άτομα – ενώ κυκλοφορούν και ακόμη υψηλότεροι αριθμοί.
“Η δευτερογενής μετανάστευση από τη Γερμανία προς την Ελλάδα πρέπει να μειωθεί. Οι επιστροφές πρέπει να αυξηθούν.” Με αυτά τα λιτά λόγια διατύπωσε ο Φρίντριχ Μερτς στα μέσα Μαΐου τις προσδοκίες του προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. “Όσο δεν υπάρχει δίκαιη κατανομή των βαρών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποδεχθεί επιστροφές”, είχε δηλώσει εκ των προτέρων ο Έλληνας υπουργός Εσωτερικών, Μάκης Βορίδης, ακυρώνοντας έτσι εξαρχής κάθε ελπίδα για μια ταχεία συμφωνία.
Επίκειται επίσκεψη του Γερμανού υπ. Εσωτερικών στην Αθήνα
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο νέος Γερμανός υπουργός Εσωτερικών, Αλεξάντερ Ντόμπριντ, αναμένεται σύντομα να πραγματοποιήσει επίσκεψή στην Αθήνα – με τον φιλόδοξο στόχο να βρεθούν λύσεις εκεί όπου απέτυχαν πολλοί από τους προκατόχους του.
Την προπαρασκευαστική εργασία αναλαμβάνουν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των δύο χωρών, οι οποίοι θα συναντηθούν στις αρχές Ιουνίου στην Αθήνα, στο πλαίσιο της τακτικής τους συνεδρίασης – πρόκειται ήδη για τη 14η συνάντηση αυτού του είδους. Η εξέλιξη αυτή συνιστά σαφές μήνυμα πως και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να διατηρήσουν ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας.
Οι εμπειρογνώμονες θα έχουν πολλά να συζητήσουν. Η Γερμανία δεν έχει μόνο μια νέα κυβέρνηση, η οποία έχει θέσει την αλλαγή πλεύσης στη μεταναστευτική πολιτική στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων της. Νέα δυναμική στη συζήτηση προσδίδει και μια απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου: στα μέσα Απριλίου, οι δικαστές της Λειψίας έκριναν ότι οι απελάσεις μεταναστών που είναι άγαμοι, υγιείς και ικανοί προς εργασία προς την Ελλάδα είναι κατ’ αρχήν νόμιμες. Η εν λόγω απόφαση δίνει ώθηση στη νέα πολιτική γραμμή του Βερολίνου στο μεταναστευτικό.
Λίγο αργότερα – σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο – το υπουργείο Εσωτερικών έδωσε εντολή για εντατικοποίηση των επιστροφών. Πόσα άτομα ακριβώς αφορά το μέτρο παραμένει ασαφές. Καλά πληροφορημένες πηγές κάνουν λόγο για έως και 40.000 ανθρώπους, οι οποίοι ενδέχεται το επόμενο διάστημα να λάβουν ειδοποίηση επιστροφής στην Ελλάδα.
Οι αριθμοί αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στη διπλωματία του μεταναστευτικού – στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ανθρώπους: ανθρώπους που η μία πλευρά επιδιώκει να επαναπροωθήσει και που η άλλη δεν επιθυμεί να υποδεχθεί. Πέρυσι το Βερολίνο ζήτησε επισήμως την επιστροφή περίπου 13.000 δευτερογενών μεταναστών. Σύμφωνα με τον ελληνικό Τύπο, η Αθήνα ήταν διατεθειμένη να εξετάσει περίπου 1.000 υποθέσεις – στην πράξη, ωστόσο, επέστρεψαν μόλις 14 άτομα. Αυτή η δυσαναλογία -είναι το μήνυμα της νέας γερμανικής κυβέρνησης- δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Διάλογος και συνεργασία για τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ
Στο Βερολίνο κερδίζει έδαφος πάντως η επίγνωση ότι για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης είναι απαραίτητη η συνεργασία με την Αθήνα. “Χωρίς διάλογο, δεν μπορεί να υπάρξει λύση”, τονίζουν Γερμανοί διπλωμάτες στην ελληνική πρωτεύουσα. Η προσπάθεια να τεθούν τα κοινά συμφέροντα στο προσκήνιο είναι αισθητή. “Τα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και δικά μας σύνορα”, δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο Γερμανός πρέσβης, Αντρέας Κίντλ, επισημαίνοντας τη γερμανική υποστήριξη στην προστασία των ελληνικών εξωτερικών συνόρων.
Βερολίνο και Αθήνα σκοπεύουν να ασκήσουν από κοινού αυξημένη πίεση για μια ευρωπαϊκή λύση και για μια δικαιότερη κατανομή των προσφύγων. Ωστόσο, η μέχρι τώρα εμπειρία από τη ζητούμενη αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας.
Παρά τη συνολική μείωση των προσφυγικών ροών, στην Κρήτη και στη γειτονική Γαύδο διαμορφώνεται μια νέα διαδρομή — και για πολλούς μετανάστες μια πιθανή νέα πύλη εισόδου προς την Ευρώπη. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μεταναστευτική πρόκληση σε δύο μέτωπα: στον Νότο, η διαδρομή μέσω της Μεσογείου, η οποία δύσκολα ελέγχεται και από την οποία πολλοί άνθρωποι διαφεύγουν διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. Και τώρα – από τον Βορρά – οι πιέσεις από τη Γερμανία για μαζικές επιστροφές.
Αβέβαιο παραμένει πόσες απελάσεις θα υλοποιηθούν τελικά στην πράξη. Ανεπίσημα γίνεται λόγος για περίπου 10.000 επιστροφές – ένας αριθμός που θεωρείται ρεαλιστικός, ιδίως καθώς στην Ελλάδα υπάρχει αυξημένη ζήτηση για νεαρούς άνδρες σε ηλικία εργασίας στην αγορά εργασίας.
Μείζονος σημασίας από τον ίδιο τον αριθμό των πιθανών επιστροφών είναι οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της αλλαγής πορείας του Βερολίνου για την Ελλάδα. Η μέχρι πρότινος πρακτική της Αθήνας, να επιτρέπει στους πρόσφυγες να συνεχίζουν σε μεγάλο βαθμό ανεμπόδιστα το ταξίδι τους προς τη Γερμανία, τερματίζεται de facto. Οι ενισχυμένοι συνοριακοί έλεγχοι της Γερμανίας προκαλούν ένα ντόμινο εξελίξεων – και οδηγούν στο να παραμένουν στο εξής αισθητά περισσότεροι πρόσφυγες στην Ελλάδα απ’ ό,τι μέχρι σήμερα.
Ο Δρ Ρόναλντ Μαινάρντους ειναι πολιτικός αναλυτής, σχολιαστής και κύριος ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 διετέλεσε διευθυντής της Ελληνικής σύνταξης της Deutsche Welle.
Πηγή: Deutsche Welle