-
Η κυβερνητική αλλαγή στη Γερμανία πιθανότατα να οδηγήσει σε ανατροπές στην ενεργειακή πολιτική όχι μόνο της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, αλλά συνολικά στις επιλογές και τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουσιαστικά ο Φ. Μερτς έχει προαναγγείλει μια ενεργειακή πολιτική που θα δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία και τους καταναλωτές και μικρότερη προτεραιότητα στους στόχους μείωσης των εκπομπών.
Ο ίδιος επιφυλάσσει σημαντικό ρόλο στο φυσικό αέριο, ενώ στο τραπέζι φαίνεται να επανέρχεται η επιλογή της πυρηνικής ενέργειας, είτε με την επαναλειτουργία μονάδων που έκλεισαν είτε με την εγκατάσταση πυρηνικών μονάδων νέας τεχνολογίας. Η αίσθηση που έχει δημιουργηθεί στη Γερμανία, και απομένει να αποδειχθεί στην πράξη από την κυβερνητική πολιτική που θα ακολουθηθεί, είναι ότι ο Φρίντριχ Μερτς είναι πιθανό να ακολουθήσει μια πολιτική που θα κρατά αποστάσεις τόσο από τις δεσμεύσεις της χώρας για το κλίμα όσο και από τη γραμμή της απανθρακοποίησης της οικονομίας, τουλάχιστον στον βαθμό που την ακολουθούσε η απερχόμενη κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών.
Φυσικό αέριο
Προεξάρχουσα θέση στο ενεργειακό μείγμα του γερμανικού ενεργειακού συστήματος αναμένεται να έχει το φυσικό αέριο, το οποίο η νέα κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς δεν θεωρεί “καύσιμο-γέφυρα”, αλλά στρατηγική επιλογή για την ενεργειακή σταθερότητα της χώρας. Σύμφωνα με το Bloomberg, o Μερτς έχει δηλώσει ότι η Γερμανία χρειάζεται 50 νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα του ηλεκτρικού της δικτύου. Σύμφωνα με το Montel, το CDU έχει εκφράσει τη στήριξή του στη δημιουργία νέων τερματικών σταθμών LNG, ακολουθώντας τη στρατηγική που ξεκίνησε η κυβέρνηση Σολτς με την κατασκευή τερματικών σταθμών στη Βόρεια Θάλασσα. Ωστόσο, ενώ η προηγούμενη κυβέρνηση έβλεπε αυτή την κίνηση ως προσωρινή λύση για την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, το CDU φαίνεται να προσεγγίζει το LNG ως μια μακροπρόθεσμη στρατηγική επένδυση.
Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία ενδέχεται να προχωρήσει σε νέες συμφωνίες προμήθειας φυσικού αερίου με χώρες όπως το Κατάρ, οι ΗΠΑ και η Νορβηγία. Ταυτόχρονα, το Βερολίνο αναμένεται να στηρίξει τις ευρωπαϊκές επενδύσεις σε υποδομές φυσικού αερίου, όπως αγωγούς και υπόγειες αποθήκες, κάτι που μπορεί να επηρεάσει τη συνολική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Επιπλέον, ο Μερτς εμφανίζεται να κινείται προς μια στρατηγική ενίσχυσης της ενεργειακής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, μέσω της απευθείας χρηματοδότησης αμερικανικών υποδομών LNG, με αντάλλαγμα μακροπρόθεσμα συμβόλαια προμήθειας φυσικού αερίου σε προνομιακές τιμές. Το σχέδιο αυτό, γνωστό και ως Action Plan for Affordable Energy, έχει ως στόχο να μειώσει το κόστος εισαγωγών LNG για την Ευρώπη, παρακάμπτοντας τους traders και τους ενδιάμεσους που εκτοξεύουν τις τιμές.
Η επανεκκίνηση της πυρηνικής ενέργειας
Η νίκη του CDU επαναφέρει ζωηρά τη συζήτηση για την επανεκκίνηση της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία, σηματοδοτώντας μια πιθανή ρήξη με την πολιτική που είχε χαράξει η Άνγκελα Μέρκελ και συνέχισε η κυβέρνηση Σολτς. Η Γερμανία, η οποία έκλεισε τους τελευταίους πυρηνικούς αντιδραστήρες της τον Απρίλιο του 2023, φαίνεται ότι βρίσκεται πλέον σε ένα σημείο καμπής, με την επιστροφή της πυρηνικής ενέργειας να γίνεται ξανά μέρος της πολιτικής ατζέντας.
Ο ίδιος ο Μερτς έχει καταστήσει σαφές ότι η πλήρης απομάκρυνση από την πυρηνική ενέργεια ήταν ένα λάθος και ότι η χώρα δεν μπορεί να αποκλείσει αυτό το τεχνολογικό εργαλείο από το ενεργειακό της μείγμα. Η συζήτηση για την επιστροφή της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία δεν είναι μόνο εσωτερική υπόθεση, αλλά επηρεάζει και τις ευρωπαϊκές πολιτικές ισορροπίες. Η χώρα είχε συγκρουστεί επανειλημμένα με τη Γαλλία για τον ρόλο της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη, καθώς το Παρίσι τη θεωρεί κεντρικό εργαλείο για την ενεργειακή αυτονομία.
Όπως αναφέρει το Montel, το CDU φαίνεται αποφασισμένο να αλλάξει αυτή τη στάση. Το κόμμα έχει ήδη δηλώσει ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας των πυρηνικών σταθμών που έκλεισαν πρόσφατα. Η απόφαση αυτή δεν είναι απλή, καθώς η αποσυναρμολόγηση των σταθμών έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ η γερμανική βιομηχανία πυρηνικής τεχνολογίας έχει αποδυναμωθεί σημαντικά.
Παράλληλα, το CDU δεν αποκλείει και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών πυρηνικής ενέργειας, όπως είναι οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs), μια τεχνολογία που προωθείται από χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία. Αυτοί οι αντιδραστήρες είναι μικρότεροι, πιο ευέλικτοι και μπορούν να τοποθετηθούν κοντά σε βιομηχανικές περιοχές, παρέχοντας σταθερή και καθαρή ενέργεια με χαμηλότερο κόστος εγκατάστασης.
Αποφυγή ενός νέου “deindustrialization”
Μία από τις κύριες ανησυχίες του CDU είναι να αποτραπεί το “deindustrialization” της Γερμανίας – δηλαδή η αποβιομηχάνιση της χώρας λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους και των αυστηρών περιβαλλοντικών πολιτικών. Τα τελευταία χρόνια μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις, όπως η BASF, η Volkswagen και η Siemens, προειδοποίησαν ότι η υπερβολικά γρήγορη ενεργειακή μετάβαση αυξάνει το κόστος παραγωγής και καθιστά τις επενδύσεις στη Γερμανία λιγότερο ελκυστικές σε σχέση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα.
Η νέα κυβέρνηση φαίνεται να προχωρά προς μια πιο επιχειρηματικά φιλική ενεργειακή πολιτική, που δεν θα επιβάλει μεγάλες επιβαρύνσεις στη βιομηχανία, αλλά θα επιδιώξει μια πιο σταδιακή μετάβαση με φθηνότερες μορφές ενέργειας.
Σύμφωνα με το Clean Energy Wire, o Μερτς έχει δεσμευτεί να υποστηρίξει τη βιομηχανία μειώνοντας το κόστος της ενέργειας. Η πολιτική του CDU περιλαμβάνει τη μείωση της φορολογίας στην ηλεκτρική ενέργεια, των τελών δικτύου και τη στήριξη του ενεργοβόρου βιομηχανικού τομέα με κρατικές επιδοτήσεις και μακροπρόθεσμα συμβόλαια σταθερών τιμών. Επίσης, φαίνεται να επανεξετάζει τη στρατηγική του πράσινου υδρογόνου, επισημαίνοντας ότι η στροφή προς το υδρογόνο μπορεί να γίνει μόνο αν είναι οικονομικά βιώσιμη και δεν αυξάνει υπερβολικά το κόστος για τις επιχειρήσεις.