Του Κώστα Ράπτη
Το πολιτικό ημερολόγιο της Γερμανίας έγινε περισσότερο σαφές – όχι όμως και η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η χώρα.
Με την έγκριση του ομοσπονδιακού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ, οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν στις 23 Φεβρουαρίου, ήτοι πρόωρα κατά επτά μήνες, όπως προβλέπει ο συμβιβασμός στον οποίο κατέληξαν ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς και ο αρχηγός των αντιπολιτευόμενων Χριστιανοδημοκρατών Κρίστιαν Μερτς.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ο Σολτς θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Μπούντεσταγκ πριν από τα Χριστούγεννα και (με δεδομένο ότι θα χάσει) το κοινοβούλιο θα πρέπει να διαλυθεί εντός 21 ημερών. Όλα αυτά αποτέλεσαν μονόδρομο, μετά την κατάρρευση του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων, καθώς η απαίτηση του αρχηγού των τελευταίων και υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ για αλλαγή κρίσιμων κυβερνητικών πολιτικών οδήγησε στην αποπομπή του.
Οι αλλεπάλληλες ήττες των συγκυβερνώντων κομμάτων στις εκλογές τριών ανατολικών ομόσπονδων κρατιδίων τον Σεπτέμβριο οδήγησαν σε σκλήρυνση των θέσεων ενός εκάστου των κυβερνητικών εταίρων, με αποτέλεσμα η συμπόρευση τους να καταστεί ανέφικτη. “Αδύναμο κρίκο” αποτέλεσε από αυτή την άποψη το κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) αφενός διότι οι τοπικές αναμετρήσεις και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δυσκολεύεται να φθάσει το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 5% στις επόμενες εκλογές, αφετέρου διότι ήταν το λιγότερο φιλικό προς την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που προέκριναν οι άλλοι δύο εταίροι.
Σε πρώτο επίπεδο, αυτό που θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς είναι ο κατακερματισμός του γερμανικού πολιτικού σκηνικού. Τα δύο άλλοτε “μεγάλα κόμματα” της πολιτικής ζωής, ήτοι οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες, συγκεντρώνουν αθροιστικά λίγο περισσότερο από το 50% των ψήφων – και ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης θα προσκρούσει σε ποικίλους αριθμητικούς και πολιτικού περιορισμούς.
Ο Μερτς αποτελεί “καγκελάριο εν αναμονή”: η Χριστιανοδημοκρατία προεξοφλείται ότι θα κατακτήσει την πρώτη θέση και κανένας συνδυασμός αντιπάλων της δεν εμφανίζεται εφικτός, ιδίως μετά την κατάρρευση του τρικομματικού συνασπισμού για να την κρατήσει εκτός κυβερνητικού νυμφώνος. Όμως θα χρειαστεί τουλάχιστον ένας κυβερνητικός εταίρος και αυτός δεν είναι εύκολο να βρεθεί – τουλάχιστον για όσο χρόνο ακόμη θα παραμένει εντός “υγειονομικής ζώνης” η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD), η οποία προβλέπεται ότι θα καταταγεί δεύτερη σε δύναμη, με ποσοστό που θα αγγίζει το 20%.
Η συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών και Πρασίνων, η οποία έχει δοκιμασθεί σε ορισμένα κρατίδια, ούτε αρκεί αριθμητικά, ούτε ευνοείται πολιτικά, αφότου ο Μερτς έστρεψε το κόμμα του δεξιότερα. Άλλωστε οι “πράσινες πολιτικές” συναντούν ευρύτερες αντιστάσεις που καθιστούν ανεπιθύμητους τους φορείς τους.
Ο Λίντνερ καλεί τους ψηφοφόρους του να δώσουν διψήφιο ποσοστό στο κόμμα του, ώστε αυτό να έχει αποφασιστικό ρόλο στον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης υπό τον Μερτς. Είναι όμως αμφίβολο αν το FDP θα βρίσκεται καν στην επόμενη Μπούντεσταγκ.
Εκτός κοινοβουλίου πιθανότατα θα βρεθεί και το Κόμμα της Αριστεράς, καθώς ο ευρύτερος χώρος έχει αναδιαταχθεί με την εμφάνιση του κινήματος της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, που έχει ήδη καταγράψει ικανοποιητικές για νεότευκτο σχηματισμό επιδόσεις, προβάλλοντας θέσεις μιας “συντηρητικής αριστεράς” που θέλει να επαναφέρει την ατζέντα από τα “ταυτοτικά” στα ταξικά ζητήματα.
Εν ολίγοις, μόνη διέξοδο φαίνεται πως θα αποτελέσει η δημιουργία ενός “μεγάλου συνασπισμού”, με τους Σοσιαλδημοκράτες σε ρόλο ελάσσονος εταίρου των Χριστιανοδημοκρατών. Πρόκειται για “πικρόν ποτήριον” το οποίο έχει αφήσει πολύ πικρή γεύση από τις δύο προηγούμενες φορές που δοκιμάσθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, δρομολογώντας την συρρίκνωση της απήχησης της Σοσιαλδημοκρατίας.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, τα διλήμματα που έχει μπροστά της η Γερμανία γίνονται σαφή από τις αφορμές για τις οποίες κατέρρευσε η κυβέρνηση Σολτς. Η προϊούσα αποβιομηχάνιση, λόγω της απώλειας της φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία, καθώς και η διαρκής απώλεια θέσεων στον διεθνή ανταγωνισμό, λόγω της παραμέλησης των υποδομών και των επενδύσεων στην καινοτομία χάριν των μηδενικών ελλειμμάτων, δημιουργούν την ανάγκη επεκτατικών πολιτικών ασυμβίβαστων με το συνταγματοποιημένο “φρένο χρέους”. Επιπλέον, η δέσμευση στη συνέχιση της στήριξης της Ουκρανίας δημιουργεί πρόσθετες μεγάλες ανάγκες, την ίδια ώρα που η εισροή δημοσίων εσόδων μειώνεται και οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου κλείνουν τον δρόμο της “δημιουργικής λογιστικής”.
Πώς θα μπορέσει η Γερμανία να εκπληρώσει τους αναπτυξιακούς και γεωπολιτικούς της στόχους, διαχειριζόμενη την λιτότητα κατά τρόπο που δεν θα αποδειχθεί πολιτικο-κοινωνικά εκρηκτικός; Και ακόμη περισσότερο: πώς θα μπορέσει να τηρήσει τις ατλαντικές της δεσμεύσεις, συνεχίζοντας ταυτόχρονα το παιχνίδι των καθυστερήσεων στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Θα πρέπει είτε η διαφύλαξη της εθνικής (πρωτίστως δημοσιονομικής) κυριαρχίας έναντι των εταίρων να εγκαταλειφθεί, είτε ο ψυχρός πόλεμος με τη Ρωσία.