Ολομέτωπη επίθεση κατά του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησης για την υπόθεση των Τεμπών, αλλά και την συνολική υποχώρηση του Κράτους Δικαίου εξαπέλυσε ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας , κατά την ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο του, με κεντρική θεματική το Κράτος Δικαίου, τη Δημοκρατια και τη Δικαιοσύνη. Σε υψηλούς τόνους, ο κ. Τσίπρας εγκάλεσε τον κ. Μητσοτάκη ως ενορχηστρωτή του μπαζώματος και της συγκάλυψης στα Τέμπη, για να καταλήξει πως «Ζητείται Ελπίς» και στην προοδευτική αντιπολίτευση, καθώς «ευθύνη πρωτίστως των ηγεσιών της προοδευτικής αντιπολίτευσης, να δώσουν απαντήσεις», όπως τόνισε ο κ. Τσίπρας.
Καθρέφτης της καθεστωτικής αδιαφορίας τα Τέμπη
Αναφερόμενος στις πρόσφατες εξελίξεις στην υπόθεση των Τεμπών, «με κάθε σεβασμό στο πένθος και την οργή των συγγενών, μπορούμε να πούμε ότι η επομένη των Τεμπών είναι και ο πιο αδιάψευστος καθρέφτης της υποκρισίας, του κυνισμού, της καθεστωτικής αδιαφορίας θα έλεγα, για τις ανθρώπινες ζωές. Και είναι βαρύτατες οι ευθύνες εκείνων που διαχειρίστηκαν μια εθνική τραγωδία με όρους προσωπικής και κομματικής ιδιοτέλειας, κακοποιώντας κάθε έννοια δικαιοσύνης» ανέφερε ο πρώην Πρωθυπουργός, εκτιμώντας πως «είναι βαρύτατες οι ευθύνες όσων στα ερωτήματα και τις ενστάσεις που διατυπώνονταν, τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, αρκούνταν στην αλαζονική επισήμανση ότι το θέμα έληξε οριστικά με την ευρεία νίκη του κυβερνώντος κόμματος στις εθνικές εκλογές του 23». «Και συνόδευαν την αλαζονεία τους με την ύβρη των επιθέσεων σε όσους επέμεναν να αναζητούν την αλήθεια, ακόμη και στους γονείς των θυμάτων. Ήταν οι συνομοσιολόγοι, οι τερατουργοί, οι ψεκασμένοι» σχολίασε ο κ. Τσίπρας με φόντο τις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, για να ασκήσει δριμεία κριτική στον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο Μητσοτάκης οργάνωσε τις παρακολουθήσεις
Σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα, ο κ. Μητσοτάκης «οργάνωσε τις παρακολουθήσεις προκειμένου να διευρύνει την εξουσία του. Ενορχήστρωσε το μπάζωμα και τη συγκάλυψη, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία του. Γιατί, ας μη ξεχνάμε μια κρίσιμη παράμετρο : Μόλις ενάμισι μήνα μετά το έγκλημα των Τεμπών, είχαμε εκλογές». «Αν γίνονταν τότε γνωστά, όσα έχουν αποκαλυφθεί σήμερα, δεν θα τολμούσε κανείς να χαρακτηρίσει το έγκλημα των Τεμπών, απλώς δυστύχημα» πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας, συμπληρώνοντας πως «και η αναζήτηση ευθυνών δε θα διαχέονταν στις διαχρονικές ανεπάρκειες του κράτους και του πολιτικού συστήματος, αλλά στις πολύ συγκεκριμένες ευθύνες της παρούσας κυβέρνησης. Και αναγκαστικά αυτή η συζήτηση δε θα τελείωνε τις επόμενες ημέρες, αλλά θα έφτανε ως και τη μέρα των εκλογών».
«Έπρεπε λοιπόν πάση θυσία να ξεχαστεί. Για αυτό και οι μπουλντόζες έλαβαν εντολή να μπαζώσουν, το επόμενο κιόλας πρωί. Για να θάψουν το έγκλημα», όπως τόνισε.
Δείτε φωτογραφίες από την εκδήλωση
![Επίθεση Τσίπρα για τα Τέμπη](https://i1.prth.gr/images/w880/1/jpg/files/2025-02-06/6457134.jpg)
![Επίθεση Τσίπρα για τα Τέμπη](https://i1.prth.gr/images/w880/1/jpg/files/2025-02-06/6457140.jpg)
![Επίθεση Τσίπρα για τα Τέμπη](https://i1.prth.gr/images/w880/1/jpg/files/2025-02-06/6457169.jpg)
![Επίθεση Τσίπρα για τα Τέμπη](https://i1.prth.gr/images/w880/1/jpg/files/2025-02-06/6457162.jpg)
![Επίθεση Τσίπρα για τα Τέμπη](https://i1.prth.gr/images/w880/1/jpg/files/2025-02-06/6457207.jpg)
Ίδιος ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών
Στην ίδια κατεύθυνση, «μου κάνει τρομακτική εντύπωση ότι πεντέμισι χρόνια τώρα η κυβέρνηση, ενώ έχει φέρει στη Βουλή εκατοντάδες αλλαγές στη ποινική νομοθεσία, ενώ έχει ψηφίσει άλλους εκτελεστικούς νόμους, δεν έχει τροποποιήσει το νόμο περί ευθύνης υπουργών. Και αναρωτιέμαι γιατί ;
Μήπως το ξεχάσανε ; Μήπως τους διέφυγε ; Ή μήπως μετά τις υποκλοπές και τα Τέμπη, υπάρχει σκοπιμότητα;» διερωτήθηκε ο πρώην Πρωθυπουργός. «Δε ξέρω ποιος μπορεί να εισηγείται στον πρωθυπουργό ότι θα υπάρξει ποτέ δικαστής που θα αποφανθεί ότι μπορεί ένας νόμος να υπερβαίνει το Σύνταγμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν έχει παρά να φέρει άμεσα στη Βουλή προς κύρωση τον εκτελεστικό νόμο περί ευθύνης υπουργών». «Αλλιώς θα είναι σα να επιβεβαιώνει, όχι μόνο σκοπιμότητα συγκάλυψης αλλά και την ίδια την ενοχή του για τις συγκλονιστικές αυτές υποθέσεις», επισήμανε ο Αλέξης Τσίπρας.
«Απόστημα» σε τμήμα της Δικαιοσύνης
Για τη Δικαιοσύνη, ο πρώην Πρωθυπουργός εκτίμησε πως «υπάρχουν δικαστές που σέβονται το λειτούργημά τους και προσπαθούν για το καλύτερο. Το απόστημα αφορά δυστυχώς ένα τμήμα της ηγεσίας της». Συγκεκριμένα, «τον Οκτώβρη του 23 όταν οι εισαγγελείς πρωτοδικών έχοντας κάνει μια πολύ ουσιαστική και ποιοτική δουλειά, ήταν έτοιμοι να διασταυρώσουν τη λίστα των θυμάτων του Pretador με τις λίστες των ατόμων που είχε παρακολουθήσει η ΕΥΠ, και να επιβεβαιώσουν την προφανή συνάφεια, παρενέβη η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και τους πήρε την υπόθεση από τα χέρια». Κατά τον κ. Τσίπρα, «έπρεπε, βλέπετε, η υπόθεση αυτή να πάει σε ασφαλέστερα χέρια. Και πήγε. Τώρα ίσως μπορεί κανείς να καταλάβει και να εξηγήσει τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξε η κυρία Εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της ημερίδας για το κράτος δικαίου, υπό την αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας». «Όταν στην αίθουσα της Γερουσίας διέπραξα το ατόπημα να ασκήσω κριτική στη δικαιοσύνη για τη συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών» θυμήθηκε ο πρώην Πρωθυπουργός. Στον αντίποδα, ο κ. Τσίπρας παρουσίασε 3+1 προτάσεις για την Δικαιοσύνη, δηλαδή αλλαγή του τρόπου επιλογής ηγεσίας δικαιοσύνης, μείωση αριθμού αντιπροέδρων, αλλά και χρονικό όριο ανάληψης θέσης μετά την συνταξιοδότηση τους.
Ωστόσο, «από ότι φαίνεται η μόνη ισχυρή παρέμβαση της δικαιοσύνης στην υπόθεση των υποκλοπών, ήταν αυτή απέναντι στην, από το Σύνταγμα αρμόδια, ανεξάρτητη αρχή, την ΑΔΑΕ, και τον κο Ράμμο, προκειμένου να μην ολοκληρώσει το έργο της και να μην αποκαλύψει τα πειστήρια του εγκλήματος» δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας, εκφράζοντας το βαθμό προβληματισμό του και για τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ.
Όπως εξήγησε ο πρώην Πρωθυπουργός, «βλέπουμε με την επανεκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, πόσο αμφισβητείται πλέον η χρησιμότητα του Διεθνούς δικαίου, ως κανονιστικού πλαισίου επίλυσης διεθνών διαφορών. Και πώς τη θέση του παίρνει ένας και μόνο κανόνας : Το δίκιο του ισχυρού». Όταν με πολύ ξεκάθαρο τρόπο, η νέα αμερικανική ηγεσία δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να παραβιάσει τα σύνορα άλλων χωρών και να εμπλακεί στα εσωτερικά και στις εκλογές τους. Υπονομεύοντας εκλεγμένες κυβερνήσεις και στηρίζοντας ακροδεξιά κόμματα. Καθοδηγούμενη μάλιστα, επισήμως, από τα επιχειρηματικά συμφέροντα δισεκατομμυριούχων που ελέγχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και θεσπίζουν ολοένα και λιγότερους ελέγχους για την αντιμετώπιση των fake news». «Αυτή είναι η νέα διεθνής πραγματικότητα. Και πολύ φοβάμαι ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας πολύ σκοτεινής εποχής», επισήμανε ο κ. Τσίπρας. «Και έχει σημασία αυτή τη δυστοπική πραγματικότητα να μην την αγνοήσουμε. Να μας προβληματίσει και να μας διεγείρει. Γιατί αν αποδεχθούμε το δίκαιο του ισχυρού στις διεθνείς σχέσεις, θα το αποδεχτούμε και στις χώρες μας, στις κοινωνίες μας, στη ζωή μας. Θα αποδεχθούμε η δημοκρατία και η δικαιοσύνη να καταληφθούν από ολιγάρχες και μεγάλα συμφέροντα», υποστήριξε ο πρώην Πρωθυπουργός, προβλέποντας ότι «θα αποδεχθούμε οι κυβερνήσεις να ελέγχουν την ενημέρωση, τη δικαιοσύνη, τις ζωές μας. Και αυτός είναι ένας επιπρόσθετος λόγος να αγωνιούμε, τόσο για το διεθνές δίκαιο, όσο και για το κράτος δικαίου σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο».
Μέσα σε αυτό το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο, «φοβάμαι το σκοτάδι που μπορεί να κυοφορήσει η σημερινή απαξίωση. Η σημερινή βεβαιότητα του πολίτη, μετά από όλα αυτά, ότι όλα είναι στημένα και προκατασκευασμένα» εξήγησε ο κ. Τσίπρας, λέγοντας πως «η βεβαιότητα ότι πλέον το δίκαιο είναι υπό διωγμό και η αλήθεια είναι ο μεγάλος εχθρός εκείνων που εκ του Συντάγματος και της λαϊκής εντολής, έχουν καθήκον να την υπερασπίζονται». «Και το τι επακολουθεί σε μια κοινωνία που βιώνει συστηματικά μια τέτοια κατάσταση, το γνωρίζουμε όλοι. Απαξίωση, που συχνά καίει μαζί με τα ξερά και τα χλωρά. Αποχή από τις δημοκρατικές διαδικασίες, όπως οι εκλογές. Κερκόπορτα ανοιχτή, για να περάσει το τέρας της άκρας δεξιάς, του ρατσισμού και του διαλυτικού μίσους. Απογοήτευση και απόγνωση, με απρόβλεπτες συνέπειες», όπως είπε ο πρώην Πρωθυπουργός.
«Ζητείται Ελπίς»
«Όταν σε μια τέτοια δύσκολη και πρωτόγνωρη κατάσταση ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ, επιβάλλεται απ’ όλους, κατά τη γνώμη μου, και κυρίως από το προοδευτικό φάσμα του πολιτικού μας συστήματος, από κάθε δημοκρατικό άνθρωπο, κάθε συλλογικότητα, μια νέα περίσκεψη. Και μια νέα ανάγνωση και στάση, χωρίς τα χτεσινά στερεότυπα και τους κομματικούς, μικροκομματικούς, ή και προσωπικούς εγωισμούς» περιέγραψε με νόημα ο πρώην Πρωθυπουργός, συμπληρώνοντας πως «η πρωτοφανής στον όγκο, αλλά και στην ώριμη και δημοκρατική αποφασιστικότητα, πρόσφατη κινητοποίηση, με το αίτημα για δικαιοσύνη, φως, οξυγόνο, αποτελεί κατά τη γνώμη μου μια απάντηση ελπίδας». «Γιατί συνένωσε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, με διαφορετικές πολιτικές ή και κομματικές προτιμήσεις, διαφορετικά ιδεολογικά πιστεύω, από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, σε μια μαχητική ομοφωνία δημοκρατίας και δικαιοσύνης», όπως είπε.
Καμπανάκι για τις προοδευτικές δυνάμεις
Από την τοποθέτηση του πρώην Πρωθυπουργού και Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ωστόσο, δεν έλειψαν και τα μηνύματα του προς τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις. «Κι εδώ προκύπτουν από την πραγματικότητα κρίσιμα ερωτήματα για το πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα για τις πολιτικές δυνάμεις που διακηρύσσουν ότι παραμένουν πιστές, κάθε μια με το δικό της τρόπο φυσικά, στις δημοκρατικές και προοδευτικές αξίες. Μπορούν να επαναφέρουν την εμπιστοσύνη ; Μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα μίνιμουμ σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα επουλώσει τις πληγές της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης, όταν δε μπορούν να συμφωνήσουν ακόμη και για έναν κοινό βηματισμό μέσα στο κοινοβούλιο ;», διερωτήθηκε -μάλλον ρητορικά- ο Αλέξης Τσίπρας. «Ας μη κρυβόμαστε, η εικόνα εκεί έξω δεν είναι καλή, ούτε για την αντιπολίτευση. Ανεξάρτητα ποιος έχει το δίκιο και ποιος το άδικο. Και αυτό μας αφορά όλους, τον καθένα από εμάς μας. Μας αφορά, αλλά και μας υπερβαίνει ταυτόχρονα, με την έννοια ότι είναι ευθύνη πρωτίστως των ηγεσιών της προοδευτικής αντιπολίτευσης, να δώσουν απαντήσεις» τόνισε ο πρώην Πρωθυπουργός κρούοντας τον κώδικα προς τα προοδευτικά αντιπολιτευτικά έδρανα. «Σε κάθε περίπτωση, τα Τέμπη, η Πύλος, οι υποκλοπές, οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, αποτελούν και μια προειδοποίηση προς όλους. Αν δεν υπάρξει έγκαιρη και πειστική απάντηση, που θα λάβει υπόψη τις διεργασίες και τις αντιδράσεις της κοινωνίας, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν μέρος του προβλήματος, και εκείνοι που εκ των πραγμάτων οφείλουν να είναι μέρος της λύσης», κατέληξε ο κ. Τσίπρας.
Αναλυτικά, η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα:
Κυρίες και κύριοι
Φίλες και φίλοι
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλες και όλους όσοι βρίσκεστε σήμερα μαζί μας.
Να ευχαριστήσω θερμά τους προσκεκλημένους ομιλητές που προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα της σημερινής μας συζήτησης.
Και ιδιαίτερα να ευχαριστήσω τον Βαγγέλη Βλάχο, αδελφό του αδικοχαμένου Βάιου και την Ελένη Κωστοπούλου, μητέρα του αδικοχαμένου Ζακ, που μας έκαναν τη τιμή να συμμετέχουν στην εκδήλωσή μας.
Ομολογώ ότι εδώ και καιρό προγραμματίζαμε αυτή την ημερίδα, δεν είχαμε ωστόσο υπολογίσει την εφιαλτική της επικαιρότητά, μετά τις συγκλονιστικές νέες αποκαλύψεις των τελευταίων ημερών.
Κυρίως όμως δεν είχαμε προβλέψει αυτό το απίστευτο ξέσπασμα των πολιτών απέναντι στη πνιγηρή ατμόσφαιρα της συγκάλυψης.
Ένα ξέσπασμα δημοκρατίας, που κάνει τη συζήτησή μας ακόμη πιο επίκαιρη αλλά και την ανάγκη να δώσουμε απαντήσεις στο αίτημα των πολιτών για οξυγόνο στη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, ακόμη πιο επιτακτική.
Θα πεί κανείς, εντάξει με τη δικαιοσύνη αλλά μήπως είσαι υπερβολικός να θέτεις και θέμα δημοκρατίας.
Θα απαντήσω ότι αυτά τα δυο Δ του Κράτους δικαίου, η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη βρίσκονται σε μεγάλη πίεση και σε κρίση.
Και όχι μόνο στη χώρα μας αλλά διεθνώς.
Στις μέρες μας, βέβαια, η δημοκρατία συνήθως δεν καταλύεται με πραξικοπήματα, με το στρατό και τη λογοκρισία.
Υπονομεύεται, όμως, με νέους τρόπους, σε ένα νέο πιο σύνθετο περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων, πολεμικών συγκρούσεων και ανταγωνισμών.
Δείτε τι συμβαίνει στον κόσμο μας.
Οι αυταρχικές κυβερνήσεις, οι αυταρχικές πρακτικές κερδίζουν έδαφος παντού. Στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αμερική.
Ολοένα και περισσότεροι πολίτες θεωρούν ότι ο εθνικισμός και οι αυταρχικοί ηγέτες μπορούν να δώσουν απαντήσεις στη γενικευμένη ανασφάλεια των πολέμων, της εγκληματικότητας, των συγκρούσεων.
Και είδαμε πώς οι συνθήκες των αλλεπάλληλων κρίσεων και της μετάβασης σε έναν πολυπολικό κόσμο, αποτελούν ήδη για κάποιους ευκαιρία, για ακόμη μεγαλύτερη περιστολή δικαιωμάτων και διεύρυνση ανισοτήτων.
Είδαμε πώς ορισμένες κυβερνήσεις σε φιλελεύθερες δημοκρατίες, εκμεταλλεύτηκαν τις έκτακτες συνθήκες της πανδημικής κρίσης, προκειμένου να περιορίσουν τα δημοκρατικά δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τους θεσμικούς ελέγχους.
Βλέπουμε πώς οι πρόσφυγες και οι μετανάστες στοχοποιούνται όλο και περισσότερο από μια ακροδεξιά ρητορική, που γίνεται όμως, ολοένα και πιο κυρίαρχη στο δημόσιο λόγο.
Πώς αυξάνονται οι καταγγελίες παράνομων πρακτικών για απώθησή τους ή για περιστολή των δικαιωμάτων τους.
Και ταυτόχρονα βλέπουμε με την επανεκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, πόσο αμφισβητείται πλέον η χρησιμότητα του Διεθνούς δικαίου, ως κανονιστικού πλαισίου επίλυσης διεθνών διαφορών.
Και πώς τη θέση του παίρνει ένας και μόνο κανόνας : Το δίκιο του ισχυρού.
Όταν με πολύ ξεκάθαρο τρόπο, η νέα αμερικανική ηγεσία δηλώνει ότι είναι διατεθειμένη να παραβιάσει τα σύνορα άλλων χωρών και να εμπλακεί στα εσωτερικά και στις εκλογές τους. Υπονομεύοντας εκλεγμένες κυβερνήσεις και στηρίζοντας ακροδεξιά κόμματα.
Καθοδηγούμενη μάλιστα, επισήμως, από τα επιχειρηματικά συμφέροντα δισεκατομμυριούχων που ελέγχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και θεσπίζουν ολοένα και λιγότερους ελέγχους για την αντιμετώπιση των fake news.
Αυτή είναι η νέα διεθνής πραγματικότητα.
Και πολύ φοβάμαι ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας πολύ σκοτεινής εποχής.
Και έχει σημασία αυτή τη δυστοπική πραγματικότητα να μην την αγνοήσουμε.
Να μας προβληματίσει και να μας διεγείρει.
Γιατί αν αποδεχθούμε το δίκαιο του ισχυρού στις διεθνείς σχέσεις, θα το αποδεχτούμε και στις χώρες μας, στις κοινωνίες μας, στη ζωή μας.
Θα αποδεχθούμε η δημοκρατία και η δικαιοσύνη να καταληφθούν από ολιγάρχες και μεγάλα συμφέροντα.
Θα αποδεχθούμε οι κυβερνήσεις να ελέγχουν την ενημέρωση, τη δικαιοσύνη, τις ζωές μας.
Και αυτός είναι ένας επιπρόσθετος λόγος να αγωνιούμε, τόσο για το διεθνές δίκαιο, όσο και για το κράτος δικαίου σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Η χώρα μας πέρασε πρόσφατα μια μεγάλη οικονομική περιδίνηση, την κρίση χρεοκοπίας, από το 2010 εως το 2018, οπότε ανέκτησε την οικονομική της κυριαρχία.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, και ιδιαίτερα μετά τη πανδημία, ο μεγάλος ασθενής στην Ελλάδα δεν είναι η οικονομία, αλλά η θεσμική λειτουργία της Δημοκρατίας και ιδιαίτερα η λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Το αποδεικνύει εύγλωττα η μέτρηση της κοινής γνώμης που μας παρουσίασαν απόψε ο κος Φαναράς και ο κος Μπαλαμπανίδης.
Η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν εμπιστεύεται τους βασικούς θεσμούς της δημοκρατίας.
Την κυβέρνηση, τα κόμματα, το κοινοβούλιο.
Και θεωρεί ότι η ελληνική δικαιοσύνη είναι πολιτικά και οικονομικά ελεγχόμενη.
Η δε κρίση εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη πιάνει ιστορικό ρεκορ και ανεβαίνει δέκα ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε τρία χρόνια, προφανώς εξαιτίας των χειρισμών κυβέρνησης και δικαστικής ηγεσίας, στις κρίσιμες υποθέσεις των υποκλοπών και των Τεμπών.
Για τις οποίες το 72% και το 74% αντιστοίχως, θεωρούν ότι υπάρχει σαφής απόπειρα συγκάλυψης από τη πλευρά της κυβέρνησης.
Αυτοί οι χειρισμοί όμως δεν προέκυψαν από το πουθενά.
Δεν είναι τυχαίοι.
Ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρακολουθεί πολιτικούς αντιπάλους, δημοσιογράφους, οικονομικούς παράγοντες και το μισό υπουργικό συμβούλιο.
Γιατί η κατοχή της πληροφορίας στις μέρες μας είναι κατοχή εξουσίας.
Η κυβέρνηση επέλεξε να ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στα ΜΜΕ με διάφορους τρόπους, από τους οποίους ο εντιμότερος ήταν η κατά το δοκούν χρηματοδότησή τους με κρατικό χρήμα.
Γιατί ο έλεγχος της ενημέρωσης στις μέρες μας σημαίνει ανεξέλεγκη εξουσία.
Η κυβέρνηση επέλεξε, επίσης, τη τακτική της συγκάλυψης σε όλες τις κρίσιμες υποθέσεις, όπου συνελήφθη ψευδόμενη.
Από την υπόθεση των υποκλοπών ως την υπόθεση της Πύλου και των Τεμπών.
Γιατί ;
Γιατί ήταν η μοναδική στη μεταπολίτευση που γνώρισε τέτοια πρωτόγνωρη ανοχή από τα ΜΜΕ, την οικονομική ελίτ, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Και εσχάτως, η μοναδική που δεν αισθάνεται την ύπαρξη ισχυρής αντιπολίτευσης.
Η απαξίωση των θεσμικών κανόνων όμως, δεν ξεκίνησε χθες.
Αρχικά αξιοποίησαν την πανδημία, για να υποβαθμίσουν το ρόλο του κοινοβουλίου.
Πάρτι δισεκατομμυρίων με απευθείας αναθέσεις και κλειστούς διαγωνισμούς, καθώς το όριο των αναθέσεων αυξήθηκε.
Το αποδεικνύει η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τη διετία 21-22, όπου ο συνολικός προϋπολογισμός των συμβάσεων δια απευθείας ανάθεσης άγγιξε τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ, λίγο περισσότερο δηλαδή από το 2% του ΑΕΠ.
Πλήρης αδιαφάνεια αργότερα και με το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς αρνήθηκαν τη σύσταση κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη παρακολούθηση της διαχείρισης των πόρων του.
Και φυσικά, ασφυκτικός έλεγχος στην ενημέρωση.
Παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, καταχρηστικές αγωγές SLAPP, καταγγελίες δημοσιογράφων για συστηματική λογοκρισία, αλλά και αυτολογοκρισία.
Όλα αυτά, μαζί με την ανεξιχνίαστη ακόμη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, οδήγησαν τη χώρα μας στις χαμηλότερες θέσεις της Ευρώπης στην αξιολόγηση της ελευθερίας του τύπου, σύμφωνα με την έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα.
Την ίδια στιγμή είχαμε μια Δικαιοσύνη με διαχρονικές παθογένειες, ασθμαίνουσα, που έγινε ακόμη πιο προβληματική. Πιάσαμε επισήμως πάτο στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με την έκθεση αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ενώ πετύχαμε και μια ακόμη αρνητική ευρωπαϊκή πρωτιά : Να είμαστε πρωτοπόροι στη χρήση νέων τεχνολογιών, όχι όμως για τη πρόοδο και την ευημερία, όχι για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης και την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, αλλά για την παράνομη παρακολούθηση τηλεφωνικών επικοινωνιών.
Αυτό το πρωτοφανές σε έκταση, σκάνδαλο παράνομων παρακολουθήσεων, είχε δυστυχώς ως επίκεντρο το γραφείο του ίδιου του Πρωθυπουργού και έφερε για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση στα όριά της τη θεσμική υπόσταση της Γ’ ελληνικής Δημοκρατίας.
Υπουργοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί αρχηγοί, οικονομικοί παράγοντες και η ηγεσία των Ενόπλων δυνάμεων, υπό παρακολούθηση από τον πρωθυπουργό της χώρας.
Δεν είναι κάτι σύνηθες, ούτε και ανεκτό για μια φιλελεύθερή ευρωπαϊκή δημοκρατία.
Έτσι η χώρα μας καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για παραβιάσεις στο Κράτος Δικαίου.
Το χειρότερο όμως είναι ότι στην Ελλάδα «δεν άνοιξε μύτη».
Όλα συνεχίζονται κανονικά.
Και δυόμισι χρόνια μετά, όχι μόνο δεν ασκήθηκε καμία ποινική δίωξη σε κυβερνητικά στελέχη, αλλά η ηγεσία του Αρείου Πάγου επιμένει να προκαλεί την κοινή λογική.
Όσα μας εξιστόρησε σήμερα ο κος Κουκάκης, είναι χαρακτηριστικά.
Και φανερώνουν ότι το απόστημα δεν αφορά τη δικαιοσύνη συνολικά.
Υπάρχουν δικαστές που σέβονται το λειτούργημά τους και προσπαθούν για το καλύτερο.
Το απόστημα αφορά δυστυχώς ένα τμήμα της ηγεσίας της.
Τον Οκτώβρη του 23 όταν οι εισαγγελείς πρωτοδικών έχοντας κάνει μια πολύ ουσιαστική και ποιοτική δουλειά, ήταν έτοιμοι να διασταυρώσουν τη λίστα των θυμάτων του Pretador με τις λίστες των ατόμων που είχε παρακολουθήσει η ΕΥΠ, και να επιβεβαιώσουν την προφανή συνάφεια, παρενέβη η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και τους πήρε την υπόθεση από τα χέρια.
Έπρεπε βλέπετε, η υπόθεση αυτή να πάει σε ασφαλέστερα χέρια.
Και πήγε.
Τώρα ίσως μπορεί κανείς να καταλάβει και να εξηγήσει τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξε η κυρία Εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της ημερίδας για το κράτος δικαίου, υπο την αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Όταν στην αίθουσα της Γερουσίας διέπραξα το ατόπημα να ασκήσω κριτική στη δικαιοσύνη για τη συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών.
Και ο εμπαιγμός συνεχίστηκε με την δικαιολόγηση της απόφασης του εισαγγελέα να μην ζητήσει εξηγήσεις από τον ιδιοκτήτη της κάρτας από την οποία εστάλησαν τα κακόβουλα sms.
Με την αστεία δικαιολογία ότι θα μπορούσε κάποιος τρίτος να ενεργοποιήσει το pin, η οποία διαψεύστηκε ρητά και κατηγορηματικά από την Εθνική Τράπεζα.
Αλλά και πάλι, κανείς δεν αισθάνεται την ανάγκη να δώσει εξηγήσεις.
Από ότι φαίνεται η μόνη ισχυρή παρέμβαση της δικαιοσύνης στην υπόθεση των υποκλοπών, ήταν αυτή απέναντι στην, από το Σύνταγμα αρμόδια, ανεξάρτητη αρχή, την ΑΔΑΕ, και τον κο Ράμμο, προκειμένου να μην ολοκληρώσει το έργο της και να μην αποκαλύψει τα πειστήρια του εγκλήματος.
Αν όμως η υπόθεση των υποκλοπών, που κακοποίησε το κράτος δικαίου, δεν έδειξε να αγγίζει και τόσο τις ευαίσθητες χορδές των πολιτών, η υπόθεση των Τεμπών, είναι αλλιώς.
Είναι ένα τραύμα ανοικτό που αιμορραγεί.
Πρώτα από όλα για τις δεκάδες οικογένειες των αδικοχαμένων, αλλά και για την ελληνική κοινωνία.
Δεν υπάρχουν λόγια για να αποδοθεί ο πόνος ενός γονιού που χάνει το παιδί του.
Αλλά με κάθε σεβασμό στο πένθος και την οργή των συγγενών, μπορούμε να πούμε ότι η επομένη των Τεμπών είναι και ο πιο αδιάψευστος καθρέφτης της υποκρισίας, του κυνισμού, της καθεστωτικής αδιαφορίας θα έλεγα, για τις ανθρώπινες ζωές.
Και είναι βαρύτατες οι ευθύνες εκείνων που διαχειρίστηκαν μια εθνική τραγωδία με όρους προσωπικής και κομματικής ιδιοτέλειας, κακοποιώντας κάθε έννοια δικαιοσύνης.
Είναι βαρύτατες οι ευθύνες όσων στα ερωτήματα και τις ενστάσεις που διατυπώνονταν, τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, αρκούνταν στην αλαζονική επισήμανση ότι το θέμα έληξε οριστικά με την ευρεία νίκη του κυβερνόντος κόμματος στις εθνικές εκλογές του 23.
Και συνόδευαν την αλαζονεία τους με την ύβρη των επιθέσεων σε όσους επέμεναν να αναζητούν την αλήθεια, ακόμη και στους γονείς των θυμάτων.
Ήταν οι συνομοσιολόγοι, οι τερατουργοί, οι ψεκασμένοι.
Αυτό που σήμερα αβίαστα προκύπτει και στις δυο αυτές περιπτώσεις, είναι ότι ακόμη πιο σκανδαλώδης από τα ίδια τα εγκλήματα, είναι η επιχείρηση συγκάλυψής τους.
Με τον ίδιο μάλιστα, πανομοιότυπο τρόπο.
Στη μια περίπτωση ο πρωθυπουργός έσπευσε να επιρρίψει την ευθύνη στον ανιψιό του, στην άλλη -ακόμη πιο ανώδυνο- στον σταθμάρχη.
Στη μια έδωσε εντολή για μπάζωμα, στην άλλη για καταστροφή όλων των αποδεικτικών στοιχείων στην ΕΥΠ.
Στη μία περίπτωση αρνιόταν πεισματικά να παραδεχτεί την αλήθεια που γνώριζε, και αναγκάστηκε να το πράξει μόνο όταν έφτασαν τα αποδεικτικά στοιχεία στη Βουλή.
Στην άλλη, μόνο όταν βγήκαν τα ηχητικά ντοκουμέντα και άρχισαν να βγαίνουν οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων.
Στην μια περίπτωση η απάντηση ήταν : «Μα πιστεύετε ότι είχα λόγο να παρακολουθώ τους υπουργούς μου;».
Στην άλλη : «Μα πιστεύετε σε θεωρίες συνομωσίας;»
Στη μια περίπτωση, η κυβερνητική πλειοψηφία στην εξεταστική δεν κάλεσε κανέναν από τους δράστες να καταθέσουν, επικαλούμενοι την εθνική ασφάλεια.
Στην άλλη, έστησαν μια αθωωτική επιτροπή, εμποδίζοντας κρίσιμους μάρτυρες να καταθέσουν, απλά επειδή είχαν την πλειοψηφία.
Και μετά μας είπαν ότι ήταν μια κακή στιγμή της Βουλής.
Μόνο που οι οκτώ από τους κυβερνητικούς βουλευτές που την διέπραξαν, ανταμείφθηκαν με υφυπουργείο.
Και ο Πρόεδρος της Βουλής με τη Προεδρεία της Δημοκρατίας.
Και τέλος, στην μία περίπτωση η καταληκτική δικαιολογία του πρωθυπουργού ήταν ότι παραπλανήθηκε από τον ανιψιό του.
Στην άλλη περίπτωση, ότι παραπλανήθηκε από τη πυροσβεστική.
Aπό κανέναν, όμως, δε παραπλανήθηκε.
Αν υπάρχει μια προφανής αλήθεια και στις δύο περιπτώσεις, είναι τα συνειδητά ψέματα για να παραπλανήσει τη κοινή γνώμη.
Και η διαρκής παραβίαση κάθε ορίου που θέτουν οι κανόνες του κράτους δικαίου σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία.
Με στόχο προφανή, έναν και μοναδικό : Την εξουσία.
Οργάνωσε τις παρακολουθήσεις προκειμένου να διευρύνει την εξουσία του.
Ενορχήστρωσε το μπάζωμα και τη συγκάλυψη, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία του.
Γιατί, ας μη ξεχνάμε μια κρίσιμη παράμετρο : Μόλις ενάμισι μήνα μετά το έγκλημα των Τεμπών, είχαμε εκλογές.
Αν γίνονταν τότε γνωστά, όσα έχουν αποκαλυφθεί σήμερα, δεν θα τολμούσε κανείς να χαρακτηρίσει το έγκλημα των Τεμπών, απλώς δυστύχημα.
Και η αναζήτηση ευθυνών δε θα διαχέονταν στις διαχρονικές ανεπάρκειες του κράτους και του πολιτικού συστήματος, αλλά στις πολύ συγκεκριμένες ευθύνες της παρούσας κυβέρνησης.
Και αναγκαστικά αυτή η συζήτηση δε θα τελείωνε τις επόμενες ημέρες, αλλά θα έφτανε ως και τη μέρα των εκλογών.
Έπρεπε λοιπόν πάση θυσία να ξεχαστεί.
Για αυτό και οι μπουλντόζες έλαβαν εντολή να μπαζώσουν, το επόμενο κιόλας πρωί.
Για να θάψουν το έγκλημα.
Για να ξεχαστεί.
Και μαζί με τα πειστήρια, μπάζωσαν με ψέματα και fake news και όλο το δρόμο προς τις εκλογές.
Και πράγματι κατάφεραν να τις κερδίσουν.
Η αλήθεια όμως καμιά φορά είναι τόσο πεισματάρα που επιστρέφει παρά τα μπαζώματα, και μάλιστα ισχυρότερη.
Εκεί που δεν το περιμένεις.
Και η κοινωνία επίσης εκεί που δεν το περιμένεις, αντιδρά.
Και αντιδρά σφοδρότερα.
Πολλές φορές και με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η ίδια κόκκινη γραμμή, χρωματισμένη με το κόκκινο της τραγωδίας, διαπερνά δυστυχώς τη στάση της κυβέρνησης σε όλα τα πεδία όπου αναμετρώνται οι ευθύνες της με την αλήθεια.
Η παγερή σιωπή, η συγκάλυψη, ακόμα και η επίρριψη ευθυνών στα θύματα, είναι το χαρακτηριστικό και του πολύνεκρου ναυαγίου στην Πύλο.
Διεθνείς οργανώσεις και έγκυρα διεθνή μέσα ενημέρωσης ανέδειξαν, με όρους καταγγελίας, τις τεράστιες ευθύνες εκείνων που όφειλαν να διασώσουν τις εκατοντάδες ψυχές που χάθηκαν στη θάλασσα.
Και αντί αυτού αδιαφόρησαν, ή ακόμα χειρότερα συνέβαλαν στην τραγωδία.
Αλλά στην Ελλάδα θεωρήθηκαν όλα καλώς καμωμένα.
Καμιά ευθύνη, καμιά ενοχή, καμιά έκφραση έστω και υποκριτικής συγγνώμης μέχρι σήμερα, από την κυβέρνηση μιας χώρας που επέτρεψε να πνιγεί μαζί με εκατοντάδες αθώους και η δικαιοσύνη.
Μόνο επιθέσεις και βαριές κατηγορίες για ανθελληνισμό σε όσους τόλμησαν να φωνάξουν την αλήθεια.
Ακόμη και σήμερα, που ο αρμόδιος υπουργός από απολογούμενος παριστάνει τον κατήγορο και με θράσος επιτίθεται στον Συνήγορο του Πολίτη, που τόλμησε να πράξει το καθήκον του και να καταγράψει στο πόρισμά του την αλήθεια.
Θέλω όμως αγαπητές φίλες και φίλοι, στο σημείο αυτό να μου επιτρέψετε να καταθέσω ορισμένες σκέψεις, όχι άλλο για να περιγράψω τη δυστοπία που ζούμε, αλλά για να δούμε πως θα την αλλάξουμε.
Τι μπορούμε να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε αυτή την τρομακτική κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα στη δικαιοσύνη.
Η σημερινή μας ημερίδα είχε ένα πανελ αφιερωμένο σε αυτό.
Ακούστηκαν μια σειρά από προτάσεις και σκέψεις που αφορούν και την επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση.
Πριν όμως φτάσουμε στις αλλαγές του Συντάγματος, να δούμε πως θα εφαρμόσουμε όσα το Σύνταγμα ήδη προβλέπει.
Γιατί αν αυτό δε συμβεί, φοβάμαι δε θα ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη.
Και θέλω να ξεκινήσω από το περίφημο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Όπως γνωρίζετε, ως πρωθυπουργός είχα την τύχη να χειριστώ τις προτάσεις της πλειοψηφίας κατά την έναρξη της τελευταίας Συνταγματικής αναθεώρησης, το 2018.
Και πιστεύω ότι, μεταξύ άλλων, δύο από τις σημαντικότερες αλλαγές που εμείς εισηγηθήκαμε τότε, ήταν αυτή που αφορά στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου να μη διαταράσσεται η πολιτική σταθερότητα,
και αυτή που αφορά στην κατάργηση της απαράδεκτης διάταξης για την σύντομη αποσβεστική προθεσμία, την παραγραφή δηλαδή, για αδικήματα που διαπράττουν υπουργοί.
Στη μεν πρώτη περίσπτωση, η ΝΔ άλλαξε στην ψηφοφορία του 19, το περιεχόμενο της πρότασης, δίνοντας τη δυνατότητα να εκλέγεται ο Πρόεδρος ακόμη και με λιγότερους απο 151 βουλευτές, δείχνοντας ίσως τις προθέσεις της για την πλήρη απαξίωση του θεσμού.
Ανοίγοντας το δρόμο για ένα Πρόεδρο όχι ευρύτερης αποδοχής, αλλά επιστάτη της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Στη δε δεύτερη περίπτωση, κάτω από το βάρος της κοινής γνώμης, άφησε εντέλει τη διάταξη όπως τη προτείναμε.
Και έτσι πέρασε στο Σύνταγμα η κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας για τους υπουργούς.
Και πλέον η δίωξη υπουργών ακολουθεί τους κανονικούς χρόνους παραγραφής που προβλέπει ο ποινικός κώδικας για όλους τους πολίτες,.
Η αλλαγή αυτή του Συντάγματος, απαιτεί και την ψήφιση μετέπειτα, του αντίστοιχου εκτελεστικού νόμου.
Μου κάνει τρομακτική εντύπωση ότι πεντέμισι χρόνια τώρα η κυβέρνηση, ενώ έχει φέρει στη Βουλή εκατοντάδες αλλαγές στη ποινική νομοθεσία, ενώ έχει ψηφίσει άλλους εκτελεστικούς νόμους, δεν έχει τροποποιήσει το νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Και αναρωτιέμαι γιατί ;
Μήπως το ξεχάσανε ;
Μήπως τους διέφυγε ;
Ή μήπως μετά τις υποκλοπές και τα Τέμπη, υπάρχει σκοπιμότητα ;
Δε ξέρω ποιος μπορεί να εισηγείται στον πρωθυπουργό ότι θα υπάρξει ποτέ δικαστής που θα αποφανθεί ότι μπορεί ένας νόμος να υπερβαίνει το Σύνταγμα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν έχει παρά να φέρει άμεσα στη Βουλή προς κύρωση τον εκτελεστικό νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Αλλιώς θα είναι σα να επιβεβαιώνει, όχι μόνο σκοπιμότητα συγκάλυψης αλλά και την ίδια την ενοχή του για τις συγκλονιστικές αυτές υποθέσεις.
Έρχομαι τώρα στον πυρήνα της συζήτησης για την εμπιστοσύνη, που είναι η εξάρτηση της δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία.
Πώς μπορούμε να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο, χωρίς όμως παράλληλα να δημιουργήσουμε μια εξουσία παντελώς ανέλεγκτη;
Πρώτον αναθεωρώντας τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Και σε ότι αφορά τη Συνταγματική Μεταρρύθμιση, νομίζω ότι οι τελευταίες εξελίξεις καθιστούν πλέον πάνδημο αυτό το αίτημα.
Αυτό τουλάχιστον διαπιστώσαμε από την έρευνα της κοινής γνώμης.
Οι πολίτες απορρίπτουν την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Κατά την άποψή μου όμως, πρέπει να αποφύγουμε και το άλλο άκρο. Δηλαδή η δικαστική εξουσία να είναι η μόνη που δεν θα ελέγχεται από καμία άλλη εξουσία.
Ακούστηκαν στην Ημερίδα μας συγκεκριμένες προτάσεις.
Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι ανοίξαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία θα χρειαστεί να εμβαθύνουμε το επόμενο διάστημα.
Το δεύτερο που πρέπει να γίνει, χωρίς να περιμένουμε τη Συνταγματική αναθεώρηση, είναι να μειωθεί ο αριθμός των Αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων.
Άλλο οι προσδοκίες για ηγεσία να αφορούν τρείς θέσεις και άλλο 30 θέσεις.
Το τρίτο που μπορούμε να δούμε είναι ένα χρονικό όριο από την αφυπηρέτηση μέχρι την αξιοποίηση δικαστών σε Ανεξάρτητες Αρχές, ή άλλες θέσεις, τις οποίες ορίζει η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία.
Τα τέσσερα χρόνια θα ήταν ένα επαρκές όριο ώστε να μη μπορεί μια κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της θητείας της να τάζει διορισμούς και αξιώματα σε έναν δικαστή που βρίσκεται στο τέλος της θητείας του.
Το μεγάλο ερώτημα όμως, είναι ποιος θα σχεδιάσει και θα υλοποιήσει τις αναγκαίες αλλαγές;
Ποιος θα αλλάξει το κλίμα της γενικευμένης αναξιοπιστίας στους θεσμούς της δημοκρατίας μας ;
Ποιος και πως θα καλύψει το κενό εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη ;
Και εν τέλει, αρκούν απλά κάποιες μεταρρυθμίσεις ;
Φοβάμαι πως όχι.
Γιατί φοβάμαι το σκοτάδι που μπορεί να κυοφορήσει η σημερινή απαξίωση.
Η σημερινή βεβαιότητα του πολίτη, μετά από όλα αυτά, ότι όλα είναι στημένα και προκατασκευασμένα.
Η βεβαιότητα ότι πλέον το δίκαιο είναι υπό διωγμό και η αλήθεια είναι ο μεγάλος εχθρός εκείνων που εκ του Συντάγματος και της λαϊκής εντολής, έχουν καθήκον να την υπερασπίζονται.
Και το τι επακολουθεί σε μια κοινωνία που βιώνει συστηματικά μια τέτοια κατάσταση, το γνωρίζουμε όλοι.
Απαξίωση, που συχνά καίει μαζί με τα ξερά και τα χλωρά.
Αποχή από τις δημοκρατικές διαδικασίες, όπως οι εκλογές.
Κερκόπορτα ανοιχτή, για να περάσει το τέρας της άκρας δεξιάς, του ρατσισμού και του διαλυτικού μίσους.
Απογοήτευση και απόγνωση, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Και όταν σε μια τέτοια δύσκολη και πρωτόγνωρη κατάσταση ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ, επιβάλλεται απ’ όλους, κατά τη γνώμη μου, και κυρίως από το προοδευτικό φάσμα του πολιτικού μας συστήματος, από κάθε δημοκρατικό άνθρωπο, κάθε συλλογικότητα, μια νέα περίσκεψη.
Και μια νέα ανάγνωση και στάση, χωρίς τα χτεσινά στερεότυπα και τους κομματικούς, μικροκομματικούς, ή και προσωπικούς εγωισμούς.
Η πρωτοφανής στον όγκο, αλλά και στην ώριμη και δημοκρατική αποφασιστικότητα, πρόσφατη κινητοποίηση, με το αίτημα για δικαιοσύνη, φως, οξυγόνο, αποτελεί κατά τη γνώμη μου μια απάντηση ελπίδας.
Γιατί συνένωσε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, με διαφορετικές πολιτικές ή και κομματικές προτιμήσεις, διαφορετικά ιδεολογικά πιστεύω, από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, σε μια μαχητική ομοφωνία δημοκρατίας και δικαιοσύνης.
Απέδειξε ότι έχουν άδικο οι Κασσάνδρες που είχαν εκδώσει τελεσίδικες αποφάσεις για τη νωθρότητα και τη δήθεν αδιαφορία της ελληνικής κοινωνίας, ακόμα και απέναντι σε τραγωδίες.
Έδειξε με τον πιο ανάγλυφο και αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η Ελλάδα που αντιστέκεται είναι πληγωμένη μεν, αλλά παρούσα.
Και στην κωφότητα, την τυφλότητα, την παραμόρφωση του κράτους δικαίου, αντιτάσσει τη δημοκρατική εγρήγορση και κινητοποίηση.
Ακούει τους δραματικούς διαλόγους των Τεμπών, βλέπει το πένθος και την οργή των συγγενών, αισθάνεται την ανάγκη για δικαιοσύνη και τη μεταλλάσσει σε ενεργητική παρέμβαση.
Υπακούοντας στους κανόνες του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης, αλλά και στο Σύνταγμα της χώρας, που αναδεικνύει σε πράξη πατριωτισμού την αντίσταση της κοινωνίας στο σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας, και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή.
Κι εδώ προκύπτουν από την πραγματικότητα κρίσιμα ερωτήματα για το πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα για τις πολιτικές δυνάμεις που διακηρύσσουν ότι παραμένουν πιστές, κάθε μια με το δικό της τρόπο φυσικά, στις δημοκρατικές και προοδευτικές αξίες.
Μπορούν να επαναφέρουν την εμπιστοσύνη ;
Μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα μίνιμουμ σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα επουλώσει τις πληγές της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης,
όταν δε μπορούν να συμφωνήσουν ακόμη και για έναν κοινό βηματισμό μέσα στο κοινοβούλιο ;
Ας μη κρυβόμαστε, η εικόνα εκεί έξω δεν είναι καλή, ούτε για την αντιπολίτευση.
Ανεξάρτητα ποιος έχει το δίκιο και ποιος το άδικο.
Και αυτό μας αφορά όλους, τον καθένα από εμάς μας.
Μας αφορά, αλλά και μας υπερβαίνει ταυτόχρονα, με την έννοια ότι είναι ευθύνη πρωτίστως των ηγεσιών της προοδευτικής αντιπολίτευσης, να δώσουν απαντήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, τα Τέμπη, η Πύλος, οι υποκλοπές, οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, αποτελούν και μια προειδοποίηση προς όλους.
Αν δεν υπάρξει έγκαιρη και πειστική απάντηση, που θα λάβει υπόψη τις διεργασίες και τις αντιδράσεις της κοινωνίας, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν μέρος του προβλήματος, και εκείνοι που εκ των πραγμάτων οφείλουν να είναι μέρος της λύσης.
Ειδήσεις σήμερα:
Έγκλημα η εξαφάνιση του 58χρονου στην Πιερία – Η σύντροφός του τον σκότωσε και τον έθαψε στην αυλή
«Το μετέωρο βήμα του πελαργού»: Όταν ο Καντιώτης αφόρισε τον Αγγελόπουλο, την Χρυσικού και όλους τους συντελεστές της ταινίας
Σάκης Ρουβάς: Είναι ντροπή, είπε για τα δημοσιεύματα ότι θα λάβει 50.000 ευρώ για το καρναβάλι της Ξάνθης