Ζαχαρία Μαυροειδή, πώς έφτιαξες την ελληνική κομεντί του καλοκαιριού;
Με το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» ο ταλαντούχος σκηνοθέτης παραδίδει μια σπιρτόζικη και διασκεδαστική ρομαντική κωμωδία, με επίκεντρο τις ερωτικές περιπέτειες ενός τριαντάρη.
Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης Ζαχαρίας Μαυροειδής (“Απόστρατος”), με τη νέα ταινία του που τιτλοφορείται “Το Καλοκαίρι της Κάρμεν” παραδίδει μια σπιρτόζικη και διασκεδαστική ρομαντική κωμωδία, η οποία έχει στο επίκεντρο τις ερωτικές περιπέτειες ενός τριαντάρη που έχει μόλις χωρίσει από το σύντροφό του σε μια Αθήνα που καίει από τον καύσωνα. Με αφορμή την πρεμιέρα του φιλμ που συμμετείχε στο φεστιβάλ Βενετίας και διεκδικεί δώδεκα βραβεία Ίρις από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, συναντηθήκαμε στην Κυψέλη με τον Μαυροειδή ώστε να μάθουμε περισσότερα για τη φρέσκια προσθήκη στη φιλμογραφία του.
©Άρης Ράμμος
Στο “Καλοκαίρι της Κάρμεν” κάνεις αισθητικά και θεματικά μια αλλαγή σε σχέση με τον “Απόστρατο”. Πώς γεννήθηκε, αλήθεια, η ιδέα πίσω από τη νέα ταινία;
Γενικά μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα. Εν προκειμένω, ένιωσα την ανάγκη να γράψω μια κωμωδία, γιατί η συγγραφή του “Απόστρατου” ήταν μια κοπιώδης, μακρόχρονη και μοναχική διαδικασία. Για αυτό ακριβώς, κιόλας, συνεργάστηκα με τον φιλο Ξενοφώντα Χαλάτση. Βοήθησε, επίσης, πως το συγκεκριμένο είδος δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για εμένα, επειδή έχω γράψει αρκετά κωμικά σενάρια για την τηλεόραση. Όσον αφορά, τώρα, τις ιδέες του σεναρίου, κάποιες προέκυψαν από ορισμένα αληθινά γεγονότα, τα οποία σκέφτηκα πως θα είχαν πλάκα να μπουν σε μια ταινία. Έπειτα, ήθελα να γράψω κάτι το οποίο θα μπορούσε να γυριστεί με χαμηλό προϋπολογισμό. Δεν είχα τη διάθεση να περιμένω, ξανά, επτά χρόνια ώσπου να βρεθεί η χρηματοδότηση για την παραγωγή, όπως συνήθως γίνεται. Για αυτόν το λόγο, μάλιστα, στην “Κάρμεν” υπάρχει ο δεκάλογος του low-budget, τον οποίο υπηρετεί και η ίδια η ταινία, γιατί ήταν κάτι που εξαρχής ήθελα να καθορίζει το πλαίσιό της.
Αναρωτιέμαι, η επιλογή να σχολιάζεται η καθαυτό δομή της αφήγησης με πράξεις, κεφάλαια κ.ο.κ., απορρέει καθόλου από την εντατική εξοικείωση που έχεις με τη διδασκαλία του σεναρίου τα τελευταία χρόνια;
Η αλήθεια είναι πως με τη θεωρία του σεναρίου έχω μια σχέση αγάπης και μίσους. Θυμάμαι, ας πούμε, πως όταν άρχισα να τη μελετάω περίπου στα είκοσί μου, περισσότερο με παίδεψε παρά με βοήθησε. Ήμουν πελαγωμένος, έτσι στα μάτια μου τα βιβλία των διάφορων “γκουρού” έμοιαζαν με σανίδα σωτηρίας, παρόλο που όσα έλεγαν δηλώνονταν με έναν περιοριστικό όσο και απόλυτο τρόπο. Έχουν, φυσικά, μια βάση, αλλά νομίζω ότι τείνουν να αποκτούν διαστάσεις στατιστικής παρατήρησης ή και γενικοποίησης. Για αυτό και όταν διδάσκω βάζω πάντα αστερίσκους, αναλύω τους κανόνες, όμως δεν επιδιώκω να τους επιβάλλω. Υπό μια έννοια, λοιπόν, ναι, με την “Κάρμεν” ήθελα κάπως να βγάλω τα απωθημένα μου.
Ταυτόχρονα, το φιλμ διαθέτει μια μεταμοντέρνα διάσταση αφού, μεταξύ άλλων, αναφέρεται σε υπαρκτά πρόσωπα όπως ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης. Πρόκειται για μια τάση που έχουμε παρατηρήσει και στις χολιγουντιανές παραγωγές των τελευταίων ετών.
Από τη στιγμή που πυρηνικά το σενάριο αφορά τον κινηματογράφο, μου φάνηκε εύλογο να χρησιμοποιηθούν αστεία τέτοιου είδους, τα οποία, βέβαια, προέκυψαν αβίαστα. Ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που οι κεντρικοί ήρωες είναι γκέι ηθοποιοί που παλεύουν να “κλείσουν” κινηματογραφικούς ρόλους, συνθήκη με την οποία ήθελα πολύ να κάνω πλάκα.
Μια από τις μοντέρνες θεματικές που θίγεις είναι αυτή της σχέσης των millennials με το σεξ. Το πώς, δηλαδή, ζούμε σε μια εποχή όπου οι σαρκικές επαφές μοιάζουν να έχουν απενοχοποιηθεί σε σημαντικό βαθμό, αλλά την ίδια στιγμή το ψυχολογικό αδιέξοδο που βιώνουν πολλοί οδηγεί σε μια πλήρη αποχή από την ερωτική πράξη.
Στην περίπτωση της “Κάρμεν”, νομίζω πως το γενεαλογικό στοιχείο είναι συμπτωματικό. Διότι σε πολλά ζευγάρια που διατηρούν μια μακροχρόνια σχέση είναι πιθανό να υπάρξει μια φάση όπου πέφτει κατακόρυφα η σεξουαλική διάθεση. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πώς οι χαρακτήρες αντιδρούν όταν πια, ο καθένας ξεχωριστά, βρίσκεται στη συγκυρία όπου του επιτρέπεται να αναζητήσει εκ νέου το σεξ με τους δικούς του όρους. Τότε αποκαλύπτεται ένας άλλος εαυτός, σχεδόν σε πλήρη αντιδιαστολή με εκείνον με τον οποίο συστήθηκαν στην αρχή.
Παρεμπιπτόντως, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πόσο ανεπιτήδευτα απεικονίζονται οι ερωτικές σκηνές.
Ήταν ένα ζητούμενο αυτό, αφού συνολικά προσεγγίζονται και αναπτύσσονται με πλήρη ειλικρίνεια όπως και οι χαρακτήρες. Επομένως, οι σεξουαλικές εμπειρίες τους δεν θα μπορούσαν να κινηματογραφηθούν διαφορετικά. Συνιστούν, επιπλέον, στιγμές στις οποίες τους γνωρίζουμε καλύτερα, μαθαίνουμε πράγματα για εκείνους. Σ’ αυτό το σημείο να υπογραμμίσω ότι καμία σκηνή δεν θα ήταν εφικτή δίχως την τόλμη και την προσήλωση των ηθοποιών.
Οι οποίοι, ομολογουμένως, ταιριάζουν απόλυτα στους ρόλους τους. Αλήθεια, με ποιους όρους έγινε το κάστινγκ;
Πολύτιμοι συνεργάτες μου στην όλη διαδικασία ήταν ο Άκης Γουρζουλίδης και η Σωτηρία Μαρίνη. Στην πρώτη φάση βλέπαμε απλώς ηθοποιούς χωρίς να κάνουμε κάποιο δοκιμαστικό. Θέλαμε πρωτίστως να χαρτογραφήσουμε τους χαρακτήρες διότι, για παράδειγμα, κεντρικοί ήρωες όπως οι δύο κολλητοί φίλοι δεν είχαν προσδιοριστεί με αυστηρά κριτήρια στο σενάριο. Έτσι, υπήρχε ανάγκη να διερευνήσουμε το πώς μπορεί να δείχνουν, ποια θα μπορούσε να είναι η φυσιογνωμία τους κ.ο.κ. Καταλήξαμε στους Γιώργο Τσιαντούλα και Ανδρέα Λαμπρόπουλο λόγω της μεταξύ τους χημείας, αλλά και επειδή δεν έδιναν την εντύπωση πως εν δυνάμει θα μπορούσαν να αποτελούν ζευγάρι. Αυτός ήταν ένας από τους κινδύνους του σεναρίου που θέλαμε να αποφύγουμε, αν και το κοινό μάλλον εξακολουθεί να διατηρεί μια τέτοια προσδοκία βλέποντάς τους. Όσον αφορά το γυμνό, για τον Τσιαντούλα που έχει δουλέψει με τον Παπαϊωάννου ήταν δεδομένη η εξοικείωση. Εκείνο, όμως, που ίσχυε για όλους ελλείψει καθοδηγητών οικειότητας [σ.σ.: intimacy coordinators] –ο χαμηλός προϋπολογισμός που λέγαμε– ήταν πως στο γύρισμα τηρούσαμε απόλυτη ειλικρίνεια και διαφάνεια. Όλοι γνώριζαν εκ των προτέρων ποια ακριβώς θα είναι τα πλάνα, πού θα βρίσκεται η κάμερα, ποια είναι η δράση κ.λπ. Με αυτόν τον τρόπο υπήρχε εμπιστοσύνη, ασφάλεια και περιθώριο για τους ηθοποιούς να νιώσουν άνετα. Θα ήθελα να κάνω ξεχωριστή μνεία στο ρόλο της μητέρας, την οποία ενσαρκώνει η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου. Πρόκειται για μια εξαιρετικά απαιτητική στην απόδοσή της ηρωιδα, την οποία κατάφερε να ερμηνεύσει μακριά από στερεότυπα, εντελώς πηγαία, με μια δική της προσωπική αλήθεια.
Θα ήθελα να κάνω μια ξεχωριστή μνεία στο ρόλο της μητέρας, την οποία ενσαρκώνει η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου. Πρόκειται για μια εξαιρετικά απαιτητική στην απόδοσή της ηρωιδα, την οποία κατάφερε να ερμηνεύσει μακριά από στερεότυπα, εντελώς πηγαία, με μια δική της προσωπική αλήθεια.
Συν τοις άλλοις, άτυπος πρωταγωνιστής είναι και η πόλη, η Αθήνα.
Σε σχέση με τους χώρους, η βασική ιδέα που είχαμε με τον διευθυντή φωτογραφίας Θοδωρή Μιχόπουλο ήταν η αντιπαραβολή της ιδιότυπης γεωγραφίας που έχουν τα Λιμανάκια με αμφιθεατρικά εξωτερικά σκηνικά. Γι’ αυτό, αν προσέξεις, από τη μία οι χαρακτήρες στη θάλασσα ανεβοκατεβαίνουν διαρκώς, ενώ όλα τα πλάνα της πόλης βρίσκονται σε σημεία με σκάλες.
Επί τη ευκαιρία, είναι αδύνατο να μη σε ρωτήσω σε ποια ταράτσα βρίσκεται εκείνη η τοιχογραφία του “Attenberg”, είναι μία από τις αγαπημένες μου ταινίες.
Δεν υπάρχει, τη φτιάξαμε με ειδικά εφέ! Η “Κάρμεν” ως ένα βαθμό αποτελεί ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού με πολλές κινηματογραφικές αναφορές, ειδικά γύρω από το ελληνικό σινεμά. Πιάνει από την “Κόρη μου τη Σοσιαλίστρια” μέχρι τον “Κυνόδοντα”!
Παρότι διακριτική, καθοριστική στο ύφος της ταινίας είναι και η μουσική, η οποία δε λείπει ποτέ από το φόντο της δράσης.
Για αυτό ευθύνεται η δουλειά του Θοδωρή Ρέγκλη, με τον οποίο δουλέψαμε επίσης στον “Απόστρατο”. Εδώ ικανοποίησε την παρόρμησή μου να ακούγεται κλασική μουσική και ειδικά το μπαρόκ, όταν συνειδητοποίησε πως ένα από τα βασικά όργανα αυτού του είδους είναι το τσέμπαλο, το οποίο μοιάζει πολύ με το μπουζούκι. Πρόθεσή μας, λοιπόν, ήταν ένα ανακάτεμα του κλασικού με το ελληνικό στοιχείο. Το score δε αποδείχθηκε πολύτιμο εργαλείο στη γεφύρωση των συναισθηματικών μεταπτώσεων που βιώνουν οι χαρακτήρες.
Περισσότερες πληροφορίες
Το Καλοκαίρι της Κάρμεν
Απολαμβάνοντας ένα ολοήμερο μπάνιο, ο Δημοσθένης βοηθά το φίλο του Νικήτα στη συγγραφή ενός σεναρίου βασισμένου στα προσωπικά τους βιώματα.
Διαβάστε ακόμα
Τελευταία άρθρα Σινεμά
Φρίμοντ
Οδοιπορικό αναζήτησης ανθρώπινης επικοινωνίας μέσα σ’ έναν κόσμο πολυπολιτισμικής μοναξιάς. Με αναζωογονητικό χιούμορ, κατασταλαγμένη σοφία και τη γήινη, απολαυστική απλότητα του πρώιμου Τζάρμους.
ΓΡΑΦΕΙ: ΧΡΗΣΤΟς ΜΗΤΣΗς