Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η ανακούφιση των ενοικιαστών αποτελεί προτεραιότητα και ότι το στεγαστικό είναι σύμφυτο με μία οικονομία που αναπτύσσεται γοργά. Είναι όμως έτσι;
Ρεπορτάζ DW.
Για τους Έλληνες και δη τους Αθηναίους η εποχή που ο καθένας μπορούσε να βρει σχετικά εύκολα σπίτι – είτε προς ενοικίαση είτε και προς αγορά – είναι πλέον μακρινή ανάμνηση.
Πέραν του ότι χιλιάδες άνθρωποι ψάχνουν μάταια οικονομικά προσιτή στέγη, ακόμα και αυτοί που μένουν σε σπίτια πληρώνοντας ενοίκιο δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Σύμφωνα με έρευνα της Eurostat από το φθινόπωρο του 2024, εξαιρουμένων των ανθρώπων που ζουν στα όρια της φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, το 17,7% των ενοικιαστών στην Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να πληρώσει το ενοίκιό του κατά τον τελευταίο χρόνο – πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Η κυβέρνηση διατείνεται πως η “ανακούφιση των ενοικιαστών” αποτελεί “ύψιστη προτεραιότητα”. Τα σπασμωδικά ημίμετρα όμως και οι εν γένει προτεραιότητες της κυβέρνησης στην οικονομική πολιτική υποδηλώνουν πως τα πράγματα είναι μάλλον διαφορετικά.
Το άπιαστο όνειρο της εύρεσης κατοικίας
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (ΕΣΥΕ) από το 2018 έως το 2023 οι τιμές των ενοικίων αυξήθηκαν κατά έως και 52,1% – και αυτό παρ’ ότι η πανδημία ανέκοψε κάπως την ανοδική τάση. Την τελευταία διετία οι τιμές των ενοικίων συνεχίζουν να καλπάζουν – μόνο από τον Μάιο του 2024 έως τον Μάιο του 2025 οι τιμές των ενοικίων αυξήθηκαν έτι περαιτέρω κατά 10,9%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Στο Joint Employment Report 2025, που δημοσίευσε τον περασμένο Μάρτιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπογραμμίζεται πως στην Ελλάδα το ποσοστό υπερχρεωμένων από το κόστος στέγασης νοικοκυριών αυξήθηκε το 2023 στο 28,5% (με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 8,8%), συνθήκη που αποτελεί μία από τις “σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αναφορικά με την κοινωνική προστασία και την κοινωνική συμπερίληψη, με τους περισσότερους δείκτες να καταδεικνύουν μία “κρίσιμη κατάσταση””.
Από τα στοιχεία της Eurostat διαπιστώνεται ακόμα πως στην Ελλάδα οι πολίτες καταβάλλουν κατά μέσο όρο το 35,2% του εισοδήματός τους για την πληρωμή του ενοικίου τους – ποσοστό-ρεκόρ σε ολόκληρη την ΕΕ, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 19,7%.
Όσον αφορά δε την αγορά κατοικίας, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα: έρευνα της εταιρείας Cerved Property Services σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας παρατηρεί πως, προκειμένου να μπορέσει ένας μέσος μισθωτός να αγοράσει ένα ακίνητο έκτασης 60 τ.μ. στην Αθήνα το συντομότερο δυνατόν, θα έπρεπε να αποταμιεύει το σύνολο του εισοδήματός του επί 12 συναπτά έτη. Ακόμη και τότε όμως μάλλον δεν θα τα κατάφερνε – διότι από το 2018 έως το 2023 ο μέσος μισθός αυξήθηκε μεν κατά 17%, από την άλλη πλευρά όμως στο διάστημα 2017-2024 οι τιμές των οικιστικών ακινήτων εκτοξεύτηκαν κατά 71%, όπως επισημαίνεται στην Ετήσια Οικονομική Έκθεση 2024 της Alpha Bank.
Στεγαστική κρίση παρατηρείται σε διάφορα κράτη ανά την Ευρώπη. Η περίπτωση της Ελλάδας όμως είναι ιδιάζουσα. Σε συνέντευξη στην DW ο Κοσμάς Μαρινάκης, senior lecturer Οικονομικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Διοίκησης Επιχειρήσεων της Σιγκαπούρης και δημιουργός του δημοφιλούς καναλιού Greekonomics, εξηγεί πως, εν αντιθέσει με άλλες χώρες, στην Ελλάδα “τα εισοδήματα έχουν “κολλήσει” και δεν ακολουθούν ανάλογη ανοδική πορεία” με τα ενοίκια – γεγονός που συνδυαστικά με τον πληθωρισμό και τη γενικότερη αύξηση των τιμών και του κόστους ζωής, επιδεινώνει το πρόβλημα πολύ περισσότερο.
Τα ακίνητα ως επενδυτικό προϊόν υψηλής ζήτησης
Ένας δεύτερος λόγος για το μέγεθος της στεγαστικής κρίσης στην Ελλάδα είναι η πολιτική που ακολουθήθηκε με τις Χρυσές Βίζες. Μία πολιτική που κατά τον ειδικό “είναι λανθασμένη – και έχουμε αρχίσει ήδη να βλέπουμε αποτελέσματα που το στοιχειοθετούν πάρα πολύ πειστικά αυτό”.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής με δύο λόγια συνέβη το εξής: “Προκειμένου να εισέλθει ρευστό στη χώρα, εμείς οι Έλληνες πουλήσαμε πραγματικά assets, κάτι το οποίο στο άμεσο αλλά και στο απώτερο μέλλον, θα μας φέρει σε πιο δυσχερή θέση”. Μακροπρόθεσμα η πολιτική αυτή θα οδηγήσει σε μία πολύ μεγαλύτερη δυσαναλογία των περιουσιακών στοιχείων που έχουν οι Έλληνες στα χέρια τους και της ακίνητης περιουσίας που θα έχουν πλέον οι ξένοι. Με άλλα λόγια, βραχυπρόθεσμα η πολιτική με τις Χρυσές Βίζες φέρνει ρευστό στη χώρα και βελτιώνει τους οικονομικούς δείκτες, μακροπρόθεσμα όμως “η κατάσταση γίνεται χειρότερη, όχι καλύτερη”.
Όπως παρατηρείται επιπλέον σε πρόσφατη έκθεση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών για τις Χρυσές Βίζες που ξεκίνησαν το 2019, πολλοί κατασκευαστές στρέφονται πλέον σε έργα πολυτελών ακινήτων (με στόχο να αγοραστούν αυτά από ξένα κεφάλαια), η διαθεσιμότητα οικονομικών ενοικιάσεων για τους ντόπιους παραμένει περιορισμένη και ως αποτέλεσμα η ζήτηση για τις σχετικά λίγες, προσιτές μονάδες στην αγορά αυξάνεται ολοένα περισσότερο. Ως εκ τούτου τα ενοίκια και οι τιμές αγοράς “σκαρφαλώνουν” όλο και πιο ψηλά.
“Καλπάζουσα ανάπτυξη” και αύξηση ενοικίων
Παραμερίζοντας τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού πως η ανακούφιση των ενοικιαστών αποτελεί για εκείνον “ύψιστη προτεραιότητα”, ας εστιάσουμε σε μία άλλη φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ο πρωθυπουργός ανέφερε μεταξύ άλλων πως η στεγαστική κρίση αποτελεί ένα πρόβλημα που τελεί σε άρρηκτη σύνδεση με “μία οικονομία που εξελίσσεται γρήγορα”.
Ο οικονομολόγος Μαρινάκης χαρακτηρίζει τη συνάρτηση της σοβαρής στεγαστικής κρίσης με την υποτιθέμενη καλπάζουσα οικονομική ανάπτυξη ως “100% αφήγημα”. Στην περίπτωση της Ελλάδας “δεν υπάρχει τόσο μεγάλη ανάπτυξη, ώστε να δικαιολογείται το μέγεθος του προβλήματος της στεγαστικής κρίσης. Είδαμε μία ανάπτυξη της τάξεως του 5,9%, που οφείλεται και στην ανάκαμψη μετά από την πανδημία” και από εκεί και πέρα “η οικονομία αναπτύσσεται με το αναιμικό 2,3-2,6% – το οποίο δεν θεωρείται μεγάλος ρυθμός ανάπτυξης, ικανός να προκαλέσει τέτοιου είδους προβλήματα στο στεγαστικό”.
Θέλει όντως η κυβέρνηση χαμηλά ενοίκια;
Για τον περιορισμό των ανεξέλεγκτων ενοικίων η κυβέρνηση περιορίζεται κατά κύριο λόγο σε ημίμετρα, που δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικά το πρόβλημα – ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα.
Κατά τον Κοσμά Μαρινάκη το πρόγραμμα “Ανακαινίζω-Νοικιάζω” είναι “ένα καλό μέτρο, επειδή θα βάλει μέσα στην αγορά ακίνητα που επί του παρόντος βρίσκονται εκτός της προσφοράς”. Από την άλλη πλευρά ωστόσο το μέτρο επιστροφής ενός ενοικίου κάθε Νοέμβριο “δεν βοηθάει στη βελτίωση της κατάστασης, διότι απλώς ανεβάζει αυτομάτως τις τιμές. Όταν οι ιδιοκτήτες βλέπουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη ρευστότητα στην αγορά, θα αυξήσουν και τις τιμές, επειδή διαπιστώνουν πως έχουν το περιθώριο να το πράξουν, πως ο κόσμος ούτως ή άλλως πρέπει να βρει ένα σπίτι να μείνει”.
Η αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης απαιτεί εν τέλει δραστικά μέτρα, τα οποία μάλιστα δεν αρκεί να περιοριστούν στον κλάδο των ακινήτων. “Το πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης στην Ελλάδα δεν είναι κυρίως… στεγαστικό. Το πρόβλημα έγκειται κυρίως στο ότι η οικονομία και τα εισοδήματα έχουν μείνει συνολικά πίσω και εξαιτίας αυτών δεν υπάρχουν ίδιες δυνατότητες πρόσβασης στην κατοικία, όπως αυτές που υπήρχαν πριν από κάποια χρόνια”, τονίζει ο Μαρινάκης.
Ο ίδιος παρατηρεί πως “τα εισοδήματα στην Ελλάδα δείχνουν να σταθεροποιούνται”, καθώς και ότι “ούτε η κυβέρνηση ούτε όμως και η αντιπολίτευση φαίνεται να έχουν κάποιο σχέδιο” που να μπορεί να βελτιώσει αισθητά την κατάσταση. Ως εκ τούτου, παρ’ ότι δεν αποκλείεται να υπάρξει αποσυμπίεση των τιμών τα επόμενα χρόνια, “μακροπρόθεσμα η ανοδική τάση πιθανότατα θα συνεχιστεί” – και ο οικονομολόγος προειδοποιεί πως στο απώτερο μέλλον η κατοικία μπορεί να καταστεί “είδος πολυτελείας”.
Στην πρόσφατη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός ανέφερε χαρακτηριστικά πως πρέπει “να κοιτάμε και τις δύο πλευρές”, όταν εξετάζουμε το στεγαστικό. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών όμως (ανα)γνωρίζει και τις δύο πλευρές: και το πόσο δεινή είναι η θέση στην οποία βρίσκονται οι ενοικιαστές, αλλά και το πόσο επωφελούνται οι ιδιοκτήτες.
Πηγή: Deutsche Welle

