Του Τάσου Δασόπουλου
Οι γαλλικές εκλογές της Κυριακής, οι οποίες θα κρίνουν αν τελικά η ακροδεξιά θα επικρατήσει στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, έχουν θέσει τις αγορές αλλά και την ΕΚΤ σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας στην περίπτωση κάποιας βίαιης αντίδρασης από τις αγορές ομολόγων.
Η επικράτηση της ακροδεξιάς θα σημάνει και την υλοποίηση του προεκλογικού της προγράμματος, που έχει στον πυρήνα του την αύξηση των δαπανών και του χρέους στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Τούτο, την ώρα που η Γαλλία αντιμετωπίζει ήδη δημοσιονομικά προβλήματα, με χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ και έλλειμμα να αναμένεται για φέτος να φτάσει το 5–5,5% του ΑΕΠ. Η αντίδραση των αγορών αναμένεται ότι θα είναι βίαιη όχι μόνο για τη Γαλλία (και τη Γερμανία που εισπράττει το τίμημα της ανόδου του AfD) αλλά και για όλα τα ομόλογα του Ευρωπαϊκού Νότου με πρώτα τα ελληνικά και τα ιταλικά, με δεδομένο ότι και οι δύο χώρες έχουν ακόμη πολύ υψηλό χρέος.
Από την τραπεζική σύνοδο στη Σίντρα της Πορτογαλίας, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έδειξε ότι έχει πάρει το “μήνυμα” και η Τράπεζα βρίσκεται ήδη σε “θέση μάχης”. Αναφερόμενη στο θέμα, ξεκαθάρισε ότι η σταθερότητα των τιμών είναι βασικό καθήκον της ΕΚΤ, αλλά αυτή η σταθερότητα εξαρτάται και από τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη μετά τις εκλογές στη Γαλλία να κάνει αυτό που πρέπει.
Η γραμμή άμυνας
Η ΕΚΤ έχει ήδη στημένη μια “γραμμή άμυνας” με το εργαλείο που επιτρέπει έκτακτες, κατά περίπτωση, αγορές ομολόγων, που οι αγορές λόγω κάποιας κρίσης αυξάνουν απότομα τις αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης δημιουργώντας χάσματα μεταξύ υπερχρεωμένων και μη χωρών. Το εργαλείο που ονομάστηκε Transmission Protection Instrument (TPI), παρότι έχει θεσμοθετηθεί από το 2022 λόγω της απότομης ανόδου του χρέους στην Ευρωζώνη κατά την πανδημία του κορονοϊού, στην πράξη δεν έχει ενεργοποιηθεί ποτέ.
Εκτός όμως από το εργαλείο των εκτάκτων συνθηκών, η ΕΚΤ μπορεί να διαχειριστεί μια ήπια κρίση μέσω του χαρτοφυλακίου των περίπου 5,5 τρις ευρώ που έχει συγκεντρώσει από τις αγορές ομολόγων που έχει κάνει από το 2014, μέσω του APP και στη συνέχεια, του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP) λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, όπου συμμετείχε και η Ελλάδα με αποτέλεσμα η ΕΚΤ να διακρατεί ακόμη 38,5 δις ελληνικού χρέους. Στο πλαίσιο της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, αποφασίστηκε το τεράστιο αυτό χαρτοφυλάκιο να μειωθεί μέσω της διακοπής των επανεπενδύσεων από την τράπεζα των ομολόγων που λήγουν. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αναστραφεί για ένα διάστημα, μέχρι οι αγορές να βρουν νέα κατεύθυνση και η κατάσταση να εξομαλυνθεί.
Το σίγουρο είναι ότι το συμβούλιο νομισματικής πολιτικής που θα συνεδριάσει στις 18 του μήνα, δεν θα έχει ως μοναδικό θέμα την επόμενη μείωση των επιτοκίων, για την οποία χρονικά οι πιθανότητες κλείνουν ότι θα γίνει τον Σεπτέμβριο. Θα πρέπει τα μέλη του Συμβουλίου να τοποθετηθούν ξανά και για το θέμα του χαρτοφυλακίου των ομολόγων της τράπεζας, ανάλογα βέβαια με τα δεδομένα που θα υπάρχουν.