Του Τάσου Δασόπουλου
Η φυσιολογική υποχώρηση της ζήτησης λόγω των υψηλών τιμών είναι αυτή που θα αναλάβει από τώρα τον αγώνα κατά του πληθωρισμού, σταθεροποιώντας τη διαφορά μεταξύ των υψηλών τιμών και των μειωμένης αγοραστικής δύναμης εισοδημάτων των νοικοκυριών, σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα.
Στη χώρα μας, η “αυτόματη” ρύθμιση φαίνεται ότι έχει αρχίσει να λειτουργεί στις λιανικές πωλήσεις. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ο δείκτης όγκου πωλήσεων της λιανικής (δηλαδή ο τζίρος των πωλήσεων χωρίς τον πληθωρισμό) καταγράφει για τον Ιούλιο μείωση κατά 3,4%. Τούτο, παρά το γεγονός ότι οι λιανικές πωλήσεις για τον Ιούλιο, ενσωματώνουν και ένα μέρος από την κατανάλωση του τουρισμού, ο οποίος στοχεύει φέτος σε ένα ρεκόρ εισπράξεων της τάξης των 20 δισ. ευρώ.
Φανερό γίνεται αυτόν τον καιρό και το πλήγμα στην κατανάλωση από τα υψηλά επιτόκια του ευρώ. Η αύξηση των επιτοκίων κατά 450 μονάδες βάσης, όπως παραδέχθηκε η ίδια η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, έχει πλήξει ήδη την πιστωτική επέκταση στην Ευρώπη με τη ζήτηση νέων δανείων να πέφτει και το κίνδυνο νέων κόκκινων δανείων να αυξάνεται.
Στην Ελλάδα, τα υψηλά επιτόκια σταθεροποίησαν την πιστωτική επέκταση σε πολύ χαμηλά επίπεδα (αυξήθηκε 2,3% τον Σεπτέμβριο από 1,2% τον Αύγουστο). Τούτο, παρά τη σημαντική επιτάχυνση που είχε η ανάπτυξη αλλά και το χαμηλό επίπεδο δανεισμού των πολιτών, λόγω της πολυετούς κρίσης. Ακόμη και υγιείς επιχειρήσεις, που δεν μπορούν να πάρουν χαμηλότοκα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναβάλλουν επενδύσεις επέκταση και νέες θέσεις εργασίας παρά την έκρηξη της ζήτησης εργασίας, σε συγκεκριμένους κλάδους (όπως τουρισμό, εστίαση).
Όλα αυτά ενώ σε επίπεδο Eurogroup, τον περασμένο Ιούνιο, αποφασίστηκε η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης κατά της ενεργειακής κρίσης, μέχρι ο τέλος του χρόνου και την πλήρη διακοπή τους από το 2024. Στην παρούσα συγκυρία, αυτό θα συμπιέσει ακόμη περισσότερο τα εισοδήματα των νοικοκυρών.
Η κρίση στη Μέση Ανατολή
Το απροσδόκητο γεγονός σε αυτόν τον σχεδιασμό, είναι η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Μέχρι και τις αρχές του μήνα, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, εκτιμούσαν ότι η οικονομική επιβράδυνση θα κρατήσει τις τιμές της ενέργειας σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, η ανάφλεξη σε μια περιοχή κοντά σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, το Κατάρ οι οποίες εξασφαλίζουν το 55% της παγκόσμιας κατανάλωσης, τη στιγμή που ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου, η Ρωσία, βρίσκεται ήδη σε πόλεμο από το Φεβρουάριο του 2022, αλλάζει τελείως την προοπτική των πραγμάτων.
Η ΕΚΤ δεν είχε άλλη επιλογή από το διακόψει της αύξησης των επιτοκίων του ευρώ και να εύχεται να μην έχουμε μια κλιμάκωση της έντασης η οποία απειλεί να φέρει την τιμή του φυσικού αερίου, πάνω από τα 300 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα και του αργού πετρελαίου, πάνω από τα 110 δολάρια το βαρέλι, όπου βρέθηκαν το 2022 μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ενώπιον διλημμάτων
Αν επιβεβαιωθεί το “κακό” σενάριο, τότε η ΕΚΤ θα βρεθεί σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Δεν θα μπορεί να μειώσει τα επιτόκια για να τονώσει την ανάπτυξη, αφού θα ερχόταν σε αντίθεση με το καταστατικό της σύμφωνα με το οποίο έχει ως βασικό στόχο, τη σταθερότητα των τιμών. Από την άλλη, δεν θα μπορεί εύκολα να αυξήσει τα επιτόκια της, αν δεν θέλει με μια κίνηση θα οδηγήσει άμεσα την Ευρωζώνη σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού.