Η Μάουρα Ντελπέρο ενδιαφέρεται για την ανθρωπιά που κρύβεται στις σκοτεινές πλευρές
Μια κουβέντα με τη βραβευμένη με Αργυρό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας σκηνοθέτρια του “Βερμίλιο”, που μιλά στο ‘α’ για τις αληθινές ιστορίες οι οποίες βρίσκονται πίσω από το νεορεαλιστικό δράμα της.
Η καταγωγή σας είναι από το Βερμίλιο, την ορεινή περιοχή στην οποία εκτυλίσσεται η ταινία. Πόσο εμπνευσμένη από τις οικογενειακές σας μνήμες είναι η ιστορία της;
Όλα ξεκίνησαν με το θάνατο του πατέρα μου. Ήταν κάτι το οποίο μου άλλαξε τη ζωή και έτσι άρχισα να σκέφτομαι τις ρίζες μου. Το να γυρίσω μια ταινία για αυτές έχει να κάνει προφανώς με την προσπάθειά μου να αντιμετωπίσω την απώλεια και τη θλίψη. Είδα ένα όνειρο όπου ο πατέρας μου ήταν παιδί, τον σκεφτόμουν στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, κι έτσι η μια ιδέα με οδήγησε στην άλλη. Ακολούθησα κατά κάποιον τρόπο αυτά τα οράματα, γιατί το σινεμά είναι μια ονειρική τέχνη, οπότε άρχισα να γράφω για ανθρώπους που από τη μια ξέρω πολύ καλά, αλλά, από την άλλη, την εποχή στην οποία αναφέρεται η ταινία δεν είχα γεννηθεί. Βάδισα ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια, λοιπόν, συνδυάζοντας μυθοπλασία και διηγήσεις αληθινών γεγονότων.
Αυτές τις ιστορίες τις ξέρατε από μικρή, από τον πατέρα σας και τους συγγενείς σας;
Ο πατέρας μου είχε πολλά αδέλφια και παρ’ όλο που ήταν άνθρωποι του βουνού, στις οικογενειακές συγκεντρώσεις όλοι αφηγούνταν ιστορίες οι οποίες με γοήτευαν πολύ όταν ήμουν μικρή. Για ευνόητους λόγους, κυρίως για να με προστατέψουν, πολλά πράγματα δεν αποκαλύπτονταν στην πλήρη αλήθεια τους, κι έτσι συμπλήρωνα τα κενά με τη φαντασία μου. Ακόμα και όταν μεγάλωσα και άρχισα να ρωτάω τους θείους και τις θείες, κάποιες πτυχές των ιστοριών παρέμεναν κρυφές. Οπότε οι ιστορίες έγιναν πιο κινηματογραφικές, επιστρατεύτηκε η φαντασία μου για να τις συμπληρώσει, κάτι που μου αρέσει όταν συμβαίνει και με τους θεατές.
Πράγματι, χωρίς να μοιάζουν αποσπασματικές και ασύνδετες, οι ιστορίες των ηρώων διατηρούν μια εκκρεμότητα η οποία αφήνει πολλά στη φαντασία του θεατή…
Δεν είναι όλα διαφανή και ξεκάθαρα στη ζωή μας. Από το πώς συνέβη πραγματικά ένα γεγονός μέχρι τις σκέψεις, τις προθέσεις ή τα συναισθήματα ενός ανθρώπου. Πολλά απ’ όσα λαμβάνουν χώρα γύρω μας δεν τα κατανοούμε και για μένα η σημασία βρίσκεται στο τι κάνουμε για να τα αντιμετωπίσουμε, να τα ξεπεράσουμε. Για παράδειγμα, αυτό το οποίο στην ταινία ανακαλύπτει η Λουτσία και πώς αντιδρά. Ίσως αδυνατούμε να την καταλάβουμε πλήρως, ίσως αδυνατεί και η ίδια. Ή την αλήθεια πίσω από τη συμπεριφορά του Πιέτρο. Γιατί δεν με ενδιαφέρει να μιλήσω για θύτες και θύματα, καλούς ή κακούς, αλλά για την ανθρωπιά, η οποία μπορεί να κρύβεται στις λανθασμένες επιλογές και τις σκοτεινές πλευρές της συμπεριφοράς μας.
Και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στη σκιά του οποίου εξελίσσεται η ταινία, έχει να κάνει πολύ με τις σκοτεινές συμπεριφορές μας.
Οι ιστορίες του Βερμίλιο που έφτασαν ως εμένα αφορούν κυρίως την περίοδο 1940-60, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο όλα άλλαξαν μετά τον πόλεμο. Οπότε ήθελα να τοποθετήσω την πλοκή του φιλμ σε μια περίοδο αλλαγών και αστάθειας, όπου αξίες αμφισβητούνται, οι γυναίκες διεκδικούν ενεργότερη θέση στην κοινωνία, ιδεολογίες συγκρούονται, ο παλιός κόσμος αποχωρεί και μια καινούργια πραγματικότητα γεννιέται.
Και μέσα σ’ αυτό το συγκεκριμένο περιβάλλον βλέπουμε να επανέρχονται στοιχεία από τις προηγούμενες ταινίες σας. Οι δάσκαλοι και η εκπαίδευση, οι καλόγριες, δυναμικές γυναίκες, το θέμα της μητρότητας…
Καλόγριες; Α, αναφέρεστε στο “Maternal”… Σωστά, δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Ο παππούς μου ήταν δάσκαλος και το θέμα της μητρότητας με απασχολεί, όπως και κάθε γυναίκα. Αλλά όλα αυτά βγαίνουν ασυνείδητα στην επιφάνεια και βρίσκουν χώρο στο σενάριο. Είναι σαν φαντάσματα τα οποία σε επισκέπτονται χωρίς να σε ρωτούν. Έχει κάτι το μαγικό όλη αυτή η διαδικασία…
Η φύση παίζει σημαντικό ρόλο, σχεδόν δραματικό στην ταινία. Η αποτύπωσή της είναι οπτικά συναρπαστική και αυτό οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στο διευθυντή φωτογραφίας Μίκαϊλ Κρίτσμαν, μόνιμο συνεργάτη του Αντρέι Σβιάγκιντσεφ.
Μου άρεσε πάρα πολύ το “Λεβιάθαν”. Ήταν πολύ τολμηρό εκ μέρους μου να απευθυνθώ σ’ αυτόν, γιατί εκείνος είναι μια κινηματογραφική προσωπικότητα και εγώ μια άγνωστη. Να, όμως, που δέχτηκε. Έτσι απλά. Πιστεύω πως επειδή ο Μίκαΐλ είναι άνθρωπος της Ανατολής, κατάλαβε την ταινία. Αφορά έναν όμορφο και σκληρό κόσμο. Έτσι είναι κι εκείνος. Δεν μιλάει πολύ, δεν σε κολακεύει, αλλά είναι σπουδαίος καλλιτέχνης και άψογος επαγγελματίας. Οπότε δέχτηκε και αμέσως αρχίσαμε να συζητάμε για την αισθητική της εικόνας. Μοιραστήκαμε αναφορές, του έστειλα χειμερινά τοπία του Σεγκατίνι και δανέζικες πορσελάνες. Έχουν πολύ χαρακτηριστικό άσπρο και γαλάζιο, γιατί το γαλάζιο είναι το κυρίαρχο χρώμα της ταινίας. Το γαλάζιο του ουρανού στον ιταλικό Βορρά.
Διαβάστε ακόμα
Τελευταία άρθρα Σινεμά